Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΤΟΥ ΑΛΤΡΟΥΙΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΙΜΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Λάμπρος Κ. Σκόντζος

Θε­ο­λό­γος–Κα­θη­γη­τής

Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ἀ­πο­τε­λεῖ κο­ρυ­φαῖ­ο θε­σμὸ στὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἐν­σαρ­κώ­νει ὅ­λες τὶς ὑ­ψη­λὲς ἀ­ξί­ες τοῦ παγ­κο­σμί­ου κώ­δι­κα ἀ­ξι­ῶν. Ἀ­πο­τε­λεῖ γιὰ τοὺς Ἕλ­λη­νες τὴν κύ­ρια μή­τρα, ὅ­που κυ­ο­φο­ρεῖ­ται μὲ ἀ­σφά­λεια ὁ μελ­λον­τι­κὸς «κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς πο­λί­της». Μέ­σα σὲ αὐ­τὴ ἔρ­χον­ται στὸν κό­σμο νέ­α ἀν­θρώ­πι­να πρό­σω­πα καὶ παίρ­νουν τὰ πρῶ­τα ἠ­θι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἐ­φό­δια, τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ φέ­ρουν ἐ­σα­εί, ὠ­φε­λών­τας τὸν ἑ­αυ­τό τους καὶ τὸ κοι­νω­νι­κὸ σύ­νο­λο.

Τὸ θε­μέ­λιο τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς ὑ­πό­στα­σης εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη ἀ­νά­με­σα στὸ ἀν­δρό­γυ­νο. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ὁ ἰ­σχυ­ρό­τα­τος δε­σμός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἑ­νώ­νει καὶ συν­τη­ρεῖ τὴ γα­μι­κὴ ἕ­νω­ση ὡς τὰ ἔ­σχα­τα τῆς ζω­ῆς τοῦ ζευ­γα­ριοῦ. Γνή­σια ἀ­γά­πη ἐν­νο­οῦ­με τὴν ἀ­γά­πη ἐ­κεί­νη ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­εῖ τὸ πρό­σω­πο ποὺ ἀ­γα­πᾶ γιὰ χά­ρη τοῦ ἀ­γα­πω­μέ­νου προ­σώ­που. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι μας πρό­γο­νοι, πα­ρ᾿  ὅ­λες τὶς ἀν­τι­λή­ψεις ποὺ ἔ­τρε­φαν γιὰ τὴ γυ­ναί­κα, κα­τὰ κα­νό­να, τι­μοῦ­σαν τὸ γά­μο. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο πὼς εἶ­χαν ἀ­να­θέ­σει τὴ φύ­λα­ξη τῆς συ­ζυ­γι­κῆς πί­στης στὴ σύ­ζυ­γο τοῦ ὑ­πά­του τῶν θε­ῶν, τὴν Ἥρα. Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ μυ­θο­λο­γί­α καὶ ἡ ἱ­στο­ρί­α μᾶς ἔ­χει δώ­σει ἄ­πει­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα–πρό­τυ­πα ὑ­πέ­ρο­χων ἀν­δρο­γύ­νων. Ἀ­να­φέ­ρου­με τὸν Ὀρ­φέ­α ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­φτα­σε ὡς τὸν Ἅ­δη προ­κει­μέ­νου νὰ συ­ναν­τή­ση τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του νε­κρὴ σύ­ζυ­γο Εὐ­ρυ­δί­κη καὶ μὲ τὸ πά­θος τῆς ἀ­γά­πης του νὰ τὴν ἀ­να­στή­ση. Τὴ Φαί­δρα ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κο­λού­θη­σε τὸ σύ­ζυ­γό της Ἱπ­πό­λυ­το στὸ θά­να­το. Τὴν ἀ­γά­πη τῆς Ἄλ­κι­στης γιὰ τὸ σύ­ζυ­γό της Ἄδ­μη­το, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­φτα­σε νὰ πε­θά­νη ἐ­κεί­νη στὴ θέ­ση του, ὅ­πως ὅ­ρι­ζαν οἱ θε­οί. Τὴν παν­το­τι­νὴ πί­στη τῆς Ἀν­δρο­μά­χης στὸν σκο­τω­μέ­νο σύ­ζυ­γό της Ἕ­κτο­ρα καὶ τὴ θαρ­ρα­λέ­α ἀ­πό­κρου­ση ἀ­πὸ μέ­ρους της τοῦ ἔ­ρω­τα τοῦ Πύρ­ρου. Τὴν ἀ­φο­σί­ω­ση καὶ τὴν πί­στη τῆς ὑ­πέ­ρο­χης Πη­νε­λό­πης, ἡ ὁ­ποί­α γιὰ εἴ­κο­σι χρό­νια πε­ρί­με­νε μὲ ὑ­πε­ράν­θρω­πη καρ­τε­ρί­α τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο της σύ­ζυ­γο Ὀ­δυσ­σέ­α. Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ δι­η­γή­σεις ἦ­ταν πρό­τυ­πα τῆς ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρ᾿ ὅ­λες τὶς εἰ­σα­γό­με­νες ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λὴ δι­α­λυ­τι­κὲς θρη­σκευ­τι­κὲς πρα­κτι­κές, ὅ­πως ἦ­ταν ἡ λε­γό­με­νη «ἱ­ε­ρὴ πορ­νεί­α» καὶ ἡ ἐν­θάρ­ρυν­ση τῆς μοι­χεί­ας, πα­ρέ­μει­νε σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ στυ­λο­βά­της τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς στα­θε­ρό­τη­τας καὶ γα­λή­νης. 

Ἀρ­γό­τε­ρα μὲ τὸ μή­νυ­μα τοῦ Χρι­στοῦ ὁ θε­σμὸς τοῦ γά­μου θὰ πά­ρη ἄλ­λες δι­α­στά­σεις. Ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως κι­ό­λας ἡ ἔν­νοι­α τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴν ἕ­νω­ση ἄρ­ρε­νος καὶ θή­λε­ος. Ἡ ἐ­ναλ­λα­γὴ ἑ­νι­κοῦ πλη­θυν­τι­κοῦ στὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο γιὰ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ ἀν­θρώ­που θέ­λει νὰ φα­νε­ρώ­ση αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴ θέ­ση: «Ἐ­ποί­η­σεν ὁ Θε­ὸς τὸν ἄν­θρω­πον, κα­τ᾿ εἰ­κό­να Θε­οῦ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τόν, ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τοὺς» (Γεν. 1,27). Σύμ­φω­να μὲ τὴ βι­βλι­κὴ δι­ή­γη­ση, ὁ ἄν­θρω­πος λο­γί­ζε­ται ὡς ἡ ἀλ­λη­λο­συμ­πλή­ρω­ση ἄν­δρα καὶ γυ­ναί­κας. Ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος ὄ­χι μό­νο τί­μη­σε τὸ γά­μο, μὲ τὴν εὐ­λο­γί­α Του στὴν Κα­νὰ καὶ δί­δα­ξε τὸ ἀ­κα­τά­λυ­το τῆς γα­μι­κῆς ἕ­νω­σης, λέ­γον­τας: «Ὁ ποι­ή­σας ἀ­π᾿ ἀρ­χῆς ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ…ἕ­νε­κεν τού­του κα­τα­λεί­ψει ἄν­θρω­πος τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ τὴν μη­τέ­ρα καὶ κολ­λη­θή­σε­ται τῇ γυ­ναι­κὶ αὐ­τοῦ, καὶ ἔ­σον­ται οἱ δύ­ο εἰς σάρ­καν μί­αν» καὶ συ­νε­χί­ζει ὁ Χρι­στός: «Ὥ­στε οὐ­κέ­τι εἰ­σὶ δύ­ο, ἀλ­λὰ σὰρξ μί­α, ὃ οὖν ὁ Θε­ὸς συ­νέ­ζευ­ξεν, ἄν­θρω­πος μὴ χω­ρι­ζέ­τω» (Ματθ. 19, 4-6), πα­ρ᾿ ἐ­κτὸς λό­γου μοι­χεί­ας, «διὰ τὴν σκλη­ρο­καρ­δί­αν ὑ­μῶν» (αὐ­τό­θι). Τὴν ὀρ­γα­νι­κὴ ἕ­νω­ση τῶν συ­ζύ­γων θὰ ἐ­πα­να­λά­βη ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος θὰ ἀ­να­γά­γη τὸ γά­μο εἰς «μέ­γα μυ­στή­ριον εἰς Χρι­στὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν» (Ἐφ. 5,32), εἰς τύ­πο καὶ εἰ­κό­να τῆς ἑ­νώ­σε­ως Χρι­στοῦ καὶ Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ γα­μι­κὴ ἕ­νω­ση ἁ­γι­ά­ζον­ται οἱ σύ­ζυ­γοι, καὶ  ὁ γά­μος δὲν ὑ­στε­ρεῖ ἔ­ναν­τι τῆς παρ­θε­νί­ας, «οἱ ἔ­χον­τες γυ­ναί­κας ὡς μὴ ἔ­χον­τες» (Α΄Κορ. 7,29).          

Καρ­πὸς τῆς συ­ζυ­γι­κῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι τὰ παι­διά, τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­ει ὅ­τι «ἅ­για εἰ­σίν» (Α΄Κορ. 7,14). Χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ὡς «νε­ό­φυ­τα ἐ­λαι­ῶν, κύ­κλῳ τῆς τρα­πέ­ζης» (Ψαλ. 117,3). Ἡ πα­ρου­σί­α τους στὸν κό­σμο εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α Θε­οῦ, δι­ό­τι Αὐ­τὸς κα­ταρ­τί­ζει ἀ­κό­μα καὶ αἶ­νο «ἐκ στό­μα­τος νη­πί­ων καὶ θη­λα­ζόν­των» (Ψαλ. 8,2). Τὴν πρώ­τι­στη ἀ­ξί­α ποὺ θὰ βι­ώ­ση τὸ βρέ­φος, τὸ παι­δί, ὁ ἔ­φη­βος, θὰ εἶ­ναι ἡ ἄ­δο­λη ἀ­γά­πη τῶν γο­νι­ῶν του καὶ τῶν ἄλ­λων με­λῶν τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Εἰ­δι­κὰ ἡ ἀ­γά­πη ποὺ ξε­πη­δᾶ ἀ­πὸ τὰ μη­τρι­κὰ στή­θη εἶ­ναι κα­θο­ρι­στι­κὴ γιὰ τὴν ζω­ὴ τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ πο­λί­τη. Ἡ χρι­στια­νὴ μη­τέ­ρα εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος παι­δα­γω­γὸς τοῦ παι­διοῦ της. Μὲ τὸ γλυ­κὸ της λό­γο καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μά της στα­λά­ζει στὴν ψυ­χὴ τοῦ στα­γό­να–στα­γό­να τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση τῆς ἀ­γά­πης καὶ τοῦ ἀλ­τρου­ϊσμοῦ νὰ τὰ ἔ­χη ἐ­φό­δια στὴ ζω­ή του, τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τὸν ἀν­θρω­πι­σμό του. Ὁ Στά­ρετς Ζω­σι­μᾶς στοὺς ἀδελ­φοὺς Κα­ρα­μα­ζὼφ τοῦ Ντο­στο­γι­έφ­σκι τό­νι­σε πὼς «ἐ­κεῖ­νος ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χη κα­λὲς ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α, εἶ­ναι σω­σμέ­νος σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ή».      

Ἀ­γά­πη καὶ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η θὰ ἀ­πο­λάμ­βα­ναν μέ­σα στὴν οἰ­κο­γέ­νεια καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα πρό­σω­πα, ὅ­πως εἶ­ναι τὰ γη­ραι­ὰ ἄ­το­μα. Σὲ και­ροὺς ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε καμ­μιὰ κοι­νω­νι­κὴ πρό­νοι­α γιὰ τοὺς ἀ­πό­μα­χους τῆς ζω­ῆς, αὐ­τοὶ βί­ω­ναν τὴν προ­στα­σί­α καὶ τὸ σε­βα­σμὸ τῶν νε­ο­τέ­ρων με­λῶν. Ἀ­ξί­ζει νὰ θυ­μη­θοῦ­με τὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Αἰ­νεί­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τὰ τὴν ἅ­λω­ση τῆς Τροί­ας, πα­ρά­τη­σε ὅ­λα τὰ πο­λύ­τι­μα ὑ­πάρ­χον­τά του, μα­ζὶ καὶ τὰ σα­κκιὰ μὲ τὸ χρυ­σά­φι καὶ φορ­τώ­θη­κε στὴν πλά­τη του τὸν γέ­ρο πα­τέ­ρα του Ἀγ­χί­ση γιὰ νὰ τὸν σώ­ση ἀ­πὸ τὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τὸ βέ­βαι­ο θά­να­το. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀρ­γό­τε­ρα θὰ στη­λι­τεύ­ση τὰ φαι­νό­με­να ἄρ­νη­σης κά­ποι­ων νὰ πα­ρα­με­λοῦν τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους ὡς ἑ­ξῆς: «Εἰ τὶς τῶν ἰ­δί­ων καὶ μά­λι­στα τῶν οἰ­κεί­ων οὐ προ­νο­εῖ, τὴν πί­στιν ἤρ­νη­ται καὶ ἐ­στίν ἀ­πί­στου χεί­ρων» (Α΄Τιμ. 5,8). Ἡ ὑ­πη­ρε­σί­α μας σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο, πολ­λῷ δὲ μᾶλ­λον πρὸς τοὺς οἰ­κεί­ους μας καὶ μά­λι­στα πρὸς τοὺς ἔ­χον­τας ἀ­νάγ­κη ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­σή μας ὡς χρι­στια­νοὶ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦ­με τὸν πλη­σί­ον μας ὡς τὸ Χρι­στό. Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος τό­νι­σε σχε­τι­κὰ πὼς «ἔ­στι και­ρός, Χρι­στὸν ἐ­πι­σκε­ψώ­με­θα, Χρι­στὸν θε­ρα­πεύ­σω­μεν, Χρι­στὸν θρέ­ψω­μεν, Χρι­στὸν ἐν­δύ­σω­μεν, Χρι­στὸν συ­να­γά­γω­μεν, Χρι­στὸν τι­μή­σω­μεν» (Πε­ρὶ φι­λο­πτω­χεί­ας 40, P.G.35,909B).  

Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι ἀ­νοι­κτὴ ἀ­πὸ τὰ ἀρ­χαί­α χρό­νια πρὸς τὴν κοι­νω­νί­α, δι­ό­τι θε­ω­ροῦ­σε ὡς φυ­σι­κό της κα­θῆ­κον νὰ προ­σφέ­ρη τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ες της στὸ κοι­νω­νι­κὸ σύ­νο­λο. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι εἶ­χαν ἀ­να­γά­γει τὴ φι­λο­ξε­νί­α ὡς ὕ­ψι­στο κα­θῆ­κον, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὑ­πα­γό­ρευ­ε αὐ­τὸς ὁ Ξέ­νιος Ζεὺς. Θε­ω­ροῦ­σαν ὡς ἔ­σχα­τη ἀ­σέ­βεια πρὸς τὸν ὕ­πα­το τῶν θε­ῶν, τὴν ἄρ­νη­ση τῆς φι­λο­ξε­νί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πέ­σει­ε θε­ϊ­κὴ τι­μω­ρί­α. Στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια τὴ θε­ϊ­κὴ προ­στα­γὴ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς θὰ πά­ρη ἡ ὑ­πο­χρέ­ω­ση, ὡς προ­σφο­ρὰ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο, ὡς ἀ­δελ­φὸ καὶ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Στὶς «κα­τ᾿  οἶ­κον Ἐκ­κλη­σί­ες» τῆς πα­λαι­ο­χρι­στι­α­νι­κῆς ἐ­πο­χῆς, ὅ­πως ὀ­νο­μά­ζον­ταν οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἔ­βρι­σκαν κα­τα­φύ­γιο, ἀ­γά­πη, συμ­πό­νια καὶ πε­ρι­ποί­η­ση πλῆ­θος ἀ­να­ξι­ο­πα­θούν­των ἀν­θρώ­πων, ἀ­πό­βλη­τα τοῦ ἀ­πάν­θρω­που ἐ­θνι­σμοῦ. Ἡ τρα­γι­κὴ τά­ξη τῶν δού­λων θὰ πά­ρη τὴ θέ­ση ἰ­σό­τι­μων με­λῶν στὴν οἰ­κο­γέ­νεια. Ὁ πρώ­ην δοῦ­λος Ὀ­νή­σι­μος θὰ πά­ρη θέ­ση ἀ­δελ­φοῦ στὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ πρώ­ην κυ­ρί­ου του Φι­λήμο­να. Ὁ ἅ­γιος Ζη­νᾶς πρώ­ην δοῦ­λος τοῦ ἁ­γί­ου Ζή­ννω­να, ὄ­χι μό­νο ἔ­γι­νε ἀ­δελ­φός του, ἀλ­λὰ ἀ­κο­λού­θη­σε στὸ μαρ­τύ­ριο τὸν πρώ­ην κύ­ριό του, ἀ­φοῦ πιὰ «οὐκ ἔ­νι δοῦ­λος οὐ­δὲ ἐ­λεύ­θε­ρος…πάν­τες γὰρ ὑ­μεῖς εἰς ἐ­στε ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ» (Γαλ. 3,28). Ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ὅ­πως ἔ­γρα­ψε ση­μαν­τι­κὸς ἱ­στο­ρι­κός τῆς ἀρ­χαί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας, «ἦτο κέν­τρον τῆς πο­λυ­ει­δοῦς ἀ­γά­πης, ἄ­συ­λον τῶν πο­νε­μέ­νων, τῶν ἀ­στέ­γων, τῶν τα­ξι­δευ­όν­των. Ἐ­κεῖ ἐ­καλ­λι­ερ­γεῖ­το ἡ πα­ροι­μι­ώ­δης ἀρ­χαί­α φι­λο­ξε­νί­α. Ἐ­κεῖ κα­τὰ τὰ μαῦ­ρα χρό­νια τῶν δι­ωγ­μῶν κα­τέ­φευ­γαν, διὰ νὰ εὕ­ρουν τρο­φὴν καὶ ἀ­νά­παυ­σιν τὰ ὀρ­φα­νὰ καὶ αἱ χῆ­ραι τῶν ἡ­ρώ­ων τῆς πί­στε­ως. Τέ­τοι­α ἦ­σαν τὰ σπί­τια τοῦ Στε­φα­νᾶ εἰς τὴν Κό­ριν­θον, τῆς Τα­βί­ας εἰς τὴν Σμύρ­νην, τοῦ Πού­δεν­τος καὶ τῆς Κλαυ­δί­ας εἰς τὴν Ρώ­μην, τοῦ Νυμ­φᾶ εἰς τὴν Λα­ο­δί­κειαν, τοῦ Φι­λήμο­νος εἰς τὰς Κο­λοσ­σάς καὶ τό­σα ἄλ­λα». (Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Μαρ­τύ­ρων, Ἀ­θῆ­ναι, σελ. 114).

Οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες θὰ ἀ­κο­λου­θοῦν στὸ ἑ­ξῆς αὐ­τὴ τὴν πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς. Ἄλ­λω­στε ὅ­πως το­νί­ζει ὁ γέ­ρων Αἰ­μι­λια­νὸς ὁ Σι­μω­νο­πε­τρί­της «ἂν θέ­λου­με νὰ φτά­σου­με στὸ Θε­ό, πρέ­πει νὰ ὁ­λο­κλη­ρω­θοῦ­με κοι­νω­νι­κὰ». Ὑ­πάρ­χουν ἄ­πει­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα στὴν ἱ­στο­ρί­α ἀ­σύλ­λη­πτης κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἀ­να­φέ­ρου­με με­ρι­κά. Τὸν 3ο αἰ­ῶνα, ὅ­ταν οἱ χρι­στια­νοὶ βί­ω­ναν τὸν πρῶ­το με­γά­λο δι­ωγ­μὸ ἀ­πὸ τὸν Δέ­κιο (249-251) ξέ­σπα­σε ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς χει­ρό­τε­ρους λοι­μοὺς ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν σὲ ὅ­λη τὴν αὐ­το­κρα­το­ρί­α καὶ οἱ θά­να­τοι θὰ ἀ­νέρ­χον­ταν σὲ πολ­λὰ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια. Τό­τε θὰ ἀ­νοί­ξουν τὰ χρι­στι­α­νι­κὰ σπί­τια γιὰ νὰ πε­ρι­θάλ­ψουν τοὺς χι­λιά­δες ἀρ­ρώ­στους, τοὺς ὁ­ποί­ους ἐγ­κα­τέ­λει­παν ἄ­σπλα­χνα οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, ἀ­κό­μα καὶ τοὺς οἰ­κεί­ους τους. Ἡ πε­ρί­φη­μη «Βα­σι­λειά­δα» τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου στὴν Καπ­πα­δο­κί­α τὸν 4ο αἰ­ῶνα θὰ εἶ­ναι συλ­λο­γι­κὸ ἔρ­γο τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν τῆς πε­ρι­ο­χῆς, οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σέ­φε­ραν ὑ­λι­κὰ μέ­σα καὶ ἐρ­γά­ζον­ταν ὡς ἐ­θε­λον­τὲς στὸ τι­τά­νιο κοι­νω­νι­κὸ ἔρ­γο τοῦ με­γά­λου ἱ­ε­ράρ­χη. Χι­λιά­δες ἀ­κό­μα χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, θὰ προ­σφέ­ρουν ἀ­πὸ τὸ ὑ­στέ­ρη­μά τους στὸ θαυ­μα­στὸ κοι­νω­νι­κὸ ἔρ­γο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, ὥ­στε νὰ τρέ­φε­ται καὶ νὰ πε­ρι­θάλ­πε­ται ὁ­λό­κλη­ρος ὁ φτω­χὸς πλη­θυ­σμὸς τῆς Βα­σι­λεύ­ου­σας. Ἀλ­λὰ καὶ στοὺς μαύ­ρους χρό­νους τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας τὰ σπί­τια τῶν χρι­στια­νῶν Ρω­μη­ῶν ἦ­ταν ἑ­στί­ες κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς πρὸς τοὺς κα­τα­τρεγ­μέ­νους ρα­γιά­δες, ἀ­κό­μη καὶ πρὸς αὐ­τοὺς τοὺς τυ­ράν­νους Ὀ­θω­μα­νούς, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε θαυ­μα­στὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ἀ­να­φέ­ρου­με γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὴ με­τα­στρο­φὴ τοῦ δερ­βί­ση τοῦ Βρα­χω­ρί­ου (Ἀ­γρι­νί­ου) Χα­σάν, στὰ 1814, στὸ Χρι­στι­α­νι­σμό, χά­ρη στὴ φι­λό­ξε­νη ἀ­γά­πη τα­πει­νοῦ ἱ­ε­ρέ­α τῆς πό­λε­ως. Ὁ ἰ­σχυ­ρὸς δερ­βί­σης τῆς πε­ρι­ο­χῆς Χα­σάν, θαυ­μά­ζον­τας τὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης καὶ ἀ­νε­ξι­κα­κί­ας, ὄ­χι μό­νο ἔ­γι­νε χρι­στια­νός, ἀλ­λὰ ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ στε­φθῆ μὲ τὸ μαρ­τύ­ριο, εἶ­ναι ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Ἰ­ω­άν­νης ὁ ἐξ Ἀ­γα­ρη­νῶν! Ἐ­πί­σης ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Μι­χα­ήλ ὁ ἀρ­το­ποι­ός, ποὺ μαρ­τύ­ρη­σε ἐ­δῶ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη τὸ 1542, μοί­ρα­ζε ψω­μὶ σὲ πει­να­σμέ­νους τῆς πό­λε­ως, χρι­στια­νούς, μου­σουλ­μά­νους καὶ ἰ­ου­δαί­ους. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ πρό­σφα­τη ἱ­στο­ρί­α μᾶς μαρ­τυ­ρεῖ τὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἀ­γά­πης, τοῦ ἀλ­τρου­ϊσμοῦ καὶ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Στὰ χρό­νια τῆς Κα­το­χῆς χι­λιά­δες ἑλ­λη­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες προ­σέ­φε­ραν ἀ­νε­κτί­μη­τες ὑ­πη­ρε­σί­ες πρὸς τὸν δο­κι­μα­ζό­με­νο λα­ό. Τὸ λι­γο­στὸ ψω­μὶ τὸ μοι­ρά­ζον­ταν οἱ οἰ­κο­γέ­νει­ες τῆς ἴ­διας αὐ­λῆς γιὰ νὰ ἐ­πι­ζή­σουν ὅ­λοι μα­ζὶ καὶ νὰ μὴ χα­θῆ κα­νείς. Δὲ δί­στα­ζαν νὰ κρύ­βουν δι­ω­κό­με­νους καὶ νὰ  πε­ρι­θάλ­πουν τραυ­μα­τι­σμέ­νους. Δὲ εἶ­χαν κα­νέ­να ἐν­δοια­σμὸ νὰ κρύ­ψουν κα­τα­ζη­τού­με­νους ἀ­πὸ τοὺς Γερ­μα­νοὺς κα­τα­κτη­τές, Ἕλ­λη­νες Ἰ­ου­δαί­ους τὸ θρή­σκευ­μα, δι­α­κιν­δυ­νεύ­ον­τες νὰ ὁ­δη­γη­θοῦν αὐ­τοὶ καὶ τὰ παι­διά τους στὸ ἐ­κτε­λε­στι­κὸ ἀ­πό­σπα­σμα. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­ταν κα­τέρ­ρευ­σε ὁ ἄ­ξο­νας καὶ οἱ ἀ­πάν­θρω­ποι Να­ζὶ ἔ­σφα­ζαν ἀ­νη­λε­ῶς τοὺς πρώ­ην συμ­μά­χους τους Ἰ­τα­λούς, οἱ ἑλ­λη­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες ἄ­νοι­ξαν τὰ σπί­τια τους καὶ μὲ θαυ­μα­στὴ ἀ­νε­ξι­κα­κί­α ἔ­κρυ­ψαν, πε­ρι­έ­θαλ­ψαν καὶ ἔ­σω­σαν χι­λιά­δες ἀ­πὸ αὐ­τούς!

Πα­λι­ὲς μνῆ­μες μᾶς φέρ­νουν με­ρι­κὲς δε­κα­ε­τί­ες πί­σω, ὅ­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νεια δὲν εἶ­χε χά­σει τὴν ἐ­δῶ καὶ αἰ­ῶ­νες ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη μορ­φή της. Με­ρι­κοὶ ἀ­να­ρω­τι­οῦν­ται για­τί πρὶν ἀ­πὸ σα­ράν­τα–πε­νήν­τα χρό­νια, σὲ ἐ­πο­χὴ με­γά­λων προ­βλη­μά­των, ἦ­ταν σχε­δὸν ἄ­γνω­στο τὸ ἄγ­χος καὶ ἡ ση­με­ρι­νὴ πρω­το­φα­νής ἀ­γω­νι­ώ­δης προ­σπά­θεια γιὰ ἐ­πι­βί­ω­ση. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ὅ­τι λει­τουρ­γοῦ­σε ἀ­κό­μη ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἀ­λη­θι­νὸ κα­τα­φύ­γιο γιὰ τὰ μέ­λη της. Τὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πρό­βλη­μα τοῦ ἑ­νός, ἦ­ταν πρό­βλη­μα γιὰ ὅ­λους!

 

*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ΄΄ ΣΤΟ ΑΠΘ, ΣΕΠΤ. 2010

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα