τπδ’
«Μακρυά ἀπό ἀρχαιολογίες οἱ μοναχοί καί νά προσέξουν μέ τούς τσιμεντόλιθους (τά κτισίματα) νά μή γίνουν καί αὐτοί τσιμεντόλιθοι». (Ἀφήσουν τά καλογερικά καί σκληρύνη καί παγώση ἡ καρδιά τους).
τπε’
«Σέ ἕνα Μοναστήρι μέ πενῆντα μοναχούς, πολλές φορές οἱ πενῆντα μαζί δέν μποροῦν νά βοηθήσουν πνευματικά τό Μοναστήρι ὅσο ὁ ἕνας».
τπς’
«Ὁ λογισμός μερικῶν μοιάζει μέ τό κρασί. Ὅταν ἀρχίση καί χαλάη δέν σταματᾶ, μέχρι νά γίνη ξύδι».
τπζ’
«Στό Ἅγιον Ὄρος ἦρθε ζύμη (νέοι μοναχοί), ἀλλά τί προζύμι βρῆκε ἀπό μᾶς τούς σημερινούς μοναχούς;».
τπη’
«Ἕναν ἅγιο ἄν εἴχαμε, θά ἀντιμετώπιζε ὅλα τά προβλήματα. Μπορεῖς νά μοῦ βρῆς ἕναν ἅγιο;».
τπθ’
«Τήν καρδιά μου δέν τήν δίνω σέ κανέναν. Τήν ἔδωσα μερικές φορές καί εἶπαν: ”Τί ὡραία καρδιά!”, ἀλλά τήν χρησιμοποίησαν γιά νά σπάζουν καρύδια».
τϞ’
«Ρίξτε τό μεγαλύτερο βάρος τοῦ ἀγῶνα στήν προσευχή. Ἡ προσευχή εἶναι τό πνευματικό μας βαρόμετρο. Κάντε ὁλόκληρη τήν ζωή σας μία προσευχή στόν Θεό».
τϞα’
«Νά ἔχουμε σταθερότητα στόν ἀγῶνα μας. Νά μήν εἴμαστε σάν τόν χείμαρρο, πού κατεβάζει μία φορά τό νερό καί μετά ξηραίνεται· ἔτσι δέν βρίσκει ἕνας διαβάτης νά πιῆ λίγο νερό».
τϞβ’
«Ὁ ἄλλος κάνει θαύματα καί ὁ πειρασμός τοῦ βάζει λογισμούς ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός». (Δηλαδή ὁ διάβολος προσπαθεῖ νά προσβάλη μέ λογισμούς ἀκόμη καί ἀπιστίας καί τούς Ἁγίους).
τϞγ’
«Λείπει ἀπό τούς σημερινούς μοναχούς ἡ αὐταπάρνηση, γι᾿ αὐτό δέν προχωρᾶμε πνευματικά καί δέν ζοῦμε σάν τούς ἁγίους πατέρες».
τϞδ’
Μοναχός τοῦ εἶπε ὅτι κάθε χρόνο μετά τό Πάσχα κάνει ἕνα προσκύνημα ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ Γέροντας μέ χαριτωμένο τρόπο, ἀλλά δείχνοντας μέ λεπτότητα τήν διαφωνία του, εἶπε: «Τήν ἄδειά σου παίρνεις;».
τϞε’
Σέ Μοναστήρι γυναικεῖο τοῦ πρόσφεραν καφέ. Πάνω στό τραπέζι εἶχαν στρωμένο ἕνα ὡραῖο λευκό τραπεζομάνδηλο, κεντημένο καί σιδερωμένο. Ὁ Γέροντας, γιά νά διδάξη στίς μοναχές πρακτικά τήν μοναχική ἁπλότητα, ἔχυσε πρῶτα τόν καφέ πάνω σ᾿ ὅλο τό τραπέζι, ὕστερα δίπλωσε τό τραπεζομάνδηλο, ὥστε νά λερωθῆ περισσότερο, καί εἶπε: «Τώ- ρα, Γερόντισσα, ἀφῆστε τά κομποσχοίνια καί πᾶτε νά πλύνετε καί νά σιδερώσετε τό τραπεζομάνδηλο».
τϞς’
«Τί εἶναι τό θέλημα γιά τόν καλόγερο! Ἦταν κάποιος σ᾿ ἕνα Κοινόβιο καί ὅλο ἔκανε τόν ἄρρωστο καί δέν ἔκανε τίποτε. Μόλις ἔφυγε καί πῆρε Κελλί, δέν σταματᾶ καθόλου. Ποῦ τήν βρίσκει αὐτήν τήν δύναμη; Ἄλλος στό Μοναστήρι του ἦταν ὅλο λογισμούς καί ἀντίδραση. Μόλις τόν βάλανε Ἀντιπρόσωπο καί πῆρε πρωτοβουλία, ἔκανε τό κονάκι του παλάτι».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα