Α’ Κυριακή των νηστειών (της Ορθοδοξίας) – «Ἔρχου καὶ ἴδε»

π. Γεωργίου Θανάσουλα

Μὲ αὐ­τά τὰ λό­για, Ἀ­δελ­φοί μου, ὁ Φί­λιπ­πος ἀ­πήν­τη­σε στὸν δι­σταγ­μό τοῦ φί­λου του Να­θα­να­ήλ, ὅ­ταν ἑ­κεῖ­νος τοῦ ἀ­νήγ­γει­λε ὅ­τι βρῆ­κε τὸν ἀ­να­με­νό­με­νο Μεσ­σί­α. Καὶ αὐ­τά τὰ λό­για ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τὰ ἀ­πευ­θύ­νει σὲ ὅ­λους ἐ­μᾶς, ἀλ­λά καὶ σὲ ὅ­λους ἐ­κεί­νους ποὺ σή­με­ρα φω­νά­ζουν καὶ λέ­νε ὅ­τι ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός πά­λι­ω­σε καὶ πρέ­πει νὰ τὸν ἀλ­λά­ξου­με. Νὰ δη­μι­ουρ­γή­σου­με ἕ­ναν και­νού­ριο κό­σμο , μὲ μί­α θρη­σκεί­α, μί­α παγ­κό­σμια οἰ­κο­γέ­νεια. Εἶ­ναι οἱ ὀ­πα­δοί τῆς λε­γό­με­νης παγ­κο­σμι­ο­ποι­ή­σε­ως. Βέ­βαι­α καὶ ἡ Χρι­στι­α­νι­κή θρη­σκεί­α σ’­αὐ­τό ἀ­πο­βλέ­πει, σ’­αὐ­τό σκο­πεύ­ει, στὸ νὰ γί­νου­με ὅ­λοι μί­α ποί­μνη μὲ ἕ­να ποι­μέ­να. Ἀλ­λά ποι­ος ποι­μέ­νας θὰ ἐ­νώ­σει τὸν κό­σμο; Ὁ πλα­νή­της γνώ­ρι­σε πολ­λούς ἀ­πὸ αὐ­τούς στὴν μα­κραί­ω­νη ἱ­στο­ρί­α του καὶ ὅ­λοι τους ἔ­σβη­σαν καὶ ἐ­ξη­φα­νί­σθη­σαν. Ποι­ος λοι­πόν θὰ τοὺς ἐ­νώ­σει;  Τἠν ἀ­πάν­τη­ση μᾶς τῆν δί­νει ἡ ση­με­ρι­νή Εὐ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή. Εἶ­ναι ἑ­κεῖ­νος «Ὅν ἔ­γρα­ψε Μω­υ­σῆς ἐν τῷ νό­μῳ καὶ οἱ Προ­φῆ­ται». Εἶ­ναι ὁ ἄ­ση­μος Ἰ­η­σοῦς ἀ­πό τὴν Να­ζα­ρέτ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦλ­θε καὶ φύ­τε­ψε τὴν Ἐκ­κλη­σί­α του καὶ μᾶς προ­σκα­λεῖ γιὰ μί­α ζω­ή ἀ­νώ­τε­ρη, ἀ­πη­λαγ­μέ­νη ἀ­πὸ κα­κές συ­νή­θει­ες καὶ ἀ­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νη ἀ­πό την δου­λεί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Καὶ σὲ ὅ­λους ὅ­σους ἀμ­φι­βά­λου­με νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σου­με, νὰ ἀ­να­κυ­ρή­ξου­με καὶ πι­στεύ­σου­με Τον Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α του, σάν­τὴν μό­νη δύ­να­μη ποὺ εἶ­ναι ἰ­κα­νή νὰ ἐ­νώ­σει τὰ «πρίν δι­ε­στῶ­τα», ὁ Κύ­ριός μας δὲν

προσκομίζει λογικά ἐπιχειρήματα, οὔτε μαρτυρίες ἀπὸ τὴν γραφή ἀλλά περιορίζεται στὴν ὑπόδειξη «ἔρχου καὶ ἴδε» γιατί εἶναι πεποισμένος ὅτι μία προσωπική συνάντηση μαζί του θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀναγνώρησή Του·  θὰ προκαλέσει τὴν πίστη μέσα μας. Ὄχι μιὰ ὀποιαδήποτε πίστη ἀλλά τὴν ὀρθή πίστη. Πίστη ἀληθινή ὄχι μόνον στα λόγια ἀλλά κυρίως νὰ ζοῦμε ὀρθά. ὀρθά φρονῶ καὶ ὀρθά πράττω. Ἡ δύναμις τοῦ βιώματος εἶναι ἰσχυρότερη ὰπό τὴ δύναμη τοῦ λόγου. Τὸ«ἔρχου καὶ ἴδε» τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου αὐτὸ ἀκριβῶς ἐκφράζει. Γνωρίζουμε τὸν Χριστό σημαίνει,ὅτι βιώνουμε τὸ πνευματικό περιεχόμενο τῶν ἐντολῶν Του. ἡ γνώση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν Του. Ἄν δὲν κάνουμε ὅμως βήματα προσέγγισης, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ναθαναήλ, δὲν θὰ γνωρίσουμε τὸν Χριστό. Ἀλλά πῶς γνωρίζει κάποιος τὸν Χριστό; Τὶ πρέπει νὰ κάνει οὔτως ὤστε νὰ ἔχει μία προσωπική συνάντηση μαζί Του;  Καὶ πάλι ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή  μᾶς δίνει ἀπάντηση. «Ὅν ἔγραψε Μωσῆς καὶ οἱ Προφῆτες». Ἡ Ἁγία Γραφή ἐπομένως εἶναι ὁ δείκτης, ὁ ὁδηγός μας ποὺ θὰ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀνεύρεσή του. Ἡ Ἁγία Γραφή, ἱδαίτερα τώρα τὴν Μ. Τεσσαρακοστή ἀποτελεῖ τὴν καθημερινή τροφή τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ μέσον τῆς λατρείας της καὶ τῆς συντήρησής της. Ἄν δεν μιμηθοῦμε τὸν Φίλιππο καὶ τὸν Ναθαναήλ, οἱ ὁποῖοι μὲ πολύ ζῆλο ἐρευνοῦσαν τὶς Γραφές γιὰ νὰ βροῦν τὰ σημεῖα ἀναγνωρίσεως τοῦ Μεσσίου, δὲν πρόκειται νὰ τὸν βροῦμε, οὔτε νὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε, ἀλλά οὔτε νὰ τὸν συναντήσουμε. Δὲν πρόκειται νὰ γίνουμε μαθηταὶ του,οὔτε ὁπαδοί του, ἔστω καὶ ἄν λέμε ὅτι εἴμαστε

Χρι­στι­α­νοί­Ὀρ­θό­δο­ξοι καὶ ὀ Κύ­ριός μας θὰ μᾶς πεῖ ὅ­τι «οὐκ οἶ­δα ὑ­μᾶς». Δὲν σᾶς ξέ­ρω για­τὶ καὶ σεῖς δὲν μὲ γνω­ρί­σα­τε. Γἰ αὐ­τό εἶ­ναι με­γά­λη, ἄν ὄ­χι μο­να­δι­κή εὐ­και­ρί­α τώ­ρα τὴν Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή νὰ ἀ­να­ζη­τή­σου­με μέ­ςῶ τῆς με­λέ­της τῆς ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ τῆς λα­τρεί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας τὸ κρά­τος τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Φί­λιπ­πος καὶ ὁ Να­θα­να­ήλ ἐ­σπού­δα­ζαν μὲ ἐ­πι­μέ­λεια τὴν γρα­φήν καὶ ἔ­τσι ἀ­ξι­ώ­θη­καν­νὰ γί­νουν μα­θη­τές τοὺ Χρι­στοῦ· ἀ­ξι­ώ­θη­καν νὰ κα­τα­γρα­φοῦν στὸ μη­τρῶ­ο τῆς ἐκ­κλη­σί­ας καὶ κυ­ρί­ως νὰ προ­σελ­κύ­σουν καὶ ἄλ­λους. Για­τὶ αὐ­τό εἶ­ναι καὶ τὸ κα­θῆ­κον κά­θε Χρι­στια­νοῦ. Δὲν ἀρ­κεὶ νὰ βροῦ­με ἀ­πλῶς τὸν Χρι­στό γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας, ἀλ­λά νὰ κά­νου­με καὶ τοὺς ἄλ­λους κοι­νω­νούς τοῦ θη­σαυ­ροῦ μας. Καὶ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ γί­νου­με Ἱ­ε­ρα­πό­στο­λοι καὶ νὰ εἴ­μα­στε κή­ρυ­κες τοῦ Θεί­ου Λό­γου. Ὄ­χι. Χρει­ά­ζε­ται μό­νον ἐ­νά­ρε­τος βί­ος. Τὰ κα­λά ἔρ­γα εἶ­ναι ἡ κα­λύ­τε­ρη δι­α­φή­μι­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­πως ὁ ἴ­διος τὸ ἐ­φα­νέ­ρω­σε. «Οὕ­τω λαμ­ψά­τω τὸ φῶς ὑ­μῶν ἔμ­προ­σθεν τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­πως ἴ­δω­σιν τὰ κα­λά ἔρ­γα καὶ δο­ξα­σω­σιν τὸν Πα­τέ­ρα ὑ­μῶν τὸν ἐν οὐ­ρα­νοῖς». Ἄς ἁ­γι­α­σθοῦ­με λοι­πόν καὶ μεῖς, γιὰ νὰ ἁ­γι­ά­σου­με καὶ τοὺς ἄλ­λους. Ἄς κα­θα­ρι­σθοῦ­με ἀ­πό τὴν ἁ­μαρ­τί­α διὰ τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, γιὰ νὰ κα­θα­ρί­σου­με καὶ τοὺς ἄλ­λους. Ἄς ζή­σου­με τὴν και­νού­ρια ἐν Χρι­στῷ ζω­ή, γιὰ νὰ προ­σελ­κύ­σου­με καὶ τοὺς ἄλ­λους σ’­αὐ­τήν. Μὴ ἀν­τι­φά­σκου­με λέ­γον­τες μό­νον καὶ μὴ πράτ­τον­τες. Δὲν ὠ­φε­λεῖ σὲ τὶ­πο­τα ἄν ἔ­χου­με γνώ­σεις ἀλ­λά συμ­πε­ρι­φε­ρώ­μα­στε σὰν ἀ­μόρ­φω­τοι. Εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο, λέ­γει ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος, νὰ μην εἴ­μα­στε σο­φοί, ἄλ­λά νὰ ἔ­χου­με τὸν νό­μο τοῦ Θε­οῦ­στήν καρ­διά μας. Καὶ κα­τα­λή­γει λέ­γον­τας: «Ἐ­πει­δή τρό­πων ἀ­γών καὶ καρποφορία τὸ προκείμενον καὶ προσδοκία οὐρανῶν τὸ προσ-

δο­κώ­με­νον, μὴ γλῶτ­τα ζη­τεί­θω, ἀλ­λά ὁ τρό­πος κα­τορ­θού­σθω». Καὶ ὁ μό­νος τρό­πος ποὺ κα­τωρ­θώ­νει νὰ μᾶς κά­νει νὰ προ­σεγ­γί­σου­με καὶ νὰ γί­νου­με πι­στοί καὶ ἀ­κό­λου­θοι τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω, εἶ­ναι ἡ προ­σω­πι­κή σχέ­ση καὶ κοι­νω­νί­α μα­ζί του. Τό «ἔρ­χου καὶ ἴ­δε» μᾶς τὸ προ­βάλ­λει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σή­με­ρα, ἑ­ορ­τή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, σὰν ἕ­να τύ­πο γιὰ κά­θε κλή­ση στὴν πί­στη καὶ ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ ἕ­νας φί­λος κα­λεῖ τὸν ἄλ­λον­ςὰ ἔκ­φρα­ση ἀ­γά­πης. Ὁ ἔ­νας συ­νά­δελ­φος καὶ συ­νερ­γά­της κα­έ­ῖ τὸν ἄλ­λον, σὰν ἔκ­φρα­ση ἐ­κτί­μη­σης καὶ σε­βα­σμοῦ. Στὸ κα­λό καὶ στὰ ἔρ­γα ἀ­γά­πης πρέ­πει νὰ με­τέ­χου­με ὅ­λοι, ἐ­νῶ ἀν­τι­θέ­τως στὸ κα­κό νὰ μὴ γί­νε­ται μέ­το­χος κα­νείς.

    Ἀ­δελ­φοί μου. Αὐ­τή τὴ μέ­θο­δο τῆς δι­α­προ­σω­πι­κῆς κοι­νω­νί­ας καὶ κοι­νῆς συμ­με­το­χῆς στὸ κα­λό καὶ στὴν ἀ­ρε­τή ἀ­κο­λού­θη­σαν ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ὅ­λοι συ­στοι­χή­θη­καν μὲ ἐν­τι­μό­τη­τα καὶ πι­στό­τη­τα καὶ κα­τα­ξί­ω­σαν μὲ τὴν ζω­ή τους τὴν κλή­ση καὶ τὴν πί­στη τους. Μέ­σα σ’­αὐ­τό τὸ πνεῦ­μα, πνευ­μα­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας καὶ Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῆς σχέ­σης, δο­μή­θη­κε τὸ Ὀρ­θό­δο­ξο ἦ­θος, μα­ζί με τοὺς καρ­πούς τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας, ποὺ ἔ­χει σκο­πό νὰ μᾶς προ­βά­λει ἡ ση­με­ρι­νή ἡ­μέ­ρα­τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Σὲ μᾶς ἐ­να­πό­κει­ται τὼ­ρα νὰ συ­νε­χί­σου­με καὶ νὰ κρα­τή­σου­με ἀ­νό­θευ­τη τὴν ἱ­ε­ρή αὐ­τή πα­ρα­κα­τα­θή­κη καὶ ἀ­πό τὴν δι­κή τους πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α καὶ βε­βαι­ότη­τα, ὅ­πως αὐ­τή ἐκ­φρά­ζε­ται μέ­σα ἀ­πό τὴ ζω­ή καὶ τὸ ἔρ­γο τους, νὰ ξε­πη­δή­σει ἡ πρό­σκλη­σις πρὸς τοὺς ἄλ­λους«ἔρ­χου καὶ ἴ­δε», ὁ­πως ἀ­κρι­βῶς συ­νέ­βη μὲ τὸν Φί­λιπ­πο καὶ τὸν Να­θα­να­ήλ. Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή ση­μαί­νει κα­τά­θε­ση ἀ­γά­πης καὶ δι­α­κο­νί­ας· ση­μαί­νει κατάθεση ζωῆς, τὴν ὁποία εἴθε ὅλοι νὰ ἀποκτήσουμε εἰς δόξαν τοῦ  Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν.