π. Γεώργιος Μεταλληνός: Οἱ πολιτικοί ἡγέτες μᾶς ἔμαθαν νά στηρίζουμε «τήν πᾶσαν ἐλπίδα μας», στήν Εὐρώπη, μέ ἀποτέλεσμα τά σημερινά ἀποκαλυπτήρια τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης καί τήν ἀπογοήτευση τοῦ Ἔθνους

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

Τό μελέτημά μας αὐτό δέν ἔχει τήν πρόθεση νά εἶναι a priori καταδικαστικό καί ἀπορριπτικό, ἀλλά κυρίως ἑρμηνευτικό καί ἀναθεωρητικό κάποιων παγιωμένων καί ἀμετακίνητων θέσεων, πού ἐπιβλήθηκαν στό Ἔθνος, ἀναπαραγόμενες μέσῳ τῆς σχολικῆς παιδείας. Ἐπιδιώκει νά διεισδύσει στό φαινόμενο τοῦ φιλελληνισμοῦ-παράγοντα μεγάλης σημασίας στό ἀγωνιζόμενο γιά τήν παλιγγενεσία του Ἑλληνικό Ἔθνος κατά τή Μεγάλη Ἑλληνική Ἐπανάσταση (1821). Στόχος της εἶναι νά συμβάλει σέ μία ρεαλιστικότερη ἀποτίμηση τῶν ὅρων Φιλελληνισμός καί Φιλέλληνες. Τήν εὐστοχότερη σημασιοδότηση τῶν ὅρων αὐτῶν προσφέρει ἡ κορυφαία σήμερα -κατά τήν δική μου ἐκτίμηση- ἔκφραση τῆς ἑλληνικῆς λεξικογραφίας, τό «Λεξικό» τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας» τοῦ καθηγητοῦ Γεωργίου Μπαμπινιώτη: Φιλελληνισμός: «Ἰδεολογική καί πολιτική κίνηση, πού ἀναπτύχθηκε σέ εὐ-ρωπαϊκές χῶρες καί στήν Ἀμερική, καί ἀποσκοποῦσε στήν ἠθική καί ὑλική ἐνίσχυση τῶν Ἑλλήνων πρίν καί κατά τή διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821». Φι-λέλληνας: «Κάθε ξένος, πού ὑποστήριξε τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί ἐνδεχομένως ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος στό πλευρό τῶν ἐπαναστατῶν»1. Ὅταν δέν πληροῦνται αὐτές οἱ προϋποθέσεις, τά πράγματα ὁδηγοῦνται στήν ἄρνηση, πού ἐξέφρασε στό θέμα αὐτό ὁ μακαρίτης Κυριάκος Σιμόπουλος, πού συνοψίζεται στόν ἀπόλυτο ἀφορισμό του: «Φιλελληνισμός τοῦ 1821: ἕνας ξενόφερτος μύ-θος»2. Πρόκειται γιά ἀτεκμηρίωτη ὑπερβολή ἤ, ὡς κάποιο σημεῖο, ἀνταποκρίνεται στήν ἱστορική ἀλήθεια; Αὐτό θά ἀνιχνευθεῖ στή συνέχεια.

Ποιά ἦσαν τά αἴτια τοῦ Φιλελληνισμοῦ

Μέ τό θέμα ἔχουν ἀσχοληθεῖ πολλοί ἐρευνητές, εὐσύνοπτα ὅμως τά ἀπαριθμεῖ ὁ ἀείμνηστος διδάσκαλός μας Νικόλαος Τωμαδάκης3: Ὁ θαυμασμός πρός τόν ἀρχαῖο κόσμο, τό ὁμόθρησκο τῶν Ἑλλήνων (ἡ χριστιανικότητα), ἡ διεθνής φιλαν-θρωπία, ὁ φιλελευθερισμός, ὁ ρομαντισμός, προσωπικές φιλοδοξίες καί ἡ ζωτικότητα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Οἱ ἐρευνητές τοῦ θέματος συγκλίνουν στήν προτεραιότητα τοῦ πνεύματος τοῦ ρομαντισμού4. Ἡ συμπαράσταση στήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση θά ἐκδηλωθεῖ ὄχι μόνο μέ λόγια, ἀλλά καί μέ συγκεκριμένες ἐνέργειες: ἐράνους ἡ καί μέ ἀποστολή ἐθελοντῶν.

Οἱ κινήσεις ὅμως αὐτές τοῦ εὐρωπαϊκοῦ καί ἀμερικανικοῦ κόσμου χρειάζονται ὡς ἕνα βαθμό τήν ἀπομύθευσή τους. Διότι γίνεται καί ἐκ πρώτης ὄψεως φανερό, ὅτι ὁ ρομαντισμός τῶν τρεφομένων ἀπό τά μέσα τοῦ 18ου αἰ. μέ ἀναφορές στήν εὔκλεια τῶν κλασικῶν χρόνων καί τό κλασικό ἰδεῶδες, κυρίως στόν γερμανικό χῶρο, ὁδηγοῦσαν σέ ἕνα φιλελληνισμό, παράγωγό τοῦ δικοῦ τους ὁράματος γιά τήν ἐλευθερία, καί στήν οὐσία, «ἄσχετο τόσο πρός τήν ἀρχαιότητα, ὅσο καί μέ τήν σύγχρονη Ἑλλάδα»5. «Μέ τή σημαία τοῦ φιλελληνισμοῦ οἱ Γερμανοί μάχονταν γιά τή δική τους ἐλευθερία»6.

Ἡ ἔξαρση τοῦ ρομαντικοῦ συναισθηματισμοῦ ὅμως εἶχε καί τήν ἀρνητική πλευρά της. Οἱ κατερχόμενοι στήν ἀγωνιζόμενη Ἑλλάδα, ὄχι σπάνια, ἀπογοητεύονταν ἀ-πό τήν ἄμεση ἐπαφή μέ τούς ἐπαναστατημένους Ἕλληνες, διότι δέν μποροῦσαν νά ἀναγνωρίσουν σ’ αὐτούς τήν εἰκόνα τῶν ἀρχαίων, πού εἶχε κατασκευάσει ἡ Δύση7. Ἄλλωστε τήν ἀναμφισβήτητη φιλική τους διάθεση περιόριζε σημαντικά ἡ σχέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τήν Ὀρθοδοξία, πού ὑποστασίωνε μία κοινωνία διαμετρικά διαφορετική πρός τίς δυτικές κοινωνίες, διαμορφωμένες στό πλαίσιο ἄλλων χριστιανικῶν -καί στήν οὐσία ἀποχριστιανοποιημένων παραδόσεων. Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς πίστη καί ζωή δέν ἔπαυσε ποτέ νά εἶναι τό πρόβλημα τῶν Δυτικοευρωπαίων8. Κατά τόν Γ. Ἰακωβάτο, (1813-1882), ρωμηό πολιτευτή τῆς ἐποχῆς, «ὁ ξένος ποτέ δέν ὠφέλησε ἡ ἐναντία γνώμη δείχνει πώς καί Ρωμαῖοι καί ξένοι, καί ταξειδιώταις καί μή ταξειδιώταις, δέν καταλαβαίνανε τί πάει νά πῆ ἔθνος ἕνα σῶμα, καί ξεχωριστά τό Ρωμαίικο διά τή θρησκεία του, τόν τόπο του, τά ἤθη του καί τή ζωή του»9. Ἀκόμη καί γιά τόν ἱδρυτή τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας (1824) καί βαπτισμένο Ὀρθοδοξο10, λόρδο Φρειδερίκο-Δημήτριο Γκίλφορδ11, θά δηλώσει ἀπερίφραστα: «Ὁ μιλόρδος ἀγάπαε τούς Ἕλληνες (=τούς ἀρχαίους) περισσότερο ἀπό τούς Ρωμαίους (=τούς νέους) μάλιστα ἐκεινῶν τῶν παλαιῶν ἡ ἀγάπη τόν ἔκαμε ν’ ἀγαπήση ἐμᾶς τούς νέους. Δία τοῦτο οἱ σκοποί του δέν ἐπροερχόντανε ἀπό ἀρχή νά δώση μέσα νά ἐλευθερωθῆ τό γένος, διά τοῦτο δέν τοῦ ἤρεσε νά τό ἰδῆ ἐλεύθερο μόνε ἤθελε νά αἰσθάνεται τή λύπη νά τοῦ χαϊδεύη τό ζυγό, διά νά παρηγοριέται μοναχός του μέ ταῖς εὐεργεσίαις, πού τοῦ ἔκανε. Ὁ Μιλόρδος, μέ ὅση καλή καρδιά καί ἄν εἶχε, ἐγεννήθηκε Ἰγγλέζος κ’ ἐτοῦτο φθάνει»12. Ὁ Εὐρωπαῖος δηλαδή εἶναι ἀδύνατο νά δεῖ τούς Ἕλληνες διαφορετικά, ἔστω καί ἄν γίνει Ὀρθόδοξος!

Ἡ ἐντύπωση γιά τόν Φιλελληνισμό καί τούς Φιλέλληνες, πού διεμόρφωσε ὁ ἑλλη-νικός κόσμος ἀκριβῶς στό σημεῖο αὐτό χωλαίνει, ὅταν μάλιστα δέν διαθέτει τίς ρωμαίικες, ὀρθόδοξες δηλαδή, προϋποθέσεις τοῦ Ἰακωβάτου καί τῶν ὁμοφρόνων του Ὀρθοδόξων.

Οἱ κάθε εἴδους φιλελληνικές ἐκδηλώσεις ἐκλαμβάνονται ὡς κατάφαση καί ἀποδ-χή ὁλόκληρης τῆς ἑλληνικότητας, συνεπῶς ὄχι μόνο τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας, ἀλλά καί τῆς σύγχρονης ὀρθόδοξης Ἑλλάδας, μέ ὅλο τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό της13. Ἄς ἀφήσουμε δέ, ὅτι «ἡ φιλελληνική κίνηση, πού συγκλόνιζε ἀκόμη καί τίς λαϊκές μάζες, δέν εἶχε καμμιά σχέση μέ τήν Ἑλλάδα, ἀλλ’ ἀποτελοῦσε διαμαρτυρία κατά τοῦ δικοῦ τους ἀπολυταρχισμοῦ»14. Ἐξ ἄλλου, στήν ἔκφραση φιλελληνικῶν διαθέσεων δέν ἔλειπαν καί ἰδιοτελεῖς στόχοι, πού τίς ἐνσάρκωναν ἄνεργοι στρατιωτικοί καί κάθε εἴδους τυχοδιῶκτες. Δέν εἶναι, βέβαια, δυνατόν νά ἀπολυτοποιηθεῖ αὐτή ἡ θέση, ἀλλά δέν παύει νά τεκμηριώνεται ἀπό πολλά παρόμοια περιστατικά15.

Εἶναι ὅμως πάλι γεγονός, ὅτι «εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ» (Φιλιπ.1,18) ἡ μεγάλη πλειοψηφία –καί κατ’ αὐτόν τόν ἀποδομητή Σιμόπουλο- τῶν εὐρωπαϊκῶν λαϊκῶν μαζῶν «στάθηκε ὁμόφωνα στό πλευρό τοῦ μαχόμενου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση γι’ αὐτές δέν ἦταν μία πτυχή τοῦ Ἀνατολικοῦ Ζητήματος, πού ἀπασχολοῦσε τά ἀνακτοβούλια καί τούς διπλωμάτες. Ἄγγιξε συναισθηματικά εὐρύτερα στρώματα, ἔγινε σύμβολο καί ὁραματισμός»16. Ὁ Φιλελληνισμός τῶν Ξένων, πάντως, ἴδια τῶν κρατικῶν παραγόντων ἤ ὅσων τελοῦσαν σέ ἄμεση ἐξάρτηση ἀ-πό τίς δυτικές κυβερνήσεις, ἐξυπηρετοῦσε, κατά κύριο λόγο, τά ξένα κρατικά συμφέροντα. Ἀκόμη καί στά εὐρύτερα λαϊκά στρώματα, ὄχι σπάνια, τό ἴδιο ἴσχυε, μέ τήν ἔννοια, ὅτι τά συμβαίνοντα στήν Ἑλλάδα ἦταν μία ἀνυπέρβλητη πρόκληση ἀνθρωπιᾶς, ἀγνοώντας ὅμως τήν ἑλληνορθόδοξη πραγματικότητα, ἐνεργοῦσαν μέ βάση τά δικά τους διαφέροντα, μετακενώνοντας, μαζί μέ τήν ὁποιαδήποτε βο-ήθεια, τά δικά τους πολιτισμικά δεδομένα στήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή. Διατυπώθηκε καί ἡ ἀξιοπρόσεκτη θέση, ὅτι «ὁ φιλελληνισμός ἴσως ἦταν παγίδα τῆς ἀποκοπῆς τῶν Ἑλλήνων τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπό τούς νόμιμους δεσμούς τους μέ τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία»17.

Μία ἀδυναμία μέ συνέπειες

Ὅτι ὁ Φιλελληνισμός τῶν ξένων, εἰς τήν πραγματικότητα, ἐξυπηρετοῦσε, κατά κανόνα, τά δικά τους συμφέροντα, δέν εἶναι εὔκολο νά ἀμφισβητηθεῖ. Οὔτε ὅμως μπορεῖ καί νά χαρακτηρισθεῖ ὡς κάτι «μεμπτόν». Αὐτό ἐπισημαίνει ὁ Σπ. Μαρκεζίνης στήν «Ἱστορία» του18, ἀναφερόμενος σέ μία ἐγγενῆ ἀδυναμία τοῦ Ἔθνους μας, πού εἶναι τό μόνιμο ἀδύνατο σημεῖο τῆς ἐξωτερικῆς μας πολιτικῆς. Πρόκειται γιά τήν εὐπιστία μας καί τή στήριξη τῶν ἐθνικῶν μας στόχων καί ἐλπίδων στούς κατά φαντασίαν, συνήθως, «Φιλέλληνες», μέ ἐπίκεντρο τίς ξένες Κυβερνήσεις. Μειονέκτημα αὐτό τῆς πολιτικῆς μας ἡγεσίας, πού ἀναζητεῖ φιλέλληνες, διότι δέν μποροῦμε νά σταθοῦμε χωρίς αὐτούς! Ἄς μή λησμονοῦμε τήν μακρά πίστη τοῦ Γένους μας στή μεγάλη Χριστιανική Δύναμη, τό «ξανθόν γένος», ποικιλοτρόπως νοούμενο, πού θά ἀπελευθέρωνε τούς «ραγιάδες»19. Αὐτό ὅμως γέννησε τή νεώτερη ξενομανία μας20. Ἔτσι ὅμως, ἀφ’ ἑνός μέν εὐνοοῦμε τίς πολιτικές ἐπιδιώξεις τῶν ξένων, ἀφ’ ἑτέρου δέ καθιστάμεθα ἄμεσα ἡ ἔμμεσα ὄργανά τους.

Εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ ἀκαταλληλότερος χῶρος γιά τήν ἀντικειμενική ἐκτίμηση καί ἀναγνώριση φιλελληνισμοῦ καί φιλελλήνων εἶναι ἡ κρατική διπλωματία. Ὅταν λείπει ὁ ρεαλισμός, κραταιώνεται ἡ ξενομανία καί ἡ ἐπιδίωξη τῆς ξένης «προστασίας». Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀπόδοση τοῦ τίτλου «φιλέλλην» σέ ἰσχυρές συμμαχικές πολιτικές προσωπικότητες, συνήθως ἐξυπηρετοῦσε, καί ὄχι μόνο τό ’21, σκοπιμότητες κάθε εἴδους χωρίς ἀντίκρυσμα στήν πραγματικότητα. Τόν 19ο καί κυρίως τόν 20ον αἰ. θά γίνει καθαρά ἀντιληπτό πώς ἀπό τήν ξενομανία φθάνουμε κατ’ εὐθεί-αν στήν μεταβολή μας σέ «δορυφόρους» τῶν Μεγάλων21. Αὐτή τήν ἀναπόφευ-κτη ἐκτροπή στήν κατανόηση τοῦ φιλελληνισμοῦ ἐπισημαίνει καί ὁ δόκιμος καί στήν Ἱστορία, μακαριστός π. Ἰω. Ρωμανίδης: Κατά τήν προπαγάνδα τῶν Νεογραικῶν, λέγει, «ὅλος ὁ κόσμος, καί κυρίως ἡ Εὐρώπη καί ἡ Ἀμερική, εἶναι πλήρης ἀπό φιλέλληνες, οἱ ὁποῖοι θαυμάζουν τόσον πολύ τούς σημερινούς ἀρχαίους Ἕλληνας, ὥστε νά ζητοῦν οἱ ἴδιοι τήν εὐκαιρίαν νά βοηθήσουν τήν μικράν, ἀλλ’ ἔντιμον καί ἔνδοξον Ἑλλαδίτσαν νά προοδεύση καί νά γίνη πάλιν ἔνδοξος». Κατά τόν ἴδιον ὅμως «δέν ὑπάρχουν οἱ φιλέλληνες τῆς νεογραικικῆς μυθολογίας καί ὀ-νειροπολήσεως»22. Καί καταλήγει: «Δυστυχῶς ὁ μύθος τῶν ξένων φιλελλήνων εἶναι μία ψυχολογική ἀνάγκη τοῦ Γραικύλου, ὁ ὁποῖος φοβεῖται νά εἶναι κράτος χωρίς μανούλαν καί πατερούλην. Ὁ Γραικύλος θέλει ὄχι συμμάχους, ἀλλά γονεῖς… διά τήν προστασίαν τοῦ νηπίου Ἕλληνος»23. Δέν εἶναι ἄλλωστε οὔτε ἄ-γνωστη, ἀλλ’ οὔτε καί ἀδύνατη, ἡ μετάπτωση ἀπό τήν συμμαχία στή δουλεία.

Σέ κάθε ἐποχή ἡ ἀνάθεση τῶν προβλημάτων τοῦ Ἔθνους στούς οἰουσδήποτε Ξένους εἶναι δεῖγμα παρακμῆς. «Ξενοφοβία» καί «ξενομανία» συνιστοῦν τήν ἰδεολογική πόλωση τοῦ ἑλληνικοῦ 19ου αἰώνα. Κάτι ἀνάλογο διαπιστώνεται στίς ἡμέρες μας μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ προσώπου τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, στήν ὁποία οἱ πολιτικοί Ἡγέτες μᾶς ἔμαθαν νά στηρίζουμε «τήν πάσαν ἐλπίδα μας», μέ ἀποτέλεσμα τά σημερινά ἀποκαλυπτήρια της Ἑνωμένης Εὐρώπης καί τήν ἀπο-γοήτευση τοῦ Ἔθνους, μέ ἐξαίρεση τούς συνειδησιακά ταυτισμένους μαζί της, τή «δυτική παράταξη» τῶν εὐρωπαϊστῶν.

Ἡ ἀνακήρυξη τῶν φιλελλήνων

Ὁ χαρακτηρισμός τῶν Ξένων ὡς φιλελλήνων γίνεται σέ δύο ἐπίπεδα, τό ἐπίσημο πολιτικό-διπλωματικό καί τό εὐρύτερο λαϊκό. Ἡ κρατική ἡγεσία χαρακτηρίζει ξένα ἡγετικά πολιτικά πρόσωπα ὡς φιλέλληνες, ἀνώτερους ὑπαλλήλους ἑνός συμμάχου Κράτους ἤ προσωπικότητες τοῦ ἐπιστημονικοῦ ἤ τοῦ οἰκονομικοῦ χώρου, πού μέ τή στάση καί τίς ἐνέργειές τους ὠφέλησαν μέ ἰδιάζοντα τρόπο τό Ἔθνος. Ἡ πρόκριση αὐτή διαχέεται στό εὐρύ στρῶμα τοῦ λαοῦ μέ τά ὑπάρχοντα μέσα πληροφόρησης καί ἐπικοινωνίας. Τό βασικό κριτήριο στίς περιπτώσεις αὐτές εἶναι ἡ παροχή ὠφελείας στούς ἀγῶνες καί τίς ἀνάγκες τοῦ Ἔθνους. Σπάνια ὅμως στίς περιπτώσεις αὐτές ἐλέγχονται, ἤ μποροῦν νά ἐλεγχθοῦν, τά ἀληθινά κίνητρα τῶν τιμωμένων προσώπων. Ἡ κρατική ἐξουσία, συνήθως, στίς ἀποφάσεις της κινεῖται διπλωματικά, ὑπεισέρχονται δέ διάφοροι ἀθέατοι παράγοντες καί σκοπιμότητες παντός εἴδους, πού καλύπτονται μέ τό γνωστό ἐπιχείρημα: «διά τό συμφέ-ρον τοῦ Ἔθνους». Ἔτσι δέν εἶναι περίεργο νά «κατασκευάζονται» συχνά φιλέλληνες, ὡς ἀποτέλεσμα ἀποφάσεων αὐθαιρέτων καί σκοπίμων. Οἱ ὁποιοιδήποτε ὅ-μως Ξένοι ποτέ δέν παύουν νά ἐπιδιώκουν ὅ,τι εὐνοεῖ πρώτιστα αὐτούς τούς ἰδίους καί τήν πολιτική τῆς Χώρας τους. Σπανιώτατα θυσιάζει κάποιος τά δικά του ἀτομικά ἤ κρατικά συμφέροντα γιά τά συμφέροντα τῶν ἄλλων, καί μάλιστα τῶν μικρῶν, πού στηρίζονται στή βοήθειά του. Ἄρα ἀπό τήν συμμαχική συνεργασία ὡς τόν κατ’ οὐσίαν φιλελληνισμό ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση. Καί εἶναι γεγονός, ὅτι στά δύο πρῶτα χρόνια τοῦ ἀγώνα ὑπῆρξε γνησιότερος φιλελληνισμός, ὡς ἀν-θρωπισμός, πού ἀπό τό 1823 καί ὡς τό τέλος τοῦ Ἀγώνα δίνει τή θέση του σέ πράκτορες, κατασκόπους καί τυχοδιώκτες24.

Ἔτσι ὁδοί τῆς ἑλληνικῆς πρωτεύουσας ἔχουν ἀφιερωθεῖ σέ κατασκόπους ἤ Μισέλληνες25. Ἀπό τίς πιό αἰνιγματικές μορφές Φιλελλήνων εἶναι ὁ Λόρδος Βύρων (1788-1824). Οἱ γνῶμες γι’ αὐτόν διχάζονται. Στό λεξικό Μπαμπινιώτη καταξιώνε-ται: Ὁ λόρδος Μπάϋρον ὑπῆρξε ἀπό τούς γνωστότερους (φιλέλληνες), ἄλλοι, ὅπως ὁ Ἀπ. Βακαλόπουλος, τόν βλέπουν πολύ θετικά περιγράφοντας τό τέλος του μέ ἔντονο συναισθηματισμό26. Ο Γ. Ἰακωβάτος, ἀλλά καί ἄλλοι, δέν διστάζουν νά παρουσιάσουν τά σκοτεινά του σημεῖα, πού γνώριζαν οἱ σύγχρονοί του. «Ὁ Μπάϋρον ἀγάπαε τήν Ἑλλάδα –γράφει ὁ ἑπτανήσιος Ἰακωβάτος- ἐπειδή ἡ σκλαβιά της τόν ἔκαμε ποιητή/στιχουργό (sic). Μποροῦμε νά καταδεχθοῦμε ὑμνητή μας τόν ὑμνητή τῆς Βενετιᾶς;»27.

Ἄς μή λησμονοῦμε, ὅτι ἡ ἑλληνική θέση γιά τόν ρόλο τοῦ Μπάϋρον εἶναι ἐκείνη, πού διετύπωσε ὁ Σπυρίδων Τρικούπης γιά ἐκεῖνον στόν ἐπικήδειό του (20.4.1824) καί ἔψαλαν ἀργότερα ὁ Δ. Σολωμός καί ὁ Α. Κάλβος29. Πρέπει ὅμως νά ὁμολογήσουμε, ὅτι τήν πληρέστερη ἀναφορά στόν Μπάϋρον (σελίδες 35-199)30 ἔχει ὁ Σιμόπουλος, μέ ἀξιοποίηση ὅλων τῶν γνωστῶν πηγῶν. Τό συμπέρασμά του: «Τόν ἔκλαψαν οἱ Ἕλληνες τόν Bayron. Ἦταν ἀρκετό πού πέθανε στόν τόπο τους. Δέν ὑποψιάζονταν, ἐκτός ἀπό ἐλαχίστους, μέσα στή φωτιά τοῦ πολέμου, τό ρόλο του στίς ἐσωτερικές πολιτικές καί στρατιωτικές διεργασίες καί τούς ἀνταγωνισμούς τῶν Δυνάμεων» (σ.192). Τοῦ ἐπιρρίπτεται δέ μεγάλο μέρος τῆς εὐθύνης τοῦ ἐμφυλίου, πού ἔγινε «μέ τίς εὐλογίες καί τή δραστήρια συμμετο-χή τοῦ Byron» (σ.193). Οἱ γνῶμες, συνεπῶς, γι’ αὐτόν ποικίλλουν. Καί εἶναι ἕνα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Δέν μποροῦμε ὅμως νά ἀρνηθοῦμε, ὅτι ὅλοι οἱ οὕτως ἤ ἄλλως χαρακτηριζόμενοι Φιλέλληνες προκάλεσαν τό διεθνές πολιτικό ἐνδιαφέρον γιά τόν Ἀγώνα καί ἔτσι στό σύνολό τους ὠφέλησαν, στήν ἀρχή τουλάχιστον, τήν ἑλληνική ὑπόθεση.

Ἡ ἰσχυρότερη ἐπιβεβαίωση τοῦ κανόνα

Οἱ Μισσιονάριοι τοῦ Προτεσταντισμοῦ συνιστοῦν παράδειγμα σαφέστατο ἀμφιλεγομένου Φιλελληνισμοῦ. Ἡ κίνηση αὐτή τῶν Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν ἐμφανίστηκε στόν ἱστορικό ἑλλαδικό χῶρο παράλληλα μέ τήν ἔναρξη τῆς ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως31, ἀναπτύσσοντας ἐκπαιδευτική καί ἰατρική δραστηριότητα, πού ἐξυπηρετοῦσε φυσικά τούς στόχους τους32. Λόγῳ τῶν ἐλλείψεων τοῦ Ἑλλαδικοῦ πολιτειακοῦ χώρου γίνονταν πανηγυρικά δεκτοί ἀπό τήν Πολιτεία καί τά κρατικά ὄργανα. Ἀρκεῖ νά λεχθεῖ ὅτι ὁ L. Kork33 καί ὁ Isaak Lowndes34, ἀντίστοιχα, στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα καί τήν Κέρκυρα, ἀνέλαβαν ὑπεύθυνες θέσεις στήν ἐκπαίδευση35. Μόνο ὁ Ἰω. Καποδίστριας, λόγῳ τῶν οὐσιαστικῶν σχέσεών του μέ τήν Ὀρθοδοξία, τήρησε ἐφεκτική στάση ἀπέναντί τους, πού δέν παρέλειπαν νά σχολιά-ζουν ἐπικριτικά οἱ κορυφαῖοι τοῦ Μισσιοναρισμοῦ36. Τή στάση τῆς Πολιτείας ἀπέναντί τους συμμεριζόταν καί μία ὄχι μικρή μερίδα τοῦ Λαοῦ. Δέν ἦταν λίγες δέ οἱ φορές, πού ὀνομάζονται ἀκόμη καί σήμερα «φιλέλληνες»37 γιά τήν προσφορά τους στό ἑλληνικό Ἔθνος. Ἐν τούτοις οἱ Μισσιονάριοι, ὡς βρετανοί ἤ ἀμερικανοί πολίτες, παρέμεναν πάντα «ὑπέρμαχοι τοῦ ἀγγλοσαξωνικοῦ πολιτικοῦ καί πολιτιστικοῦ μοντέλου τῆς χώρας τους», παρουσίαζαν δέ στήν ἑλληνική κοινωνία τήν περισσότερο ἀρνητική ὄψη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Προτεσταντισμοῦ»38.

Ὁ Λαός ἐν τούτοις καί ὁ Κλῆρος, πού διαθέτουν ἀλάνθαστο συλλογικό κριτήριο, ὅσο περισσότερο ἦσαν συνδεδεμένοι μέ τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, δέν ἄργησαν νά ἀντιληφθοῦν τά σχέδιά τους. Γι’ αὐτό τούς διέστελλε39 ἀπό τούς ἀληθινούς φιλέλληνες, πού ἀνταποκρίνονταν στίς πραγματικές ἀνάγκες τους χωρίς στό ἐλάχιστο ἀντάλλαγμα κάθε εἴδους καί χωρίς νά θεωροῦν ἀναγκαῖο νά τελοῦν σέ συμφωνία μέ τήν πολιτική τῆς χώρας τους γιά τήν μικρή καί ἀδύναμη Ἑλλάδα.

Ἀγγλοαμερικανούς τούς ἀποκαλοῦσε ὁ Λαός, ἐπιβεβαιώνοντας μέ ρεαλισμό καί ἀποτιμώντας τή δράση καί τούς στόχους τους. Καί αὐτό, διότι γρήγορα ἔγινε ἀντιληπτό, ὅτι δέν προσέφεραν κατ’ οὐσίαν βοήθεια στούς ἐμπερίστατους Ἕλληνες, ἀλλά ἐπεδίωκαν τόν ἐκπροτεσταντισμό καί ἐκδυτικισμό τῆς Ἑλλάδος40 μέ τήν ἐπέκταση σ’ αὐτήν τῆς θρησκευτικῆς πίστης τους καί τοῦ πνεύματος τῶν κοινωνιῶν τους. Ὁ στόχος τους δηλώνεται ἀπερίφραστα στήν ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία τους. Ὁ ἀμερικανός μισσιονάριος E. Robertson σέ μία σπουδαία Report του ἐκθετει τούς λόγους, διά τούς ὁποίους οἱ μισσιονάριοι πρέπει νά θέσουν ὑπό τήν καθοδήγησή τους ὅσο τό δυνατόν περισσότερα σχολεῖα στήν Ἑλλάδα γιά τήν αὔξη-ση τῆς ἐπιρροῆς τους στή νέα γενεά. Στή συνείδηση τῶν μαθητῶν τους θά μείνουν ἔτσι, πάντα ὡς φίλοι καί εὐεργέτες τῶν Ἑλλήνων καί θά μένουν πρόθυμοι (οἱ μαθηταί) νά δέχονται τήν καθοδήγησή τους καί στήν ὑπόλοιπη ζωή τους! Ἄν αὐτό δέν εἶναι «ἐσωτερική ἅλωση», τί ἄλλο μπορεῖ νά εἶναι;41

Παραγνωρίζοντας τόν ἱστορικά ἐπιβεβαιωμένο δυναμισμό τῆς λαϊκῆς Ὀρθοδοξίας, ἔκαναν ἐκεῖνο πού αὐτοί θεωροῦσαν ὠφέλιμο γιά τόν ἑλληνικό Λαό, σύμφωνα μέ τό πρόγραμμά τους, ἐπιδιώκοντας νά τόν προσαρμόσουν στά δικά τους μέτρα. Δέν προσέφεραν, συνεπῶς, τήν ζητουμένη βοήθεια, ἀλλά τίς δικές τους προ-κατασκευασμένες λύσεις. Γι’ αὐτό καί ὁ Λαός, μέ τήν πρακτική ψυχολογική του δύναμη, τούς ἀντιμετώπιζε ὡς ὅλο, βλέποντάς τους ὡς κάτι παρέμβλητο καί ξένο, χαράσσοντας μία στάση ἀπέναντί τους, πού ἰσχύει γιά τούς Ὀρθοδόξους ὡς σήμερα. Γι’ αὐτό στά χείλη τοῦ Λαοῦ οἱ χαρακτηρισμοί «ἀμερικανοί» καί «ἀγγλοαμερικανοί», πέρα τοῦ ἐθνογραφικοῦ περιεχομένου τους προσέλαβαν καί ὁμολογιακό χαρακτήρα. Ὁ Λαός καί ὁ Κλῆρος, ἰδίως ἀπό τό 1830 κ.ἑ., ἔβλεπαν τούς μισσιοναρίους ὡς ἐκπροσώπους τοῦ ἰδίου κόσμου καί ὡς φορεῖς τοῦ ἰδίου πνεύματος, ἁπλῶς ὡς ξένο σώμα42. Γι’ αὐτό καί οἱ Μισσιονάριοι, ὡς ὅλο, ἔμειναν στή συνεί-δηση τοῦ Λαοῦ, ὡς σφήνα στόν κορμό του43.

Εἶναι δέ πλέον γνωστό στήν ἔρευνα, ὅτι οἱ θρησκευτικές ἐπιδιώξεις τῶν μισσιοναρίων στήν Ἑλλάδα ἔβαιναν παράλληλα μέ τίς ἐπιδιώξεις τῆς δυτικῆς πολιτικῆς στόν μεσογειακό χώρο44. Μέχρις ἑνός σημείου μποροῦσαν νά διακηρύσσουν, ὅτι δέν προπαγάνδιζαν μία συγκεκριμένη ὁμολογία. Ἄλλωστε στήν καλβινίζουσα πα-ράταξη τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἀνῆκαν σχεδόν ὅλοι οἱ Μισσιονάριοι. Δέν θά μποροῦσαν ὅμως νά πείσουν, ὅτι δέν ἐνεργοῦσαν καί ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ ἔθνους τους, ὑποστηρίζοντας τήν πολιτική του, ἔστω καί ἄν προφασίζονταν ὅτι ἀδιαφο-ροῦσαν γιά τά πολιτικά. Δέν ἔπαυαν νά εἶναι οἱ Προτεστάντες Μισσιονάριοι Ἄγ-γλοι ἤ Ἀμερικανοί.

Εἶναι ἐκπληκτική ἡ διαπίστωση τοῦ εἰδικοῦ στό χῶρο τῆς Ἱεραποστολῆς P. Kawerau γιά τούς ἀμερικανούς μισσιοναρίους: «Ἀληθινή θρησκεία τῆς Βίβλου καί ἀμερικανικός πολιτισμός ἦταν κατά βάση τό αὐτό … Ἐξάπλωση τῆς Βίβλου, λοιπόν, σήμαινε συγχρόνως ἐξάπλωση ἀμερικανικῶν τάσεων καί τρόπου ζωῆς, τῶν ὁποίων συνισταμένη ἦταν ἡ ἐλευθερία … Ἐκεῖνος, πού δεχόταν τήν ὑπεροχή τῆς Ἀμερικῆς, θάπρεπε νά καταλήξει στό συμπέρασμα, ὅτι οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες ἦσαν τό δημιουργημένο ἀπό τόν Θεό ὄργανο, μέ τό ὁποῖο Ἐκεῖνος μποροῦσε νά ἐπιτύχει τούς σκοπούς Του. Φορέας δέ αὐτῶν τῶν σκοπῶν ἦταν ἡ Ἱεραποστολή»45. Ὁ δυτικός μεσσιανισμός σ’ ὅλη τήν μεγαλοπρέπειά του!

Εἶναι πολύ σωστή, λοιπόν, στό σημεῖο αὐτό ἡ γνώμη τοῦ καθηγητοῦ Χρ. Γιανναρᾶ: «Δέν φαίνεται νά διερωτηθήκαμε ποτέ, γιατί οἱ λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις δέν ἀρκοῦνται στήν οἰκονομική καί πολεμική τους ἰσχύ, ἀλλά προσπαθοῦν καί ἐξοδεύουν γιά τόν χρησιμοθηρικό διεθνισμό τῆς γλώσσας τους καί τή διάδοση τῆς παιδείας τους σέ ὅλες τίς χῶρες καί τήν ἐνίσχυση τῶν ἱεραποστολῶν τους»46. Προετοιμάζοντας τήν σημερινή πορεία πρός τήν νεοεποχίτικη πανθρησκεία, οἱ κυρίαρχες παγκόσμιες δυνάμεις εἶχαν κατανοήσει, ὅτι ὁ «ἐκδυτικισμός» τοῦ κόσμου καί ἐν προκειμένῳ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, προσφέρει σταθερά τήν δυνατότητα γιά τήν πολιτική παγκοσμιοποίηση47. Μία ἰδιαίτερη, ἀλλά σημαντική πε-ρίπτωση, ἰδιοτελοῦς μισσιοναριστικοῦ «φιλελληνισμοῦ» ὑπῆρξε τόν 19ο αἰώνα ὁ ἀμερικανός μισσιονάριος Jonas King48. Ἡ σύγκρουσή του μέ τήν Ἑλληνική Δικαιοσύνη μετά τήν κατάδειξη τῆς προσηλυτιστικῆς του δράσης, ἀπέδειξε περίτρανα τήν συμπόρευση καί συνεργασία μισσιοναρισμού καί ἀμερικανικῆς δικαιοσύνης καί πολιτικής49, μέ τήν ἐπέμβαση τῆς τελευταίας ὑπέρ τοῦ Μισσιοναρίου καί τήν ἥττα τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.

Γιά τήν ὑπέρβαση τῆς μυθοπλασίας

Γιά τήν ὑπέρβαση τῆς μυθοπλασίας εἶναι ἀνάγκη τό Ἔθνος μας νά μήν ἐθίζεται στήν ἀποδοχή τῶν οἱωνδήποτε μύθων καί στό χῶρο τοῦ «Φιλελληνισμοῦ». Πόσο μᾶλλον πού, ὡς ἐλέχθη, ἐθιζόμεθα ἔτσι στήν ἐναπόθεση τῶν ἐθνικῶν μας ἐλπίδων στούς οἱουσδήποτε ξένους. Ἡ συνειδητοποίηση τοῦ ἐγγενοῦς αὐτοῦ πάθους μας ἀπαιτεῖ ὅμως ὡριμότητα. Ἀπό ἕνα παρόμοιο, μάλιστα, μύθο γιά τό «ξανθό γένος», πού ἔτρεφε γιά μακρό χρόνο τό Ἔθνος, μᾶς ἀποσυνέδεσε ἀπό τό 1774, μετά τήν συνθήκη τοῦ Κιουτσούκ-Καϊναρτζῆ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός50. Βλέ-ποντας τήν πορεία τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς, κατενόησε ὅτι τό Ἔθνος γιά τήν ἀνε-ξαρτησία του ἔπρεπε νά στηριχθεῖ στίς δικές του δυνάμεις, ρίχνοντας τό βάρος στήν ἑλληνορθόδοξη παιδεία. Αὐτό ἀκριβῶς θά ἐνστερνισθεῖ ἀργότερα καί ὁ στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης51. «Ἄς, μή φθάσουμε, λοιπόν, στήν ἀκραία παραδοχή, ὅτι «οἱ φιλέλληνες ἐζημίωσαν τήν Ἑλλάδα»52, ἤ ὅτι οὔτε φίλους, οὔτε ἀδελφούς εἶχε ποτέ ἡ Ἑλλάδα. Μόνο ἐχθρούς καί καταφρονητές»53. Ἐν τούτοις, ἀπέναντι σέ μία τέτοια γενίκευση κορυφώνεται ὁ σπαραγμός τοῦ Μακρυγιάννη: «Ὅτι μᾶς ἔφαγαν οἱ ξένοι ὡς γλάροι»!54. Εἶναι ὅμως ἀναγκαία καί μία ἄλλη ἐξ ἴσου σημαντική ὑπέρβαση.

Πηγή τῆς περί φιλελλήνων μυθολογίας εἶναι ἡ ματαιοδοξία μας, ὅτι ὁ ἑλληνικός πολιτισμός καί ὁ δυτικός πολιτισμός ταυτίζονται55, μία πεποίθηση πού ριζώνει στόν Ἀδαμάντιο Κοραή. Κατά τήν εὔστοχη ὅμως παρατήρηση τοῦ π. Ἰω. Ρωμανίδη56, ἀναζητώντας καί «πλάθοντας» φιλέλληνες ὁ σύγχρονος «γραικύλος», ἀντί νά ἀποκτήση ὄργανον, γίνεται «ὄργανον» αὐτός. «Οἱ ξένοι, κατά τόν ἴδιο, καλό γνώστη τῆς δυτικῆς κοινωνίας, ἐκλαμβάνουν (τό ἑλληνικό φιλότιμο) ὀρθῶς ὡς δουλοπρέπειαν ἀδυνάτου καί ὡς μορφήν φαινομενικῆς μεγαλοψυχίας». Τό ἀποτέλεσμα; «Τό δουλοπρεπές φιλότιμον τοῦ Γραικύλου, ἐν συνδυασμῷ μέ ἐπίδειξιν συμμαχικῆς ἀφοσιώσεως, ἐμποιεῖ μᾶλλον ἀνησυχίαν παρά ἐμπιστοσύνην»57. Αὐτοῦ ὁδηγεῖ συνήθως ἡ στερουμένη τήν ἑλληνορθόδοξη «λεβεντιά» ἑλληνική πολιτική καί διπλωματία.

Ὁ Ρωμηός γνωρίζει, ὅτι «συμμαχία εἶναι συνεργασία πολιτική, οἰκονομική καί στρατιωτική, μέσῳ τῆς ὁποίας κάθε κράτος προστατεύει τά ἰδικά του συμφέροντα καί τά συμφέροντα τῶν συμμάχων, ἐφ’ ὅσον τά συμφέροντα αὐτά ταυτίζονται μέ τά ἰδικά του συμφέροντα»58.

Ἕνα ἀκροτελεύτιο ἐρώτημα: Δέν ὑπάρχουν, λοιπόν, ἀληθινοί φιλέλληνες; Ὑπάρχουν ὁπωσδήποτε, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά ἀναγνωρίζονται μέ ἀντικειμενικότητα, κάτι πού προϋποθέτει γνήσια καί αὐθεντικά κριτήρια. Ὁ ὅρος «φιλέλλην» στήν τρέχουσα χρήση ἔχει σχετική σημασία. Φιλέλληνας ἡ φιλοάγγλος ἡ φιλοαμερικανός, εἶναι σέ τελευταία ἀνάλυση ἐκεῖνος, πού ἀποδέχεται ἕνα Λαό πολιτισμικά ὁλόκληρο καί ἀνταποκρίνεται στίς ἀνάγκες του καί στά αἰτήματά του χωρίς νά ἐπιβάλει τίς δικές του λύσεις. Φιλέλληνες εἶναι ἔτσι, οἱ Ξένοι, πού ἀψηφώντας τήν πολιτική καί τά συμφέροντα τῆς Χώρας τους, ἀγκάλιασαν τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση, προσφέροντας σ’ αὐτήν τά πάντα, ὅσα διέθεταν, ἀκόμη καί τή ζωή τους. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀπέδειξαν, ὅτι ταυτίσθηκαν μέ τήν Ἑλλάδα καί τό Λαό της, ὑπερβαίνοντας τήν ἰδιότητά τους ὡς ξένων. Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, πού τελικά ἔγιναν τόσο φίλοι της Ἑλλάδος, σ’ ὅλους τούς τομεῖς τῆς δράσης τους, ὥστε νά προστρέξουν στήν ἑλληνική περιπέτεια ὡς Φιλέλληνες, γιά νά ἀνυψωθοῦν τελικά σέ Ἕλληνες.

Σημειώσεις:

  1. Γ. Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998, σ. 1905. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην αρχαία χρήση του ο όρος «φιλέλλην» συσχετίζεται και με εκ γενετής Έλληνες, με την έννοια του φιλοπάτριδος. (Πλατ. Πολ. 470ε και Ξενοφ. Αγησ.7,4: «καλόν Έλληνα όντα φιλέλληνα είναι»), Henry Lidel- Robert Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Έκδοση «Ι. Σιδέρης, τ. 4, σ. 539. 2. Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξενοκρατία-Μισελληνισμός και ιδιοτέλεια…, Αθήνα 1990, σ. 462 επ. Θετική προσέγγιση στου: Αποστ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού…, τ. Ε , Θεσσαλονίκη 1980, σ. 568-578 («Ο φιλελληνισμός μέσα στο πλαίσιο των μεγάλων ευρωπαϊκών ιδεολογικών ρευμάτων»), και σ. 579-609. («Η φιλελληνική κίνηση κατά χώρες). 3. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί των αιτίων του Φιλελληνισμού, Αθηνά , τ. 59 (1955), σ. 4-13. 4. Το «φιλελληνικό κίνημα» ήταν ένα παρακλάδι του ριζοσπαστισμού, η ριζοσπαστική του πλευρά, που απέρριπτε την αστική εκβιομηχάνιση, τον ρασιοναλισμό και τη Γαλλική Επανάσταση και περιλάμβανε στους κόλπους του φιλελεύθερους διανοουμένους, πολιτικούς και κοινωνικούς επαναστάτες, χριστιανούς ανθρωπιστές, σκεπτικιστές και άθεους» (Κυρ. Σιμόπουλος, οπ. π., σ. 466). 5. Σημαντική για την προοδευτική ανάπτυξη του φιλελληνικού ρεύματος είναι η διδακτορική διατριβή του αειμνήσου π. Αντωνίου Γ. Αλεβιζοπούλου, Η φιλελληνική κίνησις και αι πρώται εν Γερμανία Ελληνικαί Κοινότητες, Αθήναι 1979, με πλούσια βιβλιογραφία (σ. 237-255). Πρβλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, οπ. π., σ. 465. 6. Κυριάκου Σιμόπουλου, στο ίδιο. 7. Αυτό εδήλωσε λ.χ. ο άγγλος μισσιονάριος Isaac Lowndes το 1820 κατά την διέλευσή του από την Κόρινθο. 8. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και Ρωμηοσύνη (Έλεγχος θέσεων της Δυτικής Ιστοριογραφίας) στο: Του ιδίου, Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα 1992, σ. 74-86. 9. ΑΤΙ, Χ149α, φ. 30α. (Για το Αρχείο των Αδελφών Ιακωβάτων βλ. Κ.Γ. Μπόνη, Αρχείου Σύμμικτα. Τακτοποίησις και μελέτη του Αρχείου των Οίκων (sic) Τυπάλδων -Ιακωβάτων εν Ληξουρίω της Νήσου Κεφαλληνίας. Ανατ. από τον Β Τόμο της Επετηρίδος Επιστημονικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1970, σ. 553-626. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Αρχείο των Αδελφών Τυπάλδων-Ιακωβάτων και η σημασία του, στο: π. Γ.Δ. Μεταλληνού-Βαρβ. Καλογεροπούλου–Μεταλληνού, Αρχείον της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης …, τ. Α , Αθήνα 2003, σ. 21 επ. 10. Το 1792. Βλ. Kallistos Ware, The fifth Earl of Guilford (1766-1827) and his secret Convertion to the Orthodox Church, στον τόμο: D. Baker (ed.) The orthodox Churches and the West (=Studies in Church History, vol. 13) Oxford 1976, σ. 256 f. 11. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ο κόμης Φρειδερίκος-Δημήτριος Γκίλφορδ και η ιδεολογική θεμελίωση των θεολογικών σπουδών της Ιονίου Ακαδημίας, Επιστ. Επετ. Θεολ. Σχολής του Πανεπ. Αθηνών, τ. 27 (1986), σ.25-54. 12. Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας (εκδ. Σπ.Ι. Ασδραχάς, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη ΣΠ. 37, Αθήνα 1982), σ. 9. Πρβλ. Πολιτική και Θεολογία, οπ. π., σ. 211. 13. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη2002, σ. 80/1. 14. Κυρ. Σιμόπουλος, οπ. π., σ. 468. 15. Στο ίδιο, σ. 470. 16. Στο ίδιο, σ. 483. 17. Μαρία Μαντουβάλου, Ρωμαίος-Ρωμιός και Ρωμιοσύνη, στο περιοδ. Μαντατοφόρος, τευχ. 22(1983),σ. 53. 18. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της συγχρόνου Ελλάδος, τ. 1 (1920-1922), Πάπυρος, Σειρά Β , Αθήνα 1973, σ. 16. 19. Βλ. Αλεξ. Στ. Καριώτογλου, Η περί του Ισλάμ και της πτώσεως αυτού ελληνική χρησμολογική γραμματεία…, Αθήναι 1982, σ.162 επ. Πρβλ, π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Χρησμολογικές απηχήσεις στα Οράματα και Θάματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη, στον τόμο του Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθοδοξία και Ελληνικότητα, Αθήνα 1987, σ. 87-163.  20. Σπ. Μαρκεζίνη, οπ.π., σ. 15,17. 21. Στο ίδιο, σ.15. 22. Οπ. π., σ.216. 23. Στο ίδιο, σ.217. 24. Κυριάκου Σιμόπουλου, οπ.π., σ. 483. 25. Στο ίδιο, σ.485 επ., 501, 505 κ. 26. Για το τέλος του Μπάϋρον βλ. Απ, Βακαλοπούλου, Ιστορία …, τ. ΣΤ , Θεσσαλονίκη 1982, σ. 629 επ.  27. ΑΤΙ, Χφο 149α, σ. 30α. Αναφέρεται στο ποίημα του Byron, The Glaour, A fragment of a Turkish Tale, London 1813, σ.14. Τον κατηγορεί για φιλοτουρκισμό. (Πολιτική και Θεολογία, οπ.π., σ. .209/ 210.  28. Στον «Ύμνο» του. 29. Λυρικά, Ωδή 1η.  30. Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα το ’21, τομ. Γ , Αθήνα 1981: Ωφέλησε η έβλαψε την Επανάσταση ο Βύρων; 31. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν τον ιθ  αἰ., Αθήνα 2004. Αντώνιος Λ. Σμυρναίος, Στα ίχνη της ουτοπίας. Το «Φιλελληνικόν Παιδαγωγείον» Σύρου και η Προτεσταντική Ομογενοποίηση της Οικουμένης κατά τον 19ον αιώνα, Αθήνα 2006. Πόλλη Θανηλάκη, Αμερική και Προτεσταντισμός. Η «Ευαγγελική Αυτοκρατορία και οι οραματισμοί των Αμερικανών Μισσιοναρίων για την Ελλάδα τον 19ον αιώνα, Αθήνα 2005. Κυρίως για την παρουσία των Προτεσταντών Μισσιοναρίων στα Ιόνια Νησιά, βλ. Δημ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανική Διπλωματία και Ορθόδοξη Εκκλησία στο Ιόνιο Κράτος, Κέρκυρα 2013, σ. 55 επ. Στα έργα αυτά βρίσκεται εκτενής βιβλιογραφία. 32. Βλ. στου π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 94 επ. 33. Στο ίδιο, σ. 76. 34. Στο ίδιο, σ. 78. 35. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …,σ. 400 επ. 36. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Η κατ’ Ανατολήν Δύσις». Ο «μετακενωτικός ρόλος των Δυτικών Μισσιοναρίων στο Ελληνικό Κράτος», στο: Του Ιδίου: «Παράδοση και Αλλοτρίωση», Αθήνα 1986 (με επανεκδόσεις), σ. 279 επ. 37. Βλ. π. Γεωργίου Δ. Δράγα, Ιωνάς Κιγκ (1792-1869), Αμερικανός Ιεραπόστολος, Φιλέλλην, εκπαιδευτικός, Θεολόγος, Αθήναι 1972, Πρβλ. άρθρο στην Θ.Η.Ε. τ. 7(1965) στ. 581 (Ν.Θ. Μπουγάτσος). 38. Δ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανική Διπλωματία…, οπ. π., σ. 56. 39. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …, σ. 362 επ., 367 επ. 40. Την «εκφράγκευσή της βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …, σ.104. 41. P. E. Shaw, American contacts with the Eastern Churches (1820-1870), Chicago 1937, σ. 171-178. 42. Αυτό ίσχυε, φυσικά, και για το ρωμαιοκαθολικό στοιχείο, που είχε όμως πολύ παλαιότερη παρουσία στην Ελλάδα. 43. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 106 επ.44. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 107 επ. «Η κατά Ανατολήν Δύσις», σ. 271 επ. 45. P. Kaverau, Amerika und die orientalischen Kirchen, Berlin 1958, σ. 203. 46. Χρ. Γιανναρά, Η Νεοελληνική ταυτότητα, Αθήνα 1978, σ.82. 47. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθόδοξη Οικουμενικότητα και Παγκοσμιοποίηση, στο: Του Ιδίου, Στα μονοπάτια της Ρωμηοσύνης, Αθήνα 2008, σ. 407-418. 48. Βλ. παραπάνω, σημ. 37. 49. Βλ. εκτενή αναφορά στην περίπτωση αυτή στου π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ξένη παρέμβαση στην Ελληνική Δικαιοσύνη τον 19ον αιώνα, στο «Αντιχάρισμα» στον Καθηγητή Ιω. Κ. Παπαζαχαρίου, Αθήνα 1994, σ. 469-496. 50. Βλ. Απ. Ε. Βακαλοπούλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ , Θεσσαλονίκη 1973, σ. 431. 51. Πρόκειται για ουσιαστική καμπή στην πορεία προς την εξέγερση. Αλλά και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα «Οράματα και θάματα» «ξανθό γένος δέχεται ότι δεν είναι η Ρωσία, αλλά ο ίδιος ο Ελληνισμός. Βασ. Σφυρόερα, Σημειώσεις από την ανάγνωση των Οραμάτων του Μακρυγιάννη, στο περιοδικό «Διαβάζω», αρ. 101/5.9.84, σ.77. 52. Κυριάκος Σιμόπουλος, σ. 480. 53. Στο ίδιο, σ.481. 54. Απομνημονεύματα, εκδ. Βαγιανάκη, τομ. Β , σ. 162. 55. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη, οπ. π., σ. 80. 56. Στο ίδιο, σ. 218. 57. Στο ίδιο, σ. 217. 58. Στο ίδιο, σ. 219.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα