Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Τό Κελλί Γιαννακόπουλα, πέρα ἀπό τήν σπηλιά τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, πῆρε τό ὄνομα ἀπό τήν λέξη Γυναικόπαιδα τά ὁποῖα ἔβγαλαν ἀπό τό Ὄρος καί τά ἔστειλαν στήν Πελοπόννησο μετά τήν ἔλευση τῆς Παναγίας στό Ἅγιον Ὄρος.
Στά Γιαννακόπουλα λοιπόν πολύ παλαιά ζοῦσε μία συνοδεία ἐναρέτων πατέρων. Κάποια μέρα ἦρθαν πειρατές γιά νά τούς λεηλατήσουν. Μόλις ὅμως εἶδαν τήν εὐλάβειά τους, τήν ταπεινή ἐμφάνιση καί συμπεριφορά τους ἀφοπλίστηκαν καί ἀντί νά τούς κλέψουν ὡμολόγησαν: «Ἐμεῖς ἤρθαμε νά σᾶς κάνουμε κακό, ἀλλά βλέπουμε ὅτι ἐσεῖς εἶστε καλοί ἄνθρωποι καί δέν θά σᾶς πειράξουμε». Εἶδαν τούς πατέρες νά ξεφουρνίζουν τό ψωμί τους καί τούς παρακάλεσαν νά τούς δώσουν ψωμί. Τούς ἔδωσαν ὅλα τά ψωμιά, οἱ πειρατές τούς εὐχαρίστησαν, τά πλήρωσαν μέ δηνάρια καί ἔφυγαν. Ἐδῶ ἐφαρμόστηκε τό «οἶδεν ἀρετήν ἀνδρῶν καί πολέμιος θαυμάζειν».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα