Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Κά­ποι­ος Γέ­ρον­τας ἔ­δω­σε τίς λί­γες οἰ­κο­νο­μί­ες του σέ γνω­στό του γιά νά τίς φυ­λά­ξη. Ὅ­ταν ζή­τη­σε νά τίς πά­ρη, ἐ­κεῖ­νος δέν τίς ἐ­πέ­στρε­φε καί ἄρ­χι­σε νά βρί­ζη καί νά κα­τα­ρι­έ­ται τόν μο­να­χό. Αὐ­τός, ὁ ἀδικημένος, πα­ραι­τή­θη­κε ἀ­πό τήν λο­γο­μα­χί­α, δέ­χθη­κε τήν ἀ­δι­κί­α καί ἤ­ρε­μα τοῦ εἶ­πε: «Κρά­τη­σε ἐ­σύ τά χρή­μα­τα καί ἐ­γώ τίς ἀ­ρές (κα­τά­ρες)». Ἀλ­λά ἡ δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ ἐ­νήρ­γη­σε καί αὐ­τόν πού ἀ­δί­κη­σε, τόν ἔ­κλε­ψαν καί με­τά ἀρ­ρώ­στη­σε. Ἐ­πα­λη­θεύ­θη­κε ἔτσι ἡ Γρα­φή ἡ λέ­γου­σα: «Δι᾽ ὧν τις ἁ­μαρ­τά­νει, διά τού­των κο­λά­ζε­ται»[1][2].  

   

Ρω­τή­θηκε Γέ­ρων: «Πό­σα χρό­νια ἔ­χεις στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος;». Καί ἀ­πήν­τη­σε: «Κι αὐ­τές οἱ πέ­τρες καί τά ἀ­γρι­ο­γο­ύ­ρου­να ξέ­ρεις πό­σα χρό­νια ἔ­χουν ἐ­δῶ;». Θέ­λον­τας νά δεί­ξη ὅ­τι δέν ἀρ­κεῖ ὁ χρό­νος γιά τόν ἁ­για­σμό τῆς ψυ­χῆς, ἀλ­λά ἡ προ­αί­ρε­ση καί ὁ ἀ­γώ­νας. 

 

Εἶ­πε Γέρων:  «Δύ­να­μη μᾶς δί­νει ἡ θυ­σί­α καί ὄ­χι ἡ ἡ­συ­χί­α μας καί ἡ ξε­κού­ρα­ση». 

 

Εἶ­πε Γέρων:  «Ἡ  νυ­χτε­ρι­νή  προ­σευ­χή  εἶ­ναι  ἡ  

τρο­φή τοῦ μο­να­χοῦ, εἶ­ναι ἡ πιό δυ­να­τή καί ἡ πιό κα­θα­ρή προ­σευ­χή. Μπο­ρεῖ τό κομ­πο­σχο­ί­νι στήν ἀρ­χή νά εἶ­ναι λί­γο βα­ρύ, ἀλ­λά ἅ­μα συ­νη­θί­ση κα­νείς τήν εὐ­χή, εἶ­ναι τό πιό γλυ­κό πρᾶγ­μα». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Νά προ­σέ­χου­με τήν με­λέ­τη μας ἐμεῖς οἱ κα­λό­γε­ροι. Νά μήν τήν ἀ­με­λοῦ­με. Ὅ­πως ἔχο­υμε τήν ἀ­νάγ­κη νά τρῶ­με καί δέν τό ἀ­με­λοῦ­με, ἔ­τσι νά νι­ώ­θου­με τήν ἀ­νάγ­κη τῆς με­λέ­της. Αὐ­τό θά βο­η­θή­σει καί στήν προ­σευ­χή καί στόν κα­λο­γε­ρι­κό τρό­πο ζω­ῆς. Νἄ­χης τό πα­τε­ρι­κό βι­βλί­ο δί­πλα σου. Ν᾿ ἁ­πλώ­νης τό χέ­ρι σου καί νά τό φτά­νης. Πρίν κοι­μη­θῆς, νά δι­α­βά­ζης, νά σοῦ μέ­νη ἡ με­λέ­τη, καί μ᾿ αὐ­τήν νά κοι­μᾶ­σαι καί νά ξυ­πνᾶς». 

 

Κά­ποι­ος Γέ­ρον­τας πού βρέ­θη­κε νύ­χτα πά­νω ἀπό τόν Ἅ­γιο Παῦ­λο, κα­τά τό ἔ­τος 1995, δι­η­γή­θη­κε: «Ἐ­πί δύ­ο ὧ­ρες ἔ­βλε­πα μία πύ­ρι­νη στή­λη πού ξε­κι­νοῦ­σε ἀ­πό τή Νέα Σκή­τη κι ἔ­φτα­νε μέ­χρι τόν οὐ­ρα­νό. Ρω­τοῦ­σα ἕ­να λα­ϊ­κό πού ἦ­ταν μα­ζί μου, “βλέ­πεις ἐ­κεῖ;”, δέν ἔ­βλε­πε τί­πο­τε. Ἔ­κα­να τόν σταυ­ρό μου κι ἔ­λε­γα· «Πα­να­γί­α μου, τί εἶ­ναι αὐ­τό; Πλά­νη;». Φαί­νε­ται κά­ποι­ος προ­σευ­χό­ταν καί ἡ εὐ­χή του ἀ­νέ­βαι­νε εὐ­πρόσ­δε­κτη στόν Θε­ό σάν στῦ­λος φω­τός. Ἦ­ταν κά­που πιό πά­νω ἀ­πό τούς Ἀ­βρα­μαί­ους».  

 

Εἶ­πε Γέρων: «Προ­σο­χή στόν λο­γι­σμό. Θέ­λει  πολ­λή προ­σο­χή. Μία χα­ρα­μά­δα νά τοῦ ἀ­νο­ί­ξης, μπῆ­κε ὁ κα­κός λο­γι­σμός καί με­τά ἄν­τε νά τόν δι­ώ­ξης∙ χώ­ρια πού σοῦ δη­μι­ουρ­γεῖ κα­τά­στα­ση μέ­σα σου καί σέ στε­νο­χω­ρεῖ». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ἡ νη­στεί­α βο­η­θᾶ πο­λύ καί πνευ­μα­τι­κά καί στήν ὑ­γεί­α». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Μή­πως μέ τήν δύ­να­μή μας μέ­νου­με ἐ­δῶ;  Κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά μεί­νη μό­νος του ἐ­δῶ, ἂν ἡ Πα­να­γί­α δέν τόν σκε­πά­ζη». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Νά προ­σέ­χου­με τήν ὑ­πα­κο­ή μας· χρει­ά­ζε­ται σε­βα­σμός στόν θε­σμό τοῦ Γέ­ρον­τος, ὁ- ποι­ο­δή­πο­τε κι ἂν εἶ­ναι τό πρό­σω­πο». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Στήν κα­λο­γε­ρι­κή χρει­ά­ζε­ται ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κό δό­σι­μο. Νά μήν ἔ­χου­με κρα­τού­με­να. Νά ἀ­φε­θοῦ­με στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ καί στά χέ­ρια τοῦ Γέ­ρον­τα». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ἡ ὑ­πα­κο­ή μας πρέ­πει νά εἶ­ναι χα­ρού­με­νη, ὄ­χι μί­ζε­ρη. Καί αὐ­τό ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τήν ἀγά­πη στόν Γέ­ρον­τα, πού πρέ­πει νά εἶ­ναι δε­δο­μέ­νη, βα­θειά καί εἰ­λι­κρι­νής. Μό­νο ἔ­τσι θά προ­χω­ρή­σου­με». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὁ μο­να­χός εἶ­ναι καί ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος, ὅ­ταν ζῆ ἐ­ξα­γι­α­σμέ­νη ζω­ή». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὁ ἀ­σκη­τής εἶ­ναι ὁ πιό κοι­νω­νι­κός ἄν­θρω­πος, μέ­σῳ τῆς κοι­νω­νί­ας του μέ τόν Θε­ό καί τῆς προ­σευ­χῆς γιά τόν κό­σμο». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Νά μήν ἀ­με­λοῦ­με καί νά μή στε­νο­χω­ρού­μεθα, ἂν δέν μπο­ροῦ­με νά κά­νου­με πολ­λά. Ἡ ἀ­σθέ­νεια ἀ­να­πλη­ρώ­νει τήν ἄσκη­ση. Ὁ Θε­ός δέν θέ­λει τήν ἄ­σκη­σή μας ἀλ­λά τήν καρ­διά μας». 

 

Εἶ­πε Γέρων:  «Οἱ πει­ρα­σμοί μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζουν νά τρέ­χου­με πρός τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γί­α, σάν τό παι­δά­κι πού βρί­σκει στόν δρό­μο του ἕ­να σκύ­λο καί κα­τα­φεύ­γει στήν ἀγ­κα­λιά τῆς μάν­νας του. Ἀλ­λοι­ῶς θά ἔ­τρε­χε ἐ­δῶ καί κεῖ».  

 

Εἶ­πε Γέρων: «Σκο­πός εἶ­ναι νά φθά­σου­με νά ἀγα­πή­σου­με τόν Χρι­στό. Ἂν ἀ­γα­πή­σου­με τόν Χρι­στο, ὕ­στε­ρα ὅ­λα εἶ­ναι εὔ­κο­λα. Δέν μᾶς κά­νει καρ­διά γιά τί­πο­τε πιά». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ἡ κυ­ρι­ώ­τε­ρη ἀ­ρε­τή εἶ­ναι ἡ τα­πεί­νω­ση. Ὅ­λα τά ἄλ­λα μό­να τους δέν κά­νουν τί­πο­τε, οὔ­τε οἱ νη­στεῖ­ες οὔ­τε οἱ ἀ­γρυ­πνί­ες. Πρέ­πει νά γί­νων­ται, ἀλ­λά μέ τα­πε­ί­νω­ση». 

 

Γέ­ρων ἔ­λε­γε στό κα­λο­γέ­ρι του: «Νά κά­νης 300 με­τά­νοι­ες, οὔ­τε μί­α πα­ρα­πά­νω. Ἄν κά­νης 301, προ­σκύ­νη­σες τόν δι­ά­βο­λο». (Δη­λα­δή καί αὐ­τή ἡ μί­α,  χω­ρίς τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Γέ­ρον­τα, γί­νε­ται μέ θέ­λη­μα καί ἐ­γω­ϊ­σμό, πού πί­σω κρύ­βε­ται ὁ δι­ά­βο­λος). 

 

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ὅ­σα γί­νον­ται χω­ρίς μέ­τρο καί δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λές. Ὅ­λες οἱ ὑ­περ­βο­λές εἶ­ναι σα­τα­νι­κές».  

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὅ­ποι­ος ἔ­χει ἀ­πο­κτή­σει τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή δέν αἰ­σθά­νε­ται τήν ἀ­νάγ­κη νά δι­α­βά­ζη βι­βλί­α». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Τήν εὐ­χή πρέ­πει νά τήν λέ­με ὁ­λό- 

κλη­ρη: “Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με”. Πολ­λοί ἔ­λε­γαν μό­νο “Ἰ­η­σοῦ μου, Ἰ­η­σοῦ μου” καί ἔ­γι­ναν Ἰ­η­σου­ΐ­τες». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Νά εἶ­στε ἀ­γα­πη­μέ­νοι. Ὅ­ταν εἶ­στε ἀ­γα­πη­μέ­νοι μέ ὅ­λους το­ύς ἀ­δελ­φο­ύς, εἶ­ναι καί ὁ Χρι­στός μα­ζί σας». 

 

Ἔ­λε­γε ἕ­νας Γέ­ρον­τας ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Ἄν­να: «Τά 98 ἀ­πό τά 100 δαι­μό­νια πη­γαί­νουν στούς ψάλ­τες». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ἡ τα­πεί­νω­ση εἶ­ναι σάν τό ἐ­λα­τή­ριο. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο τό πα­τᾶς, τό­σο πιό ψη­λά σέ τι­νά­ζει. Ὅ­σο τα­πει­νώ­νε­σαι, τό­σο ἀ­νε­βα­ί­νεις πνευ­μα­τι­κά».

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα