τλς’
Εἶπε γιά κάποιον: «Μήν τόν σηκώνετε (τόν φουσκώνετε μέ τούς ἐπαίνους). Αὐτός δέν μπορεῖ νά σταθῆ στά πόδια του (κινδυνεύει)».
τλζ’
Τόν ἐπισκέφθηκε δόκιμος μοναχός μέ τόν ἐξαγριωμένο πατέρα του, πού ἐμπόδιζε τόν γυιό του νά γίνη μοναχός. Ὁ Γέροντας εἶπε στόν πατέρα του: «Ἄν ξέρατε τί τιμή σᾶς ἔκανε ὁ Θεός, νά κάνετε συμπεθεριά μαζί Του, θά μαζευόσασταν ὅλοι οἱ συγγενεῖς καί θά κάνατε γλέντι». Τοῦ εἶπε καί ἄλλα, καί ὁ πατέρας ἔφυγε χαρούμενος καί ἔδωσε τήν εὐχή του νά γίνη ὁ γυιός του μοναχός, ὅπως καί ἔγινε.
τλη’
«Προσπαθεῖστε νά ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας, γιατί ἀλλοιῶς ἀπό κοινόβιο θά γίνετε κυνόβιο».
τλθ’
«Κάποιες φορές τούς ἀρρώστους ὁ Θεός δέν τούς κάνει καλά γιά νά μή χάσουν τόν μισθό τους. Ὁ πατέρας δέν δίνει ὅλη τήν περιουσία στά παιδιά του, γιά νά μήν τήν σπαταλήσουν. Ἀφήνει καί ὁ Θεός κάτι γιά τήν ἄλλη ζωή».
τμ’
«Ὁ μοναχός πρέπει κατά διαστήματα νά διαβάζη τήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Σχήματος, γιά νά μήν ξεχνᾶ τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσε τήν ἡμέρα τῆς κουρᾶς του».
τμα’
«Ὅταν ταπεινώνεται κανείς σέ κάποιον ἄλλον,τότε ὁ ἴδιος ὑψώνεται, ἀνεβαίνει πνευματικά. Μερικές φορές ὅμως ταπεινώνεται κανείς σέ κάποιον, καί ἐκεῖνος τόν ταπεινώνει ἀκόμη περισσότερο».
τμβ’
«Ἕναν φιλοξενούμενο νά ἔχης στό Κελλί σου, χαλάει ὅλο τό πρόγραμμα. Θέλει κουβέντα καί παρέα. Ἐνῶ στό Μοναστήρι πηγαίνει στό Ἀρχονταρίκι».
τμγ’
«Τό κερί εἶναι ἡ κεραία, πού μᾶς βοηθᾶ νά πιάσουμε ἐπαφή μέ τόν Θεό».
τμδ’
«Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὅταν κοιμόταν, ἄναβε ἕνα κερί καί τό ἔβαζε πάνω σέ μία λαμαρίνα. Κάρφωνε ἕνα καρφί στό κερί, ἀφοῦ κανόνιζε πόση ὥρα θά κάνει νά φθάση ἡ φλόγα στό καρφί. Μετά ἔπεφτε τό καρφί στήν λαμαρίνα καί ἀπό τό θόρυβο ξυπνοῦσε».
τμε’
Στό Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ Κελλιοῦ ὑπῆρχε γιά ὑπόστεγο μία λαμαρίνα πού στηριζόταν σέ δύο ξύλα. Τό ἕνα ἦταν στήν μέση τοῦ διαδρόμου καί δυσκόλευε. Εἶπε στόν Γέροντα κάποιος νά τό βγάλη. Γιά νά τοῦ διδάξη τόν σεβασμό στήν παράδοση, τοῦ ἀπήντησε: «Ἐδῶ τό ἔχει βάλει ὁ Γέροντάς μου. Γιατί ἐγώ τώρα νά τό βγάλω;».
τμς’
«Ἦρθε γιά καλόγηρος κάποιος στοῦ Ἐσφιγμένου, ὁ ὁποῖος εἶχε στραγγαλίσει τή μητέρα του στήν Κατοχή. Τόν κράτησαν οἱ πατέρες ἀπό φιλανθρωπία. Εἶχε δαιμόνιο ὁ καημένος καί πολλές φορές ἔβλεπε τόν ἑαυτό του σάν τράγο. Καί σάν νά μήν ἔφθανε αὐτό, ἤθελε νά κάνη καί τόν διά Χριστόν σαλό. Μία φορά πῆρε ἕνα ξεσποριασμένο πεπόνι καί τό ἔτρωγε ἔξω μπροστά σέ ἐπισκέπτες. “Γιατί τό κάνεις αὐτό;” τόν ρώτησαν, καί ἀπάντησε: “Γιά νά κάνω τόν διά Χριστόν σαλόν”».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα