Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σα-σε). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

σα’

«Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος φθά­ση σέ μία κα­τά­στα­ση νά χαί­ρε­ται νά πε­θά­νη, αὐ­τοῦ ὁ ἑ­αυ­τός ἔ­χει πε­θά­νει».

σβ’

«Ὁ ἀ­γώ­νας ὁ πνευ­μα­τι­κός δέν ἔ­χει ἀ­παι­τή­σεις. Μία ἀ­σθε­νι­κή φύ­ση πού δέν μπο­ρεῖ νά κά­νη πολ­λή ἄ­σκη­ση, μπο­ρεῖ ὅ­μως νά τα­πει­νω­θῆ, νά δεί­ξη ἀ­γά­πη, νά πά­ρη πά­νω της τό σφάλ­μα τοῦ ἄλ­λου. Ἄν ἔ­χη ἀρ­ρώ­στια καί τήν δε­χθῆ μέ δο­ξο­λο­γί­α, ὠ­φε­λεῖ­ται πο­λύ καί τα­πει­νώ­νε­ται ἀπ᾿ τήν ἀρ­ρώ­στια. Οἱ πνευ­μα­τι­κοί ἄν­θρω­ποι παίρ­νουν τό βά­ρος τοῦ ἄλ­λου. Αὐ­τό εἶ­ναι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­γά­πη καί ὄ­χι νά βο­η­θή­σης τόν ἄλ­λον στό δι­α­κό­νη­μά του, νά ση­κώ­σης τό πιό βα­ρύ. Εἶ­ναι βέ­βαι­α ἀ­γά­πη, ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά σέ κλέ­ψη ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια».

σγ’

«Ἀ­μέ­λεια θά πεῖ ὅ­τι λεί­πει τό μέ­λι. Δέν ἔ­χει γλυ­καν­θῆ ὁ μο­να­χός στά πνευ­μα­τι­κά. Ὅ­ταν εἶ­ναι ἀ­δι­ά­θε­τη ἡ ψυ­χή στήν προ­σευ­χή, χρει­ά­ζε­ται νά βιά­ζη τόν ἑ­αυ­τό της, καί σι­γά–σι­γά ἀ­νοί­γει ἡ ὄ­ρε­ξη καί ἡ ψυ­χή γλυ­καί­νε­ται. Ὅ­πως ἕ­νας ἄρ­ρω­στος ὅ,τι τρώ­ει, σοῦ­πες, γλυ­κά, τοῦ φαί­νον­ται ὅ­λα ἄ­νο­στα, ἀλ­λά βιά­ζει τόν ἑ­αυ­τό του καί τά τρώ­ει μέ τό ζό­ρι, καί τρώ­γον­τάς τα δυ­να­μώ­νει, κα­λυ­τε­ρεύ­ει ἡ ὑ­γεί­α του, ἀ­νοί­γει ἡ ὄ­ρε­ξή του καί νι­ώ­θει τήν κα­λή γεύ­ση τοῦ φα­γη­τοῦ».

σδ’

«Ὅ­ταν κα­νείς νη­στεύ­η τα­πει­νά, δι­και­οῦ­ται τήν θεί­α βο­ή­θεια. Ἄν πῆ ὅ­μως: “Ὁ προ­φή­της Μω­ϋ­σῆς  νή­στε­ψε σα­ράν­τα μέ­ρες, ἐ­κεῖ­νος ὁ Ἅ­γιος ἔ­κα­νε ἐ­κεῖ­νο, θά τό κά­νω καί ἐ­γώ”, τό­τε δέν κά­νει τί­πο­τε. Δι­ό­τι ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἡ θεί­α χά­ρις καί ὅ,τι κά­νει, τό κά­νει  ὁ  ἄν­θρω­πος, ὁ  ὁ­ποῖ­ος  κι­νεῖ­ται  μέ  ἐ­γω­ϊ­σμό. Ἡ σω­μα­τι­κή ἄ­σκη­ση βο­η­θά­ει, ὅ­ταν γί­νε­ται μέ φι­λό­τι­μο».

σε’

«Ὅ­ταν δι­α­βά­ζε­τε, νά δι­α­βά­ζε­τε λί­γο καί νά τό με­τα­φέ­ρε­τε στήν ζω­ή σας. Ὄ­χι δι­α­βά­ζο­υμε, δι­α­βά­ζου­με, σάν τό παι­δί πού θη­λά­ζει τήν μπιμ­πί­λα ἀν­τί γιά τόν μα­στό τῆς μάν­νας. Νά μή δι­α­βά­ζου­με μό­νο για­τί αὐ­τό μᾶς εὐ­χα­ρι­στεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο. Με­ρι­κοί, κο­σμι­κοί κυ­ρί­ως, δι­α­βά­ζουν πνευ­μα­τι­κά βι­βλί­α μέ τίς ὧ­ρες καί, ἐ­πει­δή εὐ­χα­ρι­στι­οῦν­ται, νο­μί­ζουν ὅ­τι ἔ­χουν καί κα­τά­στα­ση, ὅ­τι εἶ­ναι κα­λοί. Μα­θαί­νουν πολ­λά, τά λέ­νε καί στούς ἄλ­λους γιά ἐ­πί­δει­ξη, καί νο­μί­ζουν ὅ­τι κά­τι εἶ­ναι· ἄν ὅμως πᾶν σέ Μο­να­στή­ρι, δέν μπο­ροῦν νά στα­θοῦν, φεύ­γουν. Στόν κό­σμο νό­μι­ζαν ὅ­τι ἦ­ταν κα­λύ­τε­ροι, για­τί δι­α­βά­ζαν χω­ρίς νά ἐ­φαρ­μό­ζουν, ἄ­κου­γαν καί τούς ἐ­παί­νους. Ἐ­δῶ εἶ­ναι τε­λευ­ταῖ­οι στήν σει­ρά, κα­νείς δέν τούς ἐ­παι­νεῖ. Οἱ Δυ­τι­κοί ἔ­χουν αὐ­τό τό πνεῦ­μα. Δι­α­βά­ζουν, δι­α­βά­ζουν καί ὁ κα­θέ­νας τους ἐκ­φέ­ρει γνώ­μη. Ὅ­λοι τους εἶ­ναι σάν θε­ο­λό­γοι μορ­φω­μέ­νοι καί προ­σπα­θοῦν νά ἑρ­μη­νεύ­σουν τά πάν­τα».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα