Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τξς-τος). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

τξς’

«Κάποτε  ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρός, περ­νο­ύ­σα­με μέ ἕ­να ἄλ­λο παι­δί ἀ­πό τό κοι­μη­τή­ρι καί φο­βό­μα­σταν. Πιό πέ­ρα  ἦ­ταν  τό  κοι­μη­τή­ρι  τῶν Το­ύρ­κων. Εἶ­δα τό­τε τόν δι­ά­βο­λο σάν ἀ­λε­ποῦ νά περ­πα­τᾶ πά­νω στά δέν­δρα».

τξζ’

«Δέν ξέ­ρω, για­τί μᾶς ἀ­πα­ρά­τη­σαν καί ἀ­πό πά­νω (οἱ Ἅ­γιοι). Το­ύς πα­ρα­κα­λῶ νά κά­νουν κά­τι γιά τόν κό­σμο, νά δε­ί­ξουν ἕ­να θαῦ­μα· ἀφοῦ βλέ­πουν πῶς προ­χω­ρά­ει ὁ κό­σμος; Πρέ­πει νά ἐ­πέμ­βουν αὐ­τοί (οἱ Ἅ­γιοι), ἀλ­λοι­ῶς δέν γί­νε­ται τί­πο­τε».

τξη’

«Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος φθά­ση στόν θεῖ­ο ἔ­ρω­τα, σέ μία θε­ί­α τρέλ­λα, τό­τε ἀ­πό τήν πολ­λή του ἀ­γά­πη ἀγ­κα­λι­ά­ζει καί φι­λά­ει ὅ,τι βρῆ μπρο­στά του. Ἔ­χω τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, ση­μα­ί­νει κα­τα­λα­βα­ί­νω τήν ἀγά­πη τοῦ Θε­οῦ. Για­τί μό­λις τήν κα­τα­λά­βης, ἔρ­χε­ται καί μέ­σα σου. Τί κρῖ­μα… Ὁ κό­σμος δέν κα­τα­λα­βα­ί­νει. Πῶς τόν πλα­νᾶ ὁ δι­ά­βο­λος!».

τξθ’

«Σήμερα ἄ­να­ψε μία με­γά­λη φω­τιά καί τά πάν­τα κα­ί­γον­ται. Γι᾿ αὐ­τό μό­νο ἡ προ­σευ­χή ἀ­πο­μέ­νει».

το’

«Ὅ­ταν ὁ Προ­φή­της Δαυ­ΐδ λέ­η, “ἐ­κλε­ί­ποι­εν ἁμαρ­τω­λοί ἀ­πό τῆς γῆς καί ἄ­νο­μοι ὥ­στε μή ὑ­πάρ­χειν αὐ­το­ύς”, δέν ἐν­νο­εῖ νά ἐ­ξο­λο­θρε­ύ­ση ὁ Θε­ός το­ύς ἁ­μαρ­τω­λο­ύς, ἀλ­λά εὔ­χε­ται νά με­τα­νο­ή­σουν καί νά γί­νουν κα­λοί».

το­α’

«Ἡ προ­σευ­χή  εἶ­ναι εὐ­πρόσ­δε­κτη  ἀπό τόν Θεό,ὅταν τήν αἰ­σθα­νώ­μα­στε».

το­β’

«Ἡ τα­πε­ί­νω­ση εἶ­ναι ἡ βά­ση κά­θε ἀρ­χῆς καί ἔρ­γου. Εἶ­ναι ἡ προ­ϋ­πό­θε­ση γιά τήν προ­σφο­ρά μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α».

το­γ’

«Φταῖς δέν φταῖς, ἅ­μα θέ­λης νά δῆς πρό­σω­πο Θε­οῦ, πρέ­πει νά δέ­χε­σαι τήν ἀ­δι­κί­α».

το­δ’

«Ὅ­ταν ἐ­παι­νοῦ­με τό Μο­να­στή­ρι μας καυ­χώ­με­νοι, εἶ­ναι σάν νά δί­νου­με ὅ­πλα στόν δι­ά­βο­λο νά μᾶς πο­λε­μή­ση».                         

το­ε’

«Πα­λαιά οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­χαν μι­κρο­ύς πει­ρα­σμο­ύς, τώ­ρα πιό με­γά­λους, καί ἀρ­γό­τε­ρα θά ἔ­χουν ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρους, ὥ­στε θά χρει­ά­ζον­ται ἁ­γί­ους νά προ­σε­ύ­χων­ται γι᾿ αὐ­το­ύς».

το­ς’

Προ­σκυ­νη­τές με­τέ­φε­ραν στόν Γέροντα τά σχό­λια τῶν ἐ­φη­με­ρί­δων γιά τήν πτώ­ση κλη­ρι­κοῦ. Ἄκου­σε μέ προ­σο­χή, χω­ρίς νά τα­ρα­χθῆ καί νά πα­ρα­συρ­θῆ, καί μέ ἠ­ρε­μί­α καί τα­πε­ί­νω­ση ἀ­πάν­τη­σε: «Ἐ­γώ δέν ξέ­ρω τί ἀ­κρι­βῶς συ­νέ­βη, ἀλ­λά, ἄν ἔ­γι­ναν ὅ­πως μοῦ τά εἴ­πα­τε, φα­ί­νε­ται πώς ὁ Θε­ός λυ­πή­θη­κε τόν ἄν­θρω­πο αὐ­τόν, ἐ­πει­δή ἴσως εἶ­χε με­γά­λο ἐ­γω­ϊ­σμό, καί ἐ­πέ­τρε­ψε τήν πτώ­ση αὐ­τή μέ σκο­πό νά με­τα­νο­ή­ση καί νά σω­θῆ».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα