Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τνς-τξε). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

τνς’

«Οἱ ἁ­πλοί ἄν­θρω­ποι πα­λαι­ό­τε­ρα μέ τήν ἁ­πλό­τη­τά τους κα­τέ­λη­γαν στήν γνώ­ση. Ἐ­νῶ σή­με­ρα μορ­φώ­νον­ται καί αὐ­τή τήν γνώ­ση τους τήν χρη­σι­μο­ποι­οῦν ἐ­κεῖ πού δέν ἁρ­μό­ζει. Βάζουν τήν λο­γι­κή ἐ­κεῖ πού δέν μπα­ί­νει, δέν βγα­ί­νει ἄ­κρη τε­λι­κά καί ἔ­τσι στό τέ­λος πέ­φτουν στήν πιό με­γά­λη ἄ­γνοι­α καί  πλά­νη».

τνζ’

«Ὅ­ποι­ος δέν κά­νει ὑ­πο­μο­νή, κα­τα­στρέ­φει τόν ἑαυ­τό του».

τνη’

«Στό ἀ­προ­στά­τευ­το παι­δί δέν πᾶς γιά νά που­λή­σης ἤ νά δώ­σης ἀ­γά­πη, ἀλ­λά πᾶς κι­νο­ύ­με­νος ἀ­πό ἀ­γά­πη  καί πό­νο ψυ­χῆς. Τό θέ­μα εἶ­ναι ὁ πό­νος τοῦ ἄλ­λου νά γί­νη δι­κός σου· καί ἡ προ­σευ­χή, γιά νά ᾿χη ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα καί νά φθά­ση ψη­λά, πρέ­πει νἆ­ναι καρ­δια­κή, ἀλ­λοι­ῶς δέν κά­νου­με τί­πο­τα».

τνθ’

«Οἱ Δίκαιοι πρό Χρι­στοῦ στόν Ἅ­δη δέν εἶ­χαν κα­θό­λου ὀ­δύ­νη».

τξ’

«Ἄν ὑ­πῆρ­χαν κα­λοί Πνευ­μα­τι­κοί, δέν θά ὑ­πῆρ­χαν ψυ­χί­α­τροι».

τξα’

«Τίς κα­τη­γο­ρί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων πρέ­πει νά τίς δε­χώ­μα­στε μέ χα­ρά, δι­ό­τι μᾶς κά­νουν κα­λό, ἐ­νῶ οἱ ἔ­παι­νοι μᾶς χρε­ώ­νουν».

τξβ’

«Νά λέ­με ὅ­,τι μᾶς συμ­βα­ί­νει στόν Γέροντα καί νά δε­χώ­μα­στε μέ ἁ­πλό­τη­τα τίς συμ­βου­λές του, γιά νά μή μᾶς τη­γα­νί­ζουν τά ταγ­κα­λά­κια μέ το­ύς λο­γι­σμο­ύς».

τξγ’

Εἶ­πε σέ νέ­ο πού ἤθελε νά μονάση: «Δέν μπο­ρῶ νά σέ κά­νω μο­να­χό γιά τό δαι­μο­νι­κό γέ­λιο καί τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α. Ἐ­γώ στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ,τι καί νά κά­νη ὁ ἄλ­λος καί νά προ­σπα­θῆ νά μέ κά­νη νά γε­λά­σω, δέν μπο­ρῶ, πα­ρά νά κλα­ί­ω γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μου. Τά γέ­λια στήν Ἐκκλη­σί­α εἶ­ναι δαι­μο­νι­κή ἐ­νέρ­γεια. Νά μήν τό θε­ω­ρή­ση κα­νε­ίς ἀ­σή­μαν­το. Θέλει προ­σο­χή καί ἀ­γῶ­να».

τξδ’

«Ὁ Θε­ός δέν θέ­λει νά ἔ­χου­με ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α καί ἀ­γω­νί­α. Δέν πρέ­πει ὅ­μως καί νά κοι­μώ­μα­στε, ἀλ­λά νά ἔ­χου­με τήν ἁ­γί­α ἀ­νη­συ­χί­α. Ἐάν κοι­μώ­μα­στε, τό­τε οἱ ἐ­χθροί τῆς σω­τη­ρί­ας μας θά μᾶς χρη­σι­μο­ποιοῦν γιά νά κά­νουν τά σκο­τει­νά ἔρ­γα τους. Λόγου χά­ριν θά μᾶς δί­νουν ἕ­να τσου­βά­λι γε­μᾶ­το καί θά λέ­νε ὅ­τι ἔ­χει μέ­σα ὑ­λι­κά, πού πρέ­πει νά τά ἀ­νε­βά­σου­με πά­νω στό βου­νό γιά νά ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σου­με τό Ἐκ­κλη­σά­κι. Αὐ­τό ὅ­μως τό τσου­βά­λι νά ἔ­χη δυ­να­μῖ­τες καί μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἀκόμη καί ὁ ἴ­διος ὁ δι­ά­βο­λος  μέ­σα».

τξε’

Ὅ­ταν ἦ­ταν στό Στό­μιο, δι­η­γή­θη­κε σέ κά­ποι­ον τό ἑ­ξῆς: «Χθές τή νύ­χτα ἤ­μουν μπρο­στά στήν Ὡραία­ Πύλη καί προ­σευ­χό­μουν. Πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἕ­να θη­ρί­ο σάν λι­ον­τά­ρι καί ἄρ­χι­σε νά μέ κο­ρο­ϊ­δε­ύ­η βγά­ζον­τας ἔ­ξω τήν γλῶσ­σα του. Ἐ­γώ πῆ­γα καί μπῆ­κα κά­τω ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα