Τὸ «χόρτο» προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀρχαία λέξη «χόρτος» ποὺ μᾶς εἶναι οἰκεῖο ἀπὸ τὸ ὑπέροχο χωρίο τοῦ 102ου Ψαλμοῦ τοῦ Δαβὶδ: «ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει»
Γωνιά της Γλώσσας 18 – Ηχητικό : Τὸ αἴνιγμα τῆς ἡμέρας – «Τί σχέση ἔχει τὸ χόρτο μὲ τὸ χορταίνω καὶ τὸ ἀγγλικὸ garden;»