Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σπ-σκ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

σπ’

«Ὁ Θε­ός θέ­λει πρό πάν­των ἐ­μεῖς νά εἴ­μα­στε χα­ρού­με­νοι ἐ­σω­τε­ρι­κά καί ἀ­να­παυ­μέ­νοι. Δέν εἶ­ναι ὁ Θε­ός τύ­ραν­νος γιά νά μᾶς πι­έ­ζη, ἀλ­λά μᾶς ἀ­φή­νει ἐ­λεύ­θε­ρους (νά ἐ­πι­λέ­ξου­με τό ἀ­γα­θό)».

σπα’

 «Νά μήν ἀ­να­φέ­ρου­με κα­θό­λου τό ὄ­νο­μα τοῦ πει­ρα­σμοῦ. Σ᾿ ἕ­ναν Γέ­ρον­τα ἑ­κα­τόν χρό­νων ἐμ­φα­νί­στη­κε ὁ δι­ά­βο­λος, γιά ψύλ­λου πή­δη­μα, για­τί εἶ­πε: “Βρέ τόν πει­ρα­σμό”, καί τόν ρώ­τη­σε ὁ πει­ρα­σμός “­τί θέ­λεις”­, καί ἐ­κεῖ­νος ἔ­πα­θε σόκ».

σπβ’

«Κα­τά τήν γνώ­μη μου μί­α βα­σι­κή δι­α­φο­ρά, ἀ­πό τίς πολ­λές πού ἔ­χου­με μέ τούς Κα­θο­λι­κούς, εἶ­ναι ὁ ὀρ­θο­λο­γι­σμός τους».

σπγ’

 «Νά μή φεύ­γη ὁ μο­να­χός εὔ­κο­λα ἀ­πό τόν τό­πο τῆς δι­α­μο­νῆς του, ὅ­ταν ἔ­χη πει­ρα­σμο­ύς, ἀλ­λά νά ἐ­ξαν­τλή­ση πρῶ­τα ὅ­λα τά πε­ρι­θώ­ρια τῆς ὑ­πο­μο­νῆς του».

σπδ’

 «Ὁ δι­ά­βο­λος εἶ­ναι με­γά­λος τε­χνί­της. Τόν κα­θέ­να κά­που προ­σπα­θεῖ νά τόν πιά­ση. Ὁ λο­γι­σμός εἶ­ναι τό πιό σπου­δαῖ­ο πρᾶγ­μα γι᾿ αὐ­τό καί τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο ἐρ­γό­χει­ρο τοῦ Σα­τα­νᾶ εἶ­ναι νά βά­ζη συ­νε­χῶς κα­κούς λο­γι­σμούς».

 

σπε’

«Ἡ λύ­πη εἶ­ναι πά­θος, ἄν λε­ί­πη ὁ Χρι­στός».

σπς’

«Τή  νο­στι­μιά  ὀ­φε­ί­λω  νά  τήν πο­λε­μή­σω ἤ  νά  μην τήν δη­μι­ουρ­γῶ ἀλ­λά ἄν ἔ­χω μί­α μι­κρή ἀ­δυ­να­μί­α νά τρώ­ω (ὅ­σο δέν βλά­πτο­μαι). Νά κοι­μᾶ­μαι, ἄν ἔ­χω ἀ­νάγ­κη καί ἑ­πτά ὧ­ρες. Ἀλ­λά γε­νι­κά νά μή βά­ζω τόν ἑ­αυ­τό μου σέ κα­λού­πια. Ἄλ­λο­τε μπο­ρεῖ νά ἔ­χω δυ­νά­μεις καί τρα­βῶ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἄλ­λο­τε κά­τι μέ πεί­ρα­ξε καί πρέ­πει νά ὑ­πο­χω­ρή­σω λί­γο».

σπζ’

«Μυα­λό ἔ­χου­με, νοῦς μᾶς χρει­ά­ζε­ται».

σπη’

«Στήν ἀρ­χή κυ­ρια­ρχοῦν οἱ κα­κοί λο­γι­σμοί καί σι­γά–σι­γά αὐ­ξά­νον­ται οἱ κα­λοί καί παύ­ουν οἱ κα­κοί. Ἀλ­λά καί οἱ κα­λοί δέν εἶ­ναι πα­ρά ἀν­θρώ­πι­νες ἐ­πι­νο­ή­σεις. Τό κα­λό ἔ­δα­φος, γιά νά ἔλ­θη ἡ Χά­ρις νά κα­τοι­κή­ση, εἶ­ναι νά ἐ­πέλ­θη ἕ­να ἄ­δεια­σμα στόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό λο­γι­σμο­ύς, ὄ­χι βέ­βαι­α ὅ­πως μέ τά ψυ­χο­φάρ­μα­κα πού ἀρ­ρω­σταί­νουν καί ἀ­δρα­νο­ποι­οῦν τήν φυ­σι­κή δύ­να­μη τῆς σκέ­ψε­ως».

 σπθ’

 «Ὅ­ταν λές τήν εὐ­χή, δέν θά σκέ­φτε­σαι τί­πο­τε, δέν θά δέ­χε­σαι κα­νέ­να λο­γι­σμό, οὔ­τε κα­κό οὔ­τε κα­λό, οὔ­τε νά τα­πει­νώ­νε­σαι μέ δῆ­θεν κα­λούς λο­γι­σμούς ἤ ὁ νοῦς σου νά πη­γαί­νη δῆ­θεν σέ ψυ­χω­φέ­λι­μα πε­ρι­στα­τι­κά. Μό­νο νά προ­σέ­χης καί νά συ­ναι­σθά­νε­σαι τά λό­για τῆς εὐ­χῆς».

σ­Ϟ’

 «Αὐ­τό πού μᾶς χρει­ά­ζε­ται εἶ­ναι ὁ θεῖ­ος φω­τι­σμός καί οἱ πνευ­μα­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα