σν’
«Ἦρθε παλαιά στῶν Ἰβήρων ἕνας νέος ἄνθρωπος γιά μοναχός. Ἦταν 35 ἐτῶν. Αὐτός εἶχε πάει στήν Ἀμερική 18 ἐτῶν καί σάν παιδί πού ἦταν, βρῆκε ἐλευθερία καί λεφτά· ἔτσι ὅλη νύχτα γλεντοῦσε. Ὅσα λεφτά ἔβγαζε, τά σπαταλοῦσε στίς γυναῖκες. Ὅταν ὅμως ἔγινε 35 χρόνων, ἀπογοητεύτηκε καί σκέφθηκε: “Τί κάνω; Μία τέτοια ζωή πού ζῶ ἐγώ, τήν ζῆ καί ἕνα κτῆνος. Θά πάω στό Ἅγιον Ὄρος γιά μοναχός”. Πράγματι ἦρθε καί ἔγινε μοναχός στῶν Ἰβήρων. Καί δόθηκε στήν ἄσκηση καί καρποφόρησε. Ἔκανε μεγάλη ἄσκηση, ὁ Θεός τόν εὐλόγησε καί ἀπέκτησε καί πνευματική κατάσταση.
»Μία μέρα ὁ παπα Θανάσης πού ἦταν ἄνθρωπος μέ πραγματική πνευματική ζωή ἀπεφάσισε νά τόν δοκιμάση. Σκέφτηκε: “Νά δῶ ἄν ὁ λογισμός του ἀλλοιώνεται καθόλου ἤ εἶναι ἀπαθής”. Τοῦ λέει:
–Ρέ βλάκα, τί ἔκανες;
–Τί ἔκανα;
–Τό σκέφτηκες καλά αὐτό πού ἔκανες; Ἤσουν στήν Ἀμερική μέ τήν καλοπέρασή σου καί ἦρθες στό Ἅγιον Ὄρος; Τί νά κάνης; Μόλις πᾶς νά κοιμηθῆς, ντάν–ντάν οἱ καμπάνες, ἄντε τότε κάτσε ὅλη τή νύχτα στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἐκεῖ περνοῦσες τή νύχτα μέ συντροφιά νέες κοπέλλες. Ἐδῶ μετά ἀπό κόπο μιᾶς ἡμέρας σέ περιμένει ἕνα πιάτο ἀλάδωτα ρεβύθια, ἐνῶ ἐκεῖ εἶχες τό κρεατάκι σου μέ τίς μπυρίτσες σου. Τό σκέφτηκες καλά βρέ αὐτό πού ἔκανες;
»Στήν ἀρχή ἔλεγε ὅτι ἡ μοναχική ζωή εἶναι τό καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα. Μετά κάθησε καί τόν κοιτοῦσε· στό τέλος κατέβασε τό κεφάλι του καί κοιτοῦσε τήν γῆ. Μετά ἀπ᾿ αὐτά τόν ἄφησε.
»Ὅταν πέρασαν δύο–τρεῖς ὧρες, λέει, “ἄς πάω νά δῶ τί κάνει”. Ἤθελε νά δῆ, ἄν μετά ἀπό δεκαπέντε χρόνια μοναχική ζωή εἶναι εὐμετάβλητος ὁ ἄνθρωπος. Πῆγε στό κελλί του καί τί νά δῆ! Ἑτοίμαζε τίς βαλίτσες του γιά νά φύγη.
–Τί κάνεις βρέ, τόν ρώτησε.
–Νά, τοῦ ἀπαντᾶ, συνοφρυωμένος, ἀπεφάσισα νά γυρίσω στήν Ἀμερική. Ἐγώ δέν ἤμουν γιά μοναχός καί ἔκανα λάθος πού ἦρθα στό Μοναστήρι.
–Βρέ μποῦφο, τοῦ λέει, ἐγώ ἤθελα νά σοῦ κάνω ἕνα ἀστεῖο, νά δῶ ἄν μετά ἀπό τόσα χρόνια στό Μοναστήρι μεταβάλλεσαι καθόλου. Κι ἐσύ μέ δύο λόγια πού σοῦ εἶπα, ἀπογοητεύτηκες καί σηκώνεσαι νά πᾶς νά βρῆς τίς φιλενάδες σου στήν Ἀμερική; Κοίταξε νά μετανοήσης γι᾿ αὐτό πού ἔπαθες, κακομοίρη μου. Τοῦ εἶπε καί ἄλλα καί μεταμελήθηκε ὁ μοναχός αὐτός, διότι πρός στιγμήν ἀπελπίστηκε καί θέλησε νά φύγη. Καί σ᾿ ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή του, μετανοοῦσε γι᾿ αὐτό τό γεγονός».
σνα’
«Ζοῦσε παλαιά ἕνας μοναχός ἐδῶ στήν Προβάτα, τά πέταξε καί παντρεύτηκε στήν Θάσο. Μετά ἀπό πολλά χρόνια δουλειά, ἀπέκτησε ἕνα καράβι. Πῆγε λοιπόν καί τό φόρτωσε στό Βατοπέδι ξύλα. Φεύγοντας, ὅταν ἔφθασε στήν Προβάτα, ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι του, ἄνοιξε ἡ θάλασσα καί κατάπιε τό καράβι. Εὐτυχῶς σώθηκε αὐτός καί τά δυό του παιδιά. Τότε συντρίφτηκε, κατάλαβε τήν αἰτία τῆς καταστροφῆς καί πῆγε σ᾿ ἕνα Πνευματικό στοῦ Ἐσ- φιγμένου. Ὁ Πνευματικός τοῦ εἶπε: “Πήγαινε νά τακτοποιήσης τά παιδιά σου πρῶτα καί μετά ἔλα”. Εἶχε βλέπεις τέσσερα παιδιά, ἐκ τῶν ὁποίων τά δύο μικρά κορίτσια. Τά δύο ἀγόρια του τά γνώρισα καί ἐγώ, πά, πά, πά, ἦταν σκέτοι πειρασμοί. Ἦταν γνωστός σ᾿ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος ὡς “ὁ μετανοιωμένος”».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα