Ο γερω Ἰγνάτιος ὁ Ρουμᾶνος ἦρθε ἀπό 13 χρόνων στό Ἅγιον Ὄρος, στήν Λακκουσκήτη, καί δέν ἤξερε ἀπό ἠλεκτρικό ρεῦμα, ραδιόφωνο, τηλεόραση, πολυκατοικίες. Εἶχε 60 χρόνια νά βγῆ στόν κόσμο. Στά γεράματα πῆγε στόν γιατρό, στήν Θεσσαλονίκη. Μόλις τόν βάλανε στό ἀσανσέρ, εἶπε στόν συνοδό του: «Γιατί μέ ἔβαλες στήν πλάστιγγα;». Ἔπειτα ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα γιά τό Ἀπόδειπνο, καθόταν στό μπαλκόνι καί περίμενε νά δύση ὁ ἥλιος γιά νά κάνη τό Ἀπόδειπνο. Ἔβλεπε τά φῶτα τῶν δρόμων καί τό φῶς πού ἐπικρατοῦσε, καί νόμιζε ὅτι δέν ἔδυσε ὁ ἥλιος, ἐνῶ ἦταν νύχτα.