Δημοσιεύσεις ετικέτας «ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ»

ιγ΄. Διάσωση ἀπό τούς ἁγίους Τεσσαράκοντα

Ἀ­μέ­σως τό­τε μί­α ζέ­στη ἁ­πλώ­θη­κε γύ­ρω ἀ­πό μᾶς τούς δύ­ο καί  δέν κα­τα­λα­βαί­να­με τό κρύ­ο. Ἦ­ταν ἡ πα­ρου­σί­α τῶν Ἁ­γί­ων πού καί αὐ­τοί ὑ­πέ­φε­ραν ἀ­πό τό ψῦ­χος. Ἡ νύ­χτα πέ­ρα­σε ἔ­τσι καί τό πρωΐ, ἐ­νῶ πε­ρι­μέ­να­με τόν θά­να­το, ἦρ­θε δι­α­τα­γή ἐ­μᾶς τούς δύ­ο κα­λο­γή­ρους νά μή μᾶς ἐ­κτε­λέ­σουν.

Περιστατικά – ιβ’. Κρυφοί ἐργάτες τῆς εὐχῆς

Ὁ Γέ­ρον­τας ἦ­ταν νη­πτι­κός καί δι­α­κρι­τι­κός. Κάποτε πῆ­γε νά λει­τουρ­γη­θῆ σέ κά­ποι­ο Κελ­λί. Ἐ­κεῖ οἱ πα­τέ­ρες δι­ά­βα­ζαν τόν Ἅ­γιο Ἐ­φρα­ίμ καί ἔ­κα­ναν δη­μό­σια ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση πρίν ἀ­πό τήν θε­ί­α Κοι­νω­νί­α. Το­ύς εἶ­πε ὅ­τι δέν εἶ­ναι σω­στό αὐ­τό, για­τί μέ τήν ἀ­κοή τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των μο­λύ­νε­ται ὁ λο­γι­σμός τους καί οἱ πα­τέ­ρες τό δέ­χθη­καν.

Περιστατικά – ια’. Ἡ ζάχαρη ἔδιωξε τήν γλυκύτητα τῆς εὐχῆς

Αὐ­τός εἶ­χε τήν γλυ­κύ­τη­τα τῆς θε­ί­ας Χάριτος καί ἔ­πρε­πε νά πε­ρι­φρο­νῆ τίς ἀν­θρώ­πι­νες ”γλυκύτητες”. Ὑ­πο­χώ­ρη­σε ὅ­μως στήν γλυ­κύ­τη­τα τῆς ζά­χα­ρης καί ὁ Θε­ός τοῦ στέ­ρη­σε γιά λί­γο τήν θε­ί­α πα­ρη­γο­ριά.

Περιστατικά – ι’. Ἐ­νά­ρε­τοι Χα­τζη­γε­ωρ­γιᾶ­τες

Ὁ ἴ­διος, πή­γαι­νε πά­λι ἀ­γόγ­γυ­στα καί τό γέ­μι­ζε. Καί ὅ­ταν ἔρ­χον­ταν ἐ­πι­σκέ­πτες, οἱ ἄλ­λοι πα­τέ­ρες το­ύς ἔ­στελ­ναν στόν π. Χε­ρου­βε­ίμ, καί για­τί τόν θε­ω­ροῦ­σαν ἐ­νά­ρε­το…

Ο Μοναχισμός των Ανατολικών Θρησκευμάτων στον Αντίποδα του Ορθόδοξου Μοναχισμού

Επειδή δε τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται σκόπιμα από νεοεποχίτικους κύκλους, η άποψη ότι ο Μοναχισμός και η ασκητικότητα των ανατολικών θρησκευμάτων σε τίποτα δεν διαφέρει από τον Ορθόδοξο Μοναχισμό, μέχρι σημείου μάλιστα να πιστεύεται ότι οι δύο Μοναχισμοί ταυτίζονται μεταξύ τους και ότι δήθεν είναι το ίδιο επωφελές….

Περιστατικά – ς΄. Ἡ Παναγία δείχνει ἐργόχειρο σέ μοναχό – ζ΄. Ὁ μοναχός πού ἔβγαλε ἁγίασμα

Δι­η­γοῦν­ται πα­λαι­οί Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες ὅ­τι κά­πο­τε στή Νέ­α Σκή­τη ὑ­πῆρ­χε ἕ­νας εὐ­λα­βής καί ἀ­γω­νι­στής μο­να­χός. Ἀλ­λά μή γνω­ρί­ζον­τας ἐρ­γό­χει­ρο, ζοῦ­σε ἀ­πό εὐ­λο­γί­ες (ἐ­λε­η­μο­σύ­νες). Ὁ­πό­τε μία φο­ρά τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἡ Πα­να­γί­α καί τοῦ λέ­γει:

Περιστατικά – δ΄. Συ­νέ­δριο δαι­μό­νων – ε΄. Ἀ­σκη­τι­κό σπή­λαι­ο πλη­σί­ον τῶν Κα­ρυ­ῶν

Ἐ­κεῖ εἶ­δε δαί­μο­νες μα­ζε­μέ­νους νά ἔ­χουν σύ­να­ξη, νά συ­νε­δριά­ζουν. Εἶ­χε ἀ­ρε­τή ὁ Πνευ­μα­τι­κός καί τούς ρώ­τη­σε τί συ­ζη­τᾶ­νε. Ἀ­πάν­τη­σε ἕ­νας ἀ­πό τούς δαί­μο­νες: «Προ­σπα­θοῦ­με νά βά­λου­με χα­λι­νά­ρι στούς Ἡ­γου­μέ­νους καί με­τά μᾶς ἀ­κο­λου­θοῦν καί οἱ κα­λό­γε­ροι».

Ζ’. Ἐρημίτης παπα–Τύχων

Στήν Λει­τουρ­γί­α ἔ­βλε­παν νά ἀλ­λοι­ώ­νε­ται τό πρό­σω­πό του. Τά μά­τια του μέ­σα στό σκο­τά­δι ἦ­ταν πο­λύ φω­τει­νά. Πάν­τα λει­τουρ­γοῦ­σε μέ κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α. Τήν ὥ­ρα τῆς θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τό δι­ά­βα­ζε μέ δά­κρυ­α. Μέ δά­κρυ­α σή­κω­νε τά Ἅ­για καί ἔ­κα­νε τήν Εἴ­σο­δο, ἐ­κτός βέ­βαι­α ἀ­πό τίς ἁρ­πα­γές καί τίς θεῖ­ες ὀ­πτα­σί­ες πού εἶ­χε.

Περιστατικά – β΄. Πειρατές σεβάστηκαν τήν ἀρετή

Εἶ­δαν το­ύς πα­τέ­ρες νά ξε­φουρ­νί­ζουν τό ψω­μί τους καί το­ύς πα­ρα­κά­λε­σαν νά το­ύς δώ­σουν ψω­μί. Το­ύς ἔ­δω­σαν ὅ­λα τά ψω­μιά, οἱ πει­ρα­τές το­ύς εὐ­χα­ρί­στη­σαν, τά πλή­ρω­σαν μέ δη­νά­ρια καί ἔ­φυ­γαν. Ἐ­δῶ ἐ­φαρ­μό­στη­κε τό «οἶ­δεν ἀ­ρε­τήν ἀν­δρῶν καί πο­λέ­μιος θαυ­μά­ζειν».

Περιστατικά – α΄. Ἡ μετάνοια τοῦ ἐξωμότου Ἐπισκόπου

Με­τά ἀ­πό λί­γη ὥ­ρα ἕ­νας ἀπ᾿ αὐ­τούς ἀ­πάν­τη­σε: «Πα­πᾶ ἐ­φέν­τημ, ὅ­ση ὥ­ρα τό ἔ­κα­νες αὐ­τό ἤ­σου­να δύ­ο πή­χεις πά­νω ἀ­πό τήν γῆ».
Ἀ­κού­γον­τας αὐ­τό ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐ­ξε­πλά­γη καί βγαί­νον­τας ἔ­ξω ἔ­κλα­ψε με­τα­νοι­ω­μέ­νος λέ­γον­τας: «Ἐ­γώ ἀρ­νή­θη­κα τόν Κύ­ριο, ἀλ­λά αὐ­τός δέν μέ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε. Ἡ θεί­α χά­ρις Του μέ σκε­πά­ζει ἀ­κό­μα».

Ις΄. Ἡσυχαστής Φανούριος Καψαλιώτης

Κλεί­στη­κε στήν φί­λη του ἡ­συ­χί­α καί ἐ­νέ­τει­νε τήν προ­σευ­χή καί τά δά­κρυ­α. Τό ἔ­τος 1986 εἶ­δε τόν ἅ­γιο Θε­ό­φι­λο καί τόν ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο καί τοῦ εἶ­παν: «Ἐ­φέ­τος δέν θά κά­νεις Πρω­το­χρο­νιά ἐ­δῶ στό Κελ­λί, ἀλ­λά θά ᾿ρθεῖς νά γι­ορ­τά­σου­με μα­ζί».

ΙΕ’. Παπα–Κύριλλος Καρυώτης

«Ὅ­λη τή  νύ­χτα προ­σευ­χό­ταν.  Κοι­μό­ταν μό­νο δύ­ο ὧ­ρες. Νήστευε πά­ρα πο­λύ. Ἦ­ταν πρός ὅ­λους εὐ­γε­νής καί κα­λο­συ­νάτος. Πο­τέ δέν τόν εἶ­δαν νά θυ­μώ­νη ὅ­ταν τόν ὕ­βρι­ζαν ἤ τόν κα­κο­λο­γοῦ­σαν. Ἦ­ταν πο­λύ τα­πει­νός καί, ὅ­ταν συ­νέ­βαι­ναν πα­ρε­ξη­γή­σεις, αὐ­τός πρῶ­τος ἔ­βα­ζε με­τά­νοι­α λέ­γον­τας ”εὐ­λό­γη­σον”».

Θ’. Γερω–Θεόφιλος Λαυριώτης

Κάποτε ἕ­να νέ­ο κα­λο­γέ­ρι σέ μία ἀ­γρυ­πνί­α ἄρ­χι­σε νά ψάλ­λη τόν πο­λυ­έ­λε­ο μέ ὕ­φος καί στόμ­φο. Στόν πρῶ­το στί­χο πῆ­γε ὁ γε­ρω–Θε­ό­φι­λος καί τοῦ εἶ­πε: «Δέν σ᾿ ἀ­κο­ύ­ει οὔ­τε ὁ Θε­ός οὔ­τε οἱ ἄν­θρω­ποι. Τά δαι­μό­νια χο­ρε­ύ­ουν. Τα­πει­νά, τα­πει­νά νά ψάλ­λου­με, νά μᾶς ἀ­κο­ύ­η ὁ Θε­ός καί νά μᾶς χα­ί­ρε­ται σάν παι­διά Του».

Σελίδες