Ρήσεις και Διηγήσεις γερόντος Παϊσίου α-δ. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   

α’

   Πα­λαι­ά στά Κοι­νό­βια ὑ­πῆρ­χε πο­λύ ἀγω­νι­στι­κό πνεῦ­μα, εὐ­λά­βεια, ἀ­δελ­φω­σύ­νη. Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν κά­ποι­ος γιά δό­κι­μος, οἱ πα­τέ­ρες ἀ­μέ­σως ἀ­πό τήν καρ­διά τους προ­σπα­θοῦ­σαν νά τόν ἀ­να­παύ­σουν  καί γέ­μι­ζαν τό κελ­λί του ἄλ­λος μέ ἀ­να­πτῆ­ρα, ἄλ­λος μέ ὡ­ρο­λό­γι, μέ  σκα­μνά­κι, μέ λάμ­πα κ.λπ., τά ὁ­ποῖ­α φύ­λα­γαν ἀ­πό τά γε­ρον­τά­κια πού πέ­θαι­ναν. Κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε τό­τε ἡ ἀν­τί­λη­ψη νά ἀ­να­παύ­σουν τόν ἀ­δελ­φό. Εἶ­χαν σέ εὐ­λά­βεια καί ὑ­πό­λη­ψη τούς ἀ­γω­νι­στές πού ἀ­γα­ποῦ­σαν τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ὄ­χι τούς ἀρ­γό­σχο­λους ἤ αὐ­τούς πού ἀ­γα­ποῦ­σαν τόν πε­ρι­σπα­σμό. Μία φο­ρά τό εἰ­κο­σι­τε­τρά­ω­ρο ἔ­τρω­γαν μί­α σού­πα νε­ρο­ζού­μι. Φω­τιά στό κελ­λί δέν ἄ­να­βαν. Ὑ­πῆρ­χε μί­α ἐ­λευ­θε­ρία­ πού πή­γα­ζε ἀ­πό τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ὑ­πα­κο­ή, καί σ᾿ ἕ­να τέ­τοι­ο πε­ρι­βάλ­λον καί σέ μί­α τέ­τοι­α ἀ­τμό­σφαι­ρα ἀ­φο­μοι­ω­νό­ταν ὁ νέ­ος μο­να­χός. Ὁ νέ­ος μο­να­χός, πού ἦ­ταν ἕ­να μπουμ­πού­κι, εὕ­ρι­σκε τό κα­τάλ­λη­λο κλί­μα γιά νά ἀν­θί­ση καί νά καρ­πο­φο­ρή­ση· δέν γι­νό­ταν ὅ­πως σή­με­ρα, πού σέ πολ­λά Μο­να­στή­ρια ὑ­πάρ­χει ἕ­να στρα­τι­ω­τι­κό πνεῦ­μα καί μί­α ἀρ­ρω­στη­μέ­νη ὑ­πα­κο­ή, ὁπότε τό μπουμ­πού­κι (νέ­ος μο­να­χός) συ­νέ­χεια χτυ­πι­έ­ται ἀ­πό βρο­χές καί πα­γω­νι­ές, καί δέν μπο­ρεῖ ν᾿ ἀν­θί­ση. Ὑ­πῆρ­χαν τό­τε εὐ­λα­βεῖς Γέ­ρον­τες πού ἔ­δι­ναν κα­λό πα­ρά­δειγ­μα».

β’

   «Σή­με­ρα (1976) δυ­στυ­χῶς γιά πολ­λούς (Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες) ὅ­λη ἡ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι πό­σους πα­τέ­ρες ἔ­χει τό Μο­να­στή­ρι καί κά­θε πό­σο κοι­νω­νοῦν».

γ’

   «Οἱ γυ­ναῖ­κες εἶ­ναι ἀ­δύ­να­μες. Τά γυ­ναι­κεῖ­α Μο­να­στή­ρια ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη ἀ­πό μί­α ἀν­δρι­κή σκιά. Ἕ­ναν Πνευ­μα­τι­κό».  

δ’

    «Ὅ­ποι­ος μι­λᾶ ἤ γρά­φει γιά τούς Ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες καί δέν ἔ­χει κα­θα­ρι­σθῆ ἀ­πό τά πά­θη, μοιά­ζει μέ τε­νε­κέ πού εἶχε πετρέλαιο καί τώρα ἔχει μέ­λι, ἀλ­λά μυ­ρί­ζει πε­τρέ­λαι­ο».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα