«Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»

Ἀ­μα­λί­ας Κ. Ἠ­λιά­δη

 φι­λο­λό­γου-ἱ­στο­ρι­κοῦ

 Δ/ντριας 3ου Γυ­μνα­σί­ου Τρι­κά­λων

 

Ἀρ­χι­κά, πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ση­μαί­νει μόρ­φω­ση, δη­λα­δὴ συγ­χρο­νι­σμέ­νη καλ­λι­έρ­γεια γνω­στι­κοῦ, βου­λη­τι­κοῦ καὶ συ­ναι­σθη­μα­τι­κοῦ στοι­χεί­ου. Γιὰ νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ἕ­νας ἄν­θρω­πος πνευ­μα­τι­κὰ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος δὲν ἀρ­κεῖ μό­νο ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­νά­πτυ­ξη ἢ οἱ ξε­ρὲς γνώ­σεις ἀλ­λὰ πρέ­πει αὐ­τὲς οἱ γνώ­σεις ποὺ κα­τέ­χει νὰ εἶ­ναι με­του­σι­ω­μέ­νες σὲ ἀ­ξί­ες ποὺ θὰ τὸν κα­τευ­θύ­νουν στὴν ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια καὶ στὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του.

Στὴ ζω­ὴ μας ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με κα­θη­με­ρι­νὰ δυ­σκο­λί­ες: οἰ­κο­νο­μι­κές, ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κές, οἰ­κο­γε­νεια­κές, δυ­σκο­λί­ες προ­σαρ­μο­γῆς στὴν κοι­νω­νί­α καὶ στὶς ἀ­παι­τή­σεις της. Πάν­τως εἶ­ναι κοι­νὴ συ­νεί­δη­ση ὅ­τι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες δυ­σκο­λί­ες ὀ­φεί­λον­ται σὲ ἄ­γνοι­α καὶ ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­π᾿ τὴν ἀ­μά­θεια, τὸν φό­βο, τὴ δει­λί­α ἢ τὴν ἔλ­λει­ψη χει­ρα­φέ­τη­σης ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ­ρι­σμέ­να ἄ­το­μα.

Ὅ­μως ὁ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος ἄν­θρω­πος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει εὐ­κο­λό­τε­ρα τὶς δυ­σκο­λί­ες. Για­τί δι­α­θέ­τει ὥ­ρι­μη σκέ­ψη καὶ κρί­ση. Ἔ­χει τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ συγ­κρί­νει, νὰ ζυ­γί­ζει, νὰ ἐ­λέγ­χει καὶ νὰ ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ τὸ κα­θε­τί. Δι­α­κρί­νει εὐ­χε­ρέ­στε­ρα τὸ κα­λὸ ἀ­π᾿ τὸ κα­κό, τὸ ὠ­φέ­λι­μο ἀ­πὸ τὸ ἐ­πι­βλα­βές, τὸ δί­και­ο ἀ­πὸ τὸ ἄ­δι­κο, τὸ ὀρ­θὸ ἀ­πὸ τὸ ἐ­σφαλ­μέ­νο. Ἀν­τι­με­τω­πί­ζει μὲ σύ­νε­ση καὶ ρε­α­λι­σμὸ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για­τί μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πεῖρα καὶ τὴ βα­θιὰ με­λέ­τη ἔ­χει ἀ­φο­μοι­ώ­σει καὶ ἔ­χει κά­νει κτῆ­μα του ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­λή­θει­ες γε­νι­κοῦ κύ­ρους. Μι­λά­ει κα­λύ­τε­ρα, δι­α­λέ­γε­ται γό­νι­μα καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὰ καὶ κα­τα­φέρ­νει νὰ πεί­θει τοὺς ἄλ­λους. Ἐ­πί­σης δὲν εἶ­ναι δέ­σμιος τῶν προ­λή­ψε­ων, τῶν δει­σι­δαι­μο­νι­ῶν καὶ τοῦ φό­βου ποὺ γεν­νᾶ ἡ ἄ­γνοι­α για­τί τὴν ἔ­χει νι­κή­σει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά.

Ἐ­πί­σης ἔ­χει δυ­να­τό­τη­τα ἐ­πα­φῆς καὶ ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μὲ τοὺς ἄλ­λους, μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον του ἄ­με­σο καὶ ἔμ­με­σο δη­λα­δὴ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του καὶ τὴν κοι­νω­νί­α ἀν­τί­στοι­χα για­τί εἶ­ναι προ­ση­νὴς καὶ ἀ­γα­πη­τός. Ἐ­πι­πλέ­ον ὁ ἴ­διος κα­τα­ξι­ώ­νε­ται σὰν ἄ­το­μο για­τί δὲ φέ­ρε­ται οὔ­τε ἄ­γε­ται ἀλ­λὰ ἀ­φοῦ εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τος, αὐ­τὸς ὁ­δη­γεῖ τὴν πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς του. Χά­ρη στὴν ἐ­ρευ­νη­τι­κό­τη­τα καὶ στὸ κρι­τι­κὸ πνεῦ­μα ποὺ τὸν δι­α­κρί­νει πλη­σιά­ζει τὴν ἀ­λή­θεια καὶ τεί­νει νὰ προ­σεγ­γί­σει τὸ φῶς. Ἔ­χει ἑ­τοι­μό­τη­τα, ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, θέ­λη­ση κι ἔ­τσι εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ ξε­πε­ρά­σει κά­θε δυ­σκο­λί­α ποὺ τοῦ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στὴ ζω­ὴ για­τί αὐ­τὰ τὰ τρί­α τὸν ὠ­θοῦν πρὸς τὴ δρά­ση γιὰ τὴν κα­τά­κτη­σή της. Τε­λι­κὰ δι­α­μορ­φώ­νει ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα χω­ρὶς ταμ­πού, δογ­μα­τι­σμούς, ἐμ­πά­θεια καὶ ἀ­κρό­τη­τες. Δὲ στή­νει ἐμ­πρός του οὔ­τε «κου­βα­λᾶ» μὲς στὴν ψυ­χή του Κύ­κλω­πες, Λαι­στρυ­γό­νες κι ἔ­τσι δὲν αἰ­σθά­νε­ται μο­να­ξιά, πλή­ξη, ἀ­νί­α καὶ βα­σα­νι­στι­κὴ ἀ­γω­νί­α για­τί ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὸν θά­να­το θαρ­ρα­λέ­α, «σὰν ἕ­τοι­μος ἀ­πὸ και­ρό». Νοι­ώ­θει τὸν ἑ­αυ­τὸ του ἐ­λεύ­θε­ρο, αὐ­τό­νο­μο καὶ ὑ­πο­τάσ­σει τὰ πά­θη του χά­ρις στὴν πνευ­μα­τι­κή του καλ­λι­έρ­γεια. Ἐ­πί­σης ἔ­χει φτά­σει σὲ ὑ­ψη­λὸ ση­μεῖ­ο αὐ­το­γνω­σί­ας καὶ  αὐ­το­κρι­τι­κῆς καὶ γιὰ νὰ τὸ πε­τύ­χει αὐ­τὸ δι­α­λε­γό­ταν καὶ συ­νε­χί­ζει νὰ δι­α­λέ­γε­ται μὲ τὸν ἑ­αυ­τὸ του ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να. Κα­τ᾿ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο κα­τα­φέρ­νει ν᾿ ἀ­πο­βάλ­λει τὰ δι­ά­φο­ρα κόμ­πλεξ του καὶ νὰ ἀ­πο­κτή­σει κῦ­ρος. Ἔ­χει μά­θει νὰ ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τὸν πο­λύ­τι­μο χρό­νο του κι ἔ­τσι κερ­δί­ζει τὶς με­γά­λες εὐ­και­ρί­ες στὴ ζω­ή του.

Βέ­βαι­α, ἡ ὑ­περ­βο­λι­κὴ ἐ­κλέ­πτυν­ση δη­μι­ουρ­γεῖ μαλ­θα­κό­τη­τα καὶ ἀ­βου­λία­ ἐ­νῶ ἡ πραγ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ὄ­χι. Πάν­τως ἐν­δέ­χε­ται με­ρι­κοὶ νὰ εἶ­ναι πο­λὺ θε­ω­ρη­τι­κοὶ ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια καὶ λί­γο πρα­κτι­κοὶ ἢ δυ­να­μι­κοί, ἰ­δι­ό­τη­τες ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­π᾿ αὐ­τή. Ὅ­μως γε­νι­κὰ ὁ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος ἄν­θρω­πος προ­χω­ρεῖ στὴ ζω­ὴ μὲ θάρ­ρος, σι­γου­ριά, αὐ­το­πε­ποί­θη­ση, ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα καὶ ἑ­πο­μέ­νως ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, προ­ϋ­πο­θέ­σεις ποὺ τὸν ὁ­δη­γοῦν στὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ βα­σι­κοῦ σκο­ποῦ του.

Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ μι­λών­τας, πα­ρά­γον­τες τῆς πνευ­μα­τι­κῆς καλ­λι­έρ­γειας εἶ­ναι ἡ οἰ­κο­γέ­νεια κα­τὰ κύ­ριο λό­γο, μὰ καὶ τὸ σχο­λεῖ­ο καὶ ἡ κοι­νω­νί­α ἐ­πη­ρε­ά­ζουν πο­λὺ τὴ δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου χα­ρα­κτή­ρα. Σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ὅ­μως πρέ­πει νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με κά­τι πο­λὺ ση­μαν­τι­κό, ὅ­τι γνώ­ση καὶ μόρ­φω­ση δὲν εἶ­ναι τὸ ἴ­διο πρᾶγ­μα. Ἂν καὶ πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι νο­μί­ζουν ὅ­τι γνώ­ση καὶ μόρ­φω­ση εἶ­ναι ἔν­νοι­ες ταυ­τό­ση­μες, εἶ­ναι κοι­νὴ καὶ σω­στὴ ἡ πα­ρα­δο­χὴ ὅ­τι μί­α βα­σι­κὴ δι­α­φο­ρὰ ἀν­τι­δι­α­στέλ­λει τὴ μί­α ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη: Ἡ μόρ­φω­ση εἶ­ναι ἔν­νοι­α εὐ­ρύ­τε­ρη ἐ­νῶ ἡ γνώ­ση εἰ­δι­κή. Για­τί ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι ἕ­νας ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μορ­φω­μέ­νος ἐν­νο­οῦ­με τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ἠ­θι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια τοῦ ἀν­θρώ­που αὐ­τοῦ, ἐ­νῶ ἀν­τί­θε­τα γνώ­στη ὀ­νο­μά­ζου­με τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ γνω­ρί­ζει ἢ ποὺ κα­τέ­χει κά­τι τέ­λεια. Βέ­βαι­α αὐ­τὸ τὸ κά­τι, εἶ­ναι ἕ­να πρᾶγ­μα πο­λὺ με­ρι­κὸ καὶ ποὺ ἡ ἔ­κτα­σή του πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μέ­σα σὲ αὐ­στη­ρὰ καὶ ὁ­ρι­σμέ­να ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἢ καλ­λι­τε­χνι­κὰ πλαί­σια. Δη­λα­δὴ ὁ γνώ­στης εἴ­τε γνω­ρί­ζει πο­λὺ κα­λά, κά­τι ποὺ σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν ἐ­πι­στή­μη, εἴ­τε γνω­ρί­ζει πο­λὺ κα­λὰ κά­τι ποὺ σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν τέ­χνη, αὐ­τὸ ποὺ γνω­ρί­ζει ἀ­πο­τε­λεῖ μό­νο ἕ­να κλά­δο αὐ­τῆς τῆς ἐ­πι­στή­μης ἢ αὐ­τῆς τῆς τέ­χνης. Ἑ­πο­μέ­νως ἡ γνώ­ση του δὲν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται σὲ κά­ποι­α γε­νι­κὴ ἀ­παί­τη­ση πα­ρὰ μό­νο κι­νεῖ­ται μέ­σα σὲ  κα­θο­ρι­σμέ­να ὅ­ρια, ἐ­νῶ ἀν­τί­θε­τα ἡ μόρ­φω­ση ἐ­πε­κτεί­νε­ται σὲ κά­θε πτυ­χὴ τῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄλ­λω­στε ὁ γραμ­μα­τι­σμέ­νος ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε καὶ μορ­φω­μέ­νος καὶ συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ μπο­ρεῖ ἕ­νας πτυ­χι­οῦ­χος ἀ­νώ­τα­της σχο­λῆς νὰ εἶ­ναι ἀ­μόρ­φω­τος καὶ ἕ­νας ἀ­γράμ­μα­τος νὰ εἶ­ναι μορ­φω­μέ­νος για­τί ἡ πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ἡ ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό­λυ­τα ἀ­πὸ τὴν ἁ­πλὴ συσ­σώ­ρευ­ση γνώ­σε­ων. Βέ­βαι­α δὲν μπο­ροῦ­με ν᾿ ἀ­πο­κλεί­σου­με τὸ ἐν­δε­χό­με­νό του ὅ­τι ἡ γνώ­ση πολ­λὲς φο­ρὲς ὁ­δη­γεῖ στὴ μόρ­φω­ση. Αὐ­τὸ συ­νή­θως συμ­βαί­νει ἔμ­με­σα, για­τί στὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ κό­σμο τοῦ ἀ­τό­μου ποὺ ἀ­φο­μοι­ώ­νει τὶς γνώ­σεις θὰ πρέ­πει νὰ προ­ϋ­πάρ­χει τὸ κα­τάλ­λη­λο ἔ­δα­φος, δη­λα­δὴ μί­α εὐ­αί­σθη­τη συ­νεί­δη­ση καὶ μί­α δη­μι­ουρ­γι­κὴ δυ­να­τό­τη­τα, ποὺ θὰ τὸν προ­ω­θοῦν νὰ με­τα­σχη­μα­τί­ζει τὶς γνώ­σεις σὲ μορ­φω­τι­κὸ ὑ­λι­κό. Σύμ­φω­να μὲ τὰ ὅ­σα πα­ρα­δέ­χε­ται σή­με­ρα ἡ Παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ἡ Ψυ­χο­λο­γί­α σχε­τι­κὰ μὲ τὸ μορ­φώ­σι­μο τῶν γνώ­σε­ων, ἔ­χου­με νὰ πα­ρα­τη­ρή­σου­με τὰ ἀ­κό­λου­θα: α) ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­κτᾶ δι­ά­φο­ρες γνώ­σεις, τό­τε αὐ­τὲς γε­μί­ζουν τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς συ­νει­δή­σε­ώς του μὲ πα­ρα­στά­σεις δη­λα­δὴ δί­νουν σ᾿ αὐ­τὴ μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη μορ­φὴ ἢ μ᾿ ἄλ­λα λό­για μορ­φώ­νουν τὸν ἄν­θρω­πο β) ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­κτᾶ ὠ­φέ­λι­μες γνώ­σεις καὶ μὲ μέ­θο­δο παι­δα­γω­γι­κή, τό­τε αὐ­τὲς ἀ­πο­σκο­ποῦν στὴν καλ­λι­έρ­γεια καὶ ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κῶν δυ­νά­με­ων καὶ ἱ­κα­νο­τή­των τοῦ ἀν­θρώ­που γ) οἱ γνώ­σεις σύμ­φω­να μ᾿ ὅ­λους τούς Παι­δα­γω­γι­κοὺς πρέ­πει νὰ ἐ­κλέ­γον­ται μὲ τέ­τοι­ον τρό­πο ὥ­στε νὰ βελ­τι­ώ­νουν καὶ νὰ ἠ­θι­κο­ποι­οῦν τὸ χα­ρα­κτή­ρα του. Δη­λα­δὴ μὲ λί­γα λό­για, οἱ γνώ­σεις πρέ­πει νὰ στο­χεύ­ουν στὴ σω­στὴ δι­ά­πλα­ση τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που.

Συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά, σύμ­φω­να μὲ ἐ­ξέ­χον­τες παι­δα­γω­γοὺς δὲν μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­νο­η­θοῦ­με ἀν­θρώ­πους ποὺ ἀ­γα­ποῦν τὴν κα­λαι­σθη­σί­α ἢ τέ­λος πάν­των καλ­λι­τέ­χνες, ποὺ ση­μαί­νει ἀν­θρώ­πους μὲ εὐ­αι­σθη­σί­α ἀ­πέ­ναν­τι στὴ συμ­με­τρί­α καὶ στὴν ἁρ­μο­νί­α, νὰ εἶ­ναι ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­καλ­λι­έρ­γη­τοι. Ἑ­πο­μέ­νως οἱ κα­λὲς τέ­χνες σὲ δι­α­λο­γι­κὴ σχέ­ση μὲ τὴν ἐ­πι­στή­μη, ἀ­πο­τε­λοῦν μέ­σο ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν μόρ­φω­ση. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια δὲν εἶ­ναι τὸ ἴ­διο πρᾶγ­μα. Λέ­γον­τας πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ἐν­νο­οῦ­με τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἱ­κα­νο­τή­των καὶ λει­τουρ­γι­ῶν τῆς συ­νει­δή­σε­ως (λο­γι­κή, δι­ά­νοι­α, κρί­ση, σκέ­ψη, ἀν­τί­λη­ψη, μνή­μη, φαν­τα­σί­α). Ἐ­νῶ λέ­γον­τας ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ἐν­νο­οῦ­με κυ­ρί­ως τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς συ­ναι­σθη­μα­τι­κῆς καὶ συγ­κι­νη­σια­κῆς σφαί­ρας τοῦ ἀν­θρώ­που.

Ὁ συν­δυα­σμὸς αὐ­τῶν τῶν δύ­ο καλ­λι­ερ­γει­ῶν συν­θέ­τει τὴ μόρ­φω­ση καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴ χρυ­σὴ το­μή, τὸ ἰ­δα­νι­κὸ ἐ­φό­διο ἢ κα­λύ­τε­ρα ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἰ­δα­νι­κὰ προ­σόν­τα τοῦ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νου ἀν­θρώ­που γιὰ νὰ κα­τα­φέ­ρει νὰ θρι­αμ­βεύ­σει ἔ­ναν­τι τῶν δυ­σκο­λι­ῶν τῆς ζω­ῆς.

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα