ρξζ’
«Τόσος ἀγώνας, τόση προσπάθεια νά ξεκολλήση ἡ ψυχή ἀπό τόν κόσμο, καί μετά ἔχει νοσταλγία γιά τόν κόσμο. Ἀκόμη καί νά μή σκέφτεται νά πάη στόν κόσμο, ὅμως σκέφτεται τόν κόσμο. Ὁ νοῦς τότε εἶναι σάν ἕνα ἀεροπλάνο ἀπροσγείωτο. Τά κατάφερε ὁ διάβολος. Σπαταλᾶ ὁ μοναχός τήν ζωή του στό Μοναστήρι καί ὁ νοῦς του βρίσκεται στόν κόσμο».
ρξη’
«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύη ὅτι εἶναι ἀπρόκοπος, βλέπει τά χάλια του, ὅμως αἰσθάνεται παρηγοριά, ἐλπίδα, σιγουριά, τότε ὑπάρχει πρόοδος καί προκοπή πνευματική. Ἐνῶ, ὅταν λέγη εἶναι ἀπρόκοπος, ἔχη ἄγχος καί ἀπελπίζεται, τότε δέν πορεύεται σωστά. Ὅσο καθαρίζουν τά μάτια τῆς ψυχῆς, τόσο βλέπει τόν ἑαυτό του κανείς χειρότερο. Ὅταν δέν βλέπη κανείς καλά, τόν ἑαυτό του τόν βλέπη μία χαρά. Ὅμως, ὅταν βάλη φακό, πάντα θά βλέπει πνευματική δουλειά».
ρξθ’
«Ἡ πνευματική συντριβή ἔχει παρηγοριά, ἐνῶ ἡ διαβολική ἔχει ἄγχος».
ρο’
«Ὁ μοναχός ποτέ νά μή δικαιώνη τόν ἑαυτό του, οὔτε νά δέχεται λογισμούς. Ἔτσι ἐξαγνίζεται ἡ καρδιά καί βλέπει καθαρά ὁ ἄνθρωπος».
ροα’
«Τίς ζωηρές φύσεις τίς βοηθᾶ πολύ ἡ ὑπακοή. Δέν πρέπει νά βγοῦν ἀπ᾿ τήν ὑπακοή, γιατί θά βλαφτοῦν».
ροβ’
«Ὅταν ἕνας μοναχός δέν ὑπακούη, ἀναγκάζει τόν πνευματικό πατέρα νά δίνη «μπάτσο». Πονάει ὁ πατέρας, ὄχι στό χέρι ἀλλά στήν καρδιά. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τόν Θεό. Δέν φθάνουν τά ὅσα τράβηξε γιά μᾶς! Πονάει ὁ Θεός, ὅπως πονάει ὁ πατέρας πού κτυπᾶ τό παιδί, ἀλλά ἀφοῦ τόν ἔφερε στό Μοναστήρι τόν μοναχό, θά τόν σώσει μέ τίς δοκιμασίες. Δέν εἶναι καλός τρόπος, ἀλλά ἀναγκάζεται ὁ Θεός».
ρογ’
«Γιά νά φύγη ἡ χλιαρότητα, πρέπει νά ἔλθη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅμως δέν μέ βοηθᾶ ὁ Θεός, ἀφοῦ ζητῶ βοήθεια; Διότι δέν κάνω ὑπακοή, δέν ἀνοίγω τήν καρδιά, δέν καθαρίζω τό δοχεῖο μου καί ζητῶ κρασί. Ἄν μοῦ δώση, θά μολυνθῆ καί τό κρασί. Ἄν βοηθήση σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση ὁ Θεός, σίγουρα θά βλαφθῶ».
ροδ’
«Νά ἔχωμε ζῆλο. Νά μήν ἀξιοποιηθῆ (ὁ ζῆλος) στήν δουλειά, ἀλλά στά πνευματικά».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα