Δαιμονοπληξία καὶ δαιμονολαγνεία
Ἔχομε καὶ ἄλλοτε ἀναφέρει ὅτι κάθε θαῦμα ποὺ κάνει ὁ Κύριος ἐντάσσεται στὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, μὲ στόχο τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ θεραπεία τῶν δύο δαιμονισμένων Γεργεσηνῶν (Ματθ. η’ 28 – θ’ 1) ἢ Γαδαρηνῶν, ὅπως ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους δύο εὐαγγελιστές (Μάρκ., ε’ 20, Λουκ., η’ 26-39).
Ἀλήθεια, ὑπὸ ποῖες συνθῆκες πραγματοποιεῖται αὐτὴ ἡ θαυμαστὴ θεραπεία; Ἔχει προηγηθῆ τὸ γαλήνεμα τῆς θαλάσσης ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ὁ ἔλεγχος τῶν μαθητῶν του ὡς ὀλιγοπίστων, («τί δειλοί ἐστέ, ὀλιγόπιστοι;») ἀλλὰ καὶ ἡ «ἀπιστία» τῶν ὑπολοίπων, ποὺ παρ’ ὅτι ἔβλεπαν τὸ θαῦμα, ἐν τούτοις ἀναρωτιοῦνταν ἁπλῶς: «ποταπός ἐστιν οὗτος (=τί εἴδους ἄνθρωπος εἶναι αὐτός), ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούωσιν αὐτῶ;» (Ματθ., η’ 26-27).
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὁ Κύριος, μετὰ ἀπὸ τὸ γαλήνεμα τῶν κυμάτων, περνάει «εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν», σὲ χώρα ὅπου κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, γιὰ νὰ δείξῃ στοὺς μαθητές Του καὶ στοὺς ὑπολοίπους Ἰουδαίους ὅτι, παρ’ ὅλον ποὺ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἰουδαῖοι δυσκολεύονται ἢ καὶ ἀρνοῦνται νὰ παραδεχθοῦν τὴν θεότητά Του, ἐν τούτοις «τὰ δαιμόνια πιστεύουσιν καὶ φρίττουσιν» (Ἰακ., β’ 19). Οἱ δαιμονιζόμενοι ποὺ τὸν προϋπάντησαν ἐκεῖ «…ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ;» (Ματθ., η’ 29).
Αὐτοὶ οἱ δαιμονισμένοι ποὺ ἐξέρχονταν «ἐκ τῶν μνημείων» καὶ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν ἀνθρώπων («χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης»), αὐτοὶ ποὺ δὲν «εἶχαν τὸν Θεό των», αὐτοὶ ἀκριβῶς τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν Ὁποῖον, μάλιστα, δὲν ἔχουν καμμία σχέση («τί ἡμῖν καὶ σοί») ἐκεῖνοι οἱ δαίμονες, οἱ υἱοὶ τοῦ σκότους﮲ διότι ποιά σχέση μπορεῖ νὰ ἔχῃ τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι, ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Βελίαλ (Β’ Κορ., στ’ 15), ὁ Παντοδύναμος Κύριος μὲ τὸν «ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωάν., ιδ’ 30)!
Γνωρίζουν, μάλιστα, ὅτι αὐτὸ τὸ σκοτάδι τοὺς περιμένει, λόγῳ τοῦ ἀνθρωποκτόνου ἔργου των, καὶ τρομοκρατοῦνται στὴν θέα τοῦ «φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ», γι’ αὐτὸ καὶ ἀναφωνοῦν: «ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ (πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα μας) βασανῖσαι ἡμᾶς;» (Ματθ., η’ 29). Αὐτὰ τὰ φοβερὰ καὶ τρομερὰ δαιμόνια ποὺ βασάνιζαν τοὺς ἀνθρώπους, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν των, δὲν θέλουν -ἀκόμη- νὰ βασανιστοῦν τὰ ἴδια, ἀλλὰ ἐκλιπαροῦν τὸν Κύριο, «λέγοντες﮲ εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων.» (ὅ. π. 31). Αὐτὰ τὰ φοβερὰ καὶ τρομερὰ δαιμόνια ποὺ κυρίευαν τοὺς ἀνθρώπους ἀναγνωρίζουν ὡς κύριό των τὸν «Κύριο τῶν κυριευόντων καὶ Βασιλέα τῶν βασιλευόντων» (Α’ Τιμ., στ’ 15) καὶ Τοῦ ζητοῦν τὴν ἄδεια («ἐπίτρεψον ἡμῖν»!) νὰ πᾶνε ποῦ, ἄραγε; Ἀκάθαρτα αὐτὰ στοὺς ἀκάθαρτους χοίρους.
Ἡ ἀκαθαρσία εἶναι ὁ φυσικός των χῶρος ἀλλὰ ἀκόμη μεγαλύτερη χαρά των εἶναι νὰ κατοικήσουν στοὺς καθαροὺς καὶ νὰ τοὺς καταστήσουν καὶ αὐτοὺς ἀκαθάρτους. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος, σὲ ἄλλο σημεῖο, ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ σὲ ὅλους ἀλλὰ ἰδιαιτέρως σὲ ὅσους ἔχουν προσφάτως καθαριστῆ ἀπὸ «ἀκάθαρτο πνεῦμα», νὰ προσέχουν καὶ νὰ φροντίζουν τὴν «σεσαρωμένη» (σκουπισμένη καὶ καθαρισμένη) οἰκία των –τὴν ψυχή των-, διότι τὰ πονηρὰ δαιμόνια εὐκαιρία ψάχνουν, γιὰ νὰ εἰσέλθουν ξανὰ καὶ νὰ τὴν βρωμίσουν. Καὶ τότε ἡ χαρά των εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη, διότι ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ ἀνθρωποκτόνου καὶ μισό-καλου διαβόλου, νὰ βασανίζῃ τοὺς ἀνθρώπους (Ματθ., ιβ’ 43).
Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση τὰ δαιμόνια δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἐγκαταλείψουν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βασανίζουν. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχουν ἄλλη ἐπιλογή («εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς»), τότε ζητοῦν νὰ πᾶνε τοὐλάχιστον νὰ κατοικήσουν στοὺς ὁμοίους των χοίρους.
Ἑπομένως, μπορεῖ τὰ δαιμόνια νὰ ἔχουν καταλάβει τὸ σῶμα, τὴν ψυχὴ καὶ τὴν διάνοια τῶν δαιμονισμένων -διότι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ δαιμονοληψία καὶ δαιμονοπληξία- καὶ νὰ τὴν ὁρίζουν καὶ νὰ ἄγουν καὶ νὰ φέρουν τὰ δυστυχισμένα θύματά των, στὴν πραγματικότητα ὅμως Ἄλλος ὁρίζει καὶ Ἄλλος ἀποφασίζει καὶ ἐὰν Ἐκεῖνος θέλῃ -καὶ ἀσφαλῶς τὸ θέλει-, μπορεῖ νὰ σώσῃ τὸ ἀπολωλός.
Καὶ ἐπειδὴ ὁ δαιμονισμένος γενικῶς, ὅπως καὶ οἱ συγκεκριμένοι, δὲν ὁρίζουν πλέον τὸν ἑαυτό των, διότι τοὺς ἔχει καταλάβει «ξένο σῶμα» -ὁ διάβολος-, γι’ αὐτὸ ἔρχεται ὁ Σωτήρας Χριστὸς νὰ «καθαρίσῃ» ὁ Ἴδιος γιὰ λογαριασμό των! Διότι Ἐκεῖνος δὲν εἶναι μισό-καλος, οὔτε ἀνθρωποκτόνος, ὅπως «ὁ κοσμοκράτωρ» τοῦ σκότους καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ εἶναι ἡ ζῶσα καὶ θυσιαστικὴ Ἀγάπη, ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ συντρίψῃ τὸ κράτος τοῦ διαβόλου καὶ νὰ προσφέρῃ τὴν σωτηρία στὰ δυστυχῆ του θύματα.
Ὁ Κύριος, βεβαίως, ἐπέτρεψε στὰ δαιμόνια νὰ εἰσέλθουν στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς κατακρημνίσουν καὶ νὰ τοὺς πνίξουν, ὄχι ἀσφαλῶς, γιὰ νὰ κάνῃ τὸ χατήρι τοῦ διαβόλου ἢ γιὰ νὰ καταστρέψῃ τοὺς καημένους τοὺς χοίρους, ὅπως πολλοὶ καὶ τότε καὶ σήμερα θὰ ἰσχυρίζονταν, ἀλλὰ, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, και μάλιστα ὁ ἱερὸς Χρυσσόστομος, γιὰ νὰ δείξῃ σὲ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἀπίστους τί κακό μπορεῖ νὰ κάνῃ ὁ διάβολος στὸν ἄνθρωπο, ἐὰν ὁ τελευταῖος κυριευθῆ ἀπὸ αὐτόν. Ἀφοῦ ἐκεῖνα τὰ δαιμόνια ποὺ ἐξῆλθαν ἀπὸ τοὺς πρώην δαιμονοπλήκτους εἶχαν τόση δύναμη, ὥστε νὰ καταπνίξουν δύο χιλιάδες χοίρους (Μάρκ., ε’ 13), φανταστῆτε τί δύναμη ἀσκοῦσαν πάνω σ’ αὐτοὺς τοὺς δύο ἀνθρώπους καὶ τί μεγαλύτερο κακὸ θὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς προξενήσουν, ἐὰν ἀσφαλῶς τὸ ἐπέτρεπε ὁ Κύριος.
Θὰ μποροῦσαν δηλαδὴ οἱ δαιμονισμένοι ἐκεῖνοι, ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ διαβόλου, νὰ ὡρμοῦσαν καὶ νὰ κατακρημνίζονταν, νὰ αὐτοκτονοῦσαν δηλαδή. Γι’ αὐτὸ ἂς μὴν ἐπικρίνουμε τοὺς δυστυχισμένους ἀδελφούς μας ποὺ προβαίνουν σὲ τέτοιου εἴδους ἀπονενοημένα διαβήματα, διότι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίζωμε ὑπὸ τὸ κράτος ποίου διαβόλου -ποιοῦ πάθους δηλαδή- ἔχουν προηγουμένως κυριευθῆ. Τὸ μόνον ποὺ μποροῦμε νὰ κάνωμε εἶναι νὰ προσευχώμαστε στὸν Κύριο τῆς ἀγάπης νὰ ἐπιληφθῆ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο γιὰ τὴν τελικὴ κρίση τῶν ψυχῶν των.
Ἔχει, πράγματι, ἐνδιαφέρον νὰ δοῦμε τώρα ποιά στάση κράτησαν οἱ Γεργεσηνοί (ἢ Γαδαρηνοί) ἀπέναντι σ’ αὐτὸ τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ Κυρίου. Ὅταν οἱ βοσκοὶ πῆγαν μέσα στὴν πόλη καὶ τοὺς ἀπήγγειλαν τὰ γεγονότα καὶ τὴν σωτηρία τῶν δαιμονιζομένων, «πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν.» (Ματθ., η’ 34).
Μάλιστα! Ἀντὶ νὰ χαροῦν γιὰ τὴν θεραπεία τῶν δυστυχισμένων ἀδελφῶν των καὶ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Κύριο ποὺ τοὺς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὸ μαρτύριο τῆς τρομοκρατίας ποὺ ἄθελά των τοὺς ἀσκοῦσαν –νὰ θυμηθοῦμε τὸ οἰκτρὸ θέαμα ποὺ παρουσίαζαν, ὅτι κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸν δρόμο των, καὶ ὅπως λέει καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος στὴν δική του διήγηση συμπληρωματικὰ γιὰ τὸν ἕναν ἀπὸ αὐτούς, τὸν χειρότερο, ἔσπαγε τὶς ἁλυσίδες του καὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δαμάσῃ καὶ κατέκοπτε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του μὲ πέτρες (Μάρκ., ε’ 3-5)- ἀντί, λοιπόν, νὰ χαροῦν γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τῶν ἰδίων καὶ τῶν ἀδελφῶν των, ἐκεῖνοι θρηνοῦν, ὡς φαίνεται, γιὰ τὰ χαμένα καὶ ἄνομα κέρδη των ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τῶν γουρουνιῶν -νὰ σημειωθῆ ὅτι αοἱ εἰδωλολάτρες Γαδαρηνοὶ ἀσκοῦσαν παρανόμως ἐμπόριο χοίρων, ἀφοῦ ἡ κατανάλωση τοῦ χοιρινοῦ, ὡς ἀκαθάρτου, ἀπαγορευόταν ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ νόμο.
«Καὶ ἐφοβήθησαν», λέει πάλι ὁ Μάρκος (ὅ. π. 13). Φοβήθηκαν μήπως χάσουν γενικῶς, ἐὰν ὁ Κύριος παρέμενε ἀνάμεσά των, καὶ δὲν φοβήθηκαν, ὥστε νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σταματήσουν τὴν παρανομία. Τελικά, ποιός ἦταν περισσότερο κατειλημμένος ἀπὸ δαιμόνια; Οἱ δύστυχοι πρώην δαιμονόπληκτοι ἢ μήπως οἱ δαιμονολάγνοι ὑπόλοιποι Γεργεσηνοί, ποὺ εἶχαν καταληφθῆ ἀπὸ τὸ ἀθεράπευτο πάθος τῆς φιλαργυρίας, «ἥτις ἐστὶ εἰδωλολατρεία»; (Κολ., γ’ 5).
Νὰ προσέξωμε, ἀδελφοί μου, μήπως καὶ ἐμεῖς οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ ἔχομε κυριευθῆ ἀπὸ τυχὸν ἀκαθαρσίες, πάθη καὶ κακές ἐπιθυμίες, καὶ ἔχομε ἀγκυλωθῆ τόσο σὲ αὐτές, ὥστε ἀντὶ νὰ ποθοῦμε τὴν ἀπαγκίστρωσή μας, ἐμεῖς νὰ φοβώμαστε μήπως χάσωμε τὰ δαιμόνιά μας (!), τὰ περιττὰ χρήματα, τὰ παράνομα κέρδη, τὴν περίοπτη κοινωνική μας θέση, τὰ φιλήδονα πάθη μας. Τὸ χειρότερο δέ, ὅταν βλέπωμε ἄλλους δυστυχεῖς ἀδελφούς μας νὰ ἀπαλλάσσωνται ἀπὸ τὰ δικά των πάθη – δαιμόνια, νὰ μὴν τοὺς ἀγκαλιάζωμε, ἀλλὰ νὰ φοβώμαστε μήπως πάθωμε καὶ ἐμεῖς τὸ ἴδιο, μήπως λυτρωθοῦμε δηλαδὴ ἀπὸ τὸ σατανικό μας πάθος! Ἀλλοίμονο! Δὲν ὑπάρχει τραγικώτερη δαιμονοπληξία ἀπὸ τὴν δαιμονολαγνεία, τὴν λατρεία τῶν παθῶν μας καὶ τὴν ἀποφυγὴ τῆς σωτηρίας μας.
Γι’ αυτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος τῆς ἡμέρας μᾶς καλεῖ στὴν ἐκ πίστεως δικαιοσύνη. Νὰ πιστεύσωμε δηλαδή «καρδίᾳ», μὲ τὴν καρδιά μας ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ Θεός μας καὶ νὰ τὸ ὁμολογήσωμε μὲ τὸ στόμα μας, γιὰ νὰ τὸ χωνέψωμε, διότι «καρδίᾳ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν» (Ῥωμ., ι’ 6-9), μὲ τὴν καρδιά του πιστεύει ὁ ἄνθρωπος ὅ τι ὁδηγεῖ στὴν δικαιοσύνη καὶ μὲ τὸ στόμα του ὁμολογεῖ ὅ τι ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία.
Βεβαίως, ἡ πίστη καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ Κυρίου ὡς Σωτήρα μας εἶναι τὸ πρῶτο καὶ ἀποφασιστικὸ βῆμα. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἀπαιτεῖται ἀγώνας γιὰ ἐναρμόνιση τῆς ζωῆς καὶ τῆς πολιτείας μας μὲ τὸ θέλημά Του. Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι θὰ μπορέσωμε νὰ νεκρώσωμε σταδικὰ μέσα μας τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη καὶ τὶς νοσηρές μας ἐπιθυμίες καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε, μὲ τὴν χάρη Του, γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἐὰν αὐτὸ τὸ κάνωμε συνεχῶς καὶ ἐξασκούμαστε στὴν ἀπολύτρωσή μας, τότε κάποια στιγμὴ θὰ αἰσθανθοῦμε καὶ ἐμεῖς ξαλαφρωμένοι, σὰν τόν «σωφρονοῦντα καὶ ἱματισμένο» πρώην δαιμονισμένο, καὶ θὰ Τὸν παρακαλοῦμε καὶ ἐμεῖς, νὰ μείνωμε κοντά Του (Μάρκ., ε’ 15-18), ὥστε νὰ εὕρωμε, μὲ τὴν χάρη Του, καὶ τὴν αἰωνία λύτρωση καὶ σωτηρία. Ἀμήν! Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος