Περιστατικά – δ΄. Συ­νέ­δριο δαι­μό­νων – ε΄. Ἀ­σκη­τι­κό σπή­λαι­ο πλη­σί­ον τῶν Κα­ρυ­ῶν

(ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ,
Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου
Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς, σελ. 340).

δ΄. Συ­νέ­δριο δαι­μό­νων

Πρίν ἀ­πό πολ­λά χρό­νια ζοῦ­σε ἕ­νας ἐ­νά­ρε­τος Πνευ­μα­τι­κός στό Κελ­λί Φα­λα­κροῦ (πα­λαι­ό Μο­νύ­δριο κον­τά στήν Κο­λι­τσοῦ). Κά­πο­τε, μία νύ­χτα μέ ἀ­στρο­φεγ­γιά, ἄ­κου­σε φω­νές ζω­η­ρές. Πε­ρί­με­νε νά δῆ, ἄν ἔρ­χων­ται ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λά δέν φά­νη­καν. Προ­χώ­ρη­σε πρός τό μέ­ρος πού ἀ­κού­γον­ταν οἱ φω­νές καί ἔ­φθα­σε σέ μία βρύ­ση. Ἐ­κεῖ εἶ­δε δαί­μο­νες μα­ζε­μέ­νους νά ἔ­χουν σύ­να­ξη, νά συ­νε­δριά­ζουν. Εἶ­χε ἀ­ρε­τή ὁ Πνευ­μα­τι­κός καί τούς ρώ­τη­σε τί συ­ζη­τᾶ­νε. Ἀ­πάν­τη­σε ἕ­νας ἀ­πό τούς δαί­μο­νες: «Προ­σπα­θοῦ­με νά βά­λου­με χα­λι­νά­ρι στούς Ἡ­γου­μέ­νους καί με­τά μᾶς ἀ­κο­λου­θοῦν καί οἱ κα­λό­γε­ροι».

 

ε΄. Ἀ­σκη­τι­κό σπή­λαι­ο πλη­σί­ον τῶν Κα­ρυ­ῶν

Δι­η­γεῖ­το ὁ δια­κο–Δι­ο­νύ­σιος ὁ Φιρ­φι­ρῆς, ὁ καλ­λί­φω­νος ψάλ­της τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, ὅ­τι, ὅ­ταν ἦταν νέ­ο κα­λο­γέ­ρι, πή­γαι­νε μέ τούς Γε­ρον­τά­δες του καί ἔ­κα­ναν θεί­α Λει­τουρ­γί­α σέ μία με­γά­λη σπη­λιά. Ὑ­πῆρ­χαν καί ὀ­στᾶ, ἴ­σως λεί­ψα­να τῶν  προ­κα­τό­χων πού κα­τοί­κη­σαν καί ἀ­σκή­τευ­σαν στό σπή­λαι­ο.

Στόν βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Νή­φω­νος, Πα­τριά­ρχου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τοῦ Δι­ο­νυ­σιά­του[1], γρά­φε­ται: «Πε­ρι­ερ­χό­με­νος ὁ ὅ­σιος τήν Σκή­την τῶν Κα­ρυ­ῶν, εὕ­ρι­σκε πολ­λούς ἐ­να­ρέ­τους ἄν­δρας καί ἐ­χαί­ρε­το ἡ ψυ­χή του˙ ἔ­πει­τα ἐ­πῆ­γε καί εἰς τό σπή­λαι­ον, ὅ­περ ὀ­νο­μά­ζε­ται Κρή­τη, εἰς τό ὁ­ποῖ­ον κα­τῴ­κουν ἀ­σκη­ταί θαυ­μά­σιοι, ἐ­πο­ρεύ­ον­το δέ μέ σκλη­ρα­γω­γί­αν, τούς ὁποί­ους θαυ­μά­ζων διά τήν ὑ­περ­βο­λι­κήν των ὑ­πο­μο­νήν, ἔ­μει­νε μετ᾽ αὐ­τῶν δι­δά­σκων καί δι­δα­σκό­με­νος, ζῶν μέ τήν καλ­λι­γρα­φί­αν».

Ἡ προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση τῶν πα­λαι­ο­τέ­ρων  Ἁγι­ο­ρει­τῶν ἀ­να­φέ­ρει γιά σπη­λιά στήν πε­ρι­ο­χή τῶν Κα­ρυ­ῶν, χω­ρίς νά εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅ­τι εἶ­ναι ἡ ἴ­δια.

Λα­ϊ­κός πού ἐρ­γά­ζε­ται στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, περ­νών­τας τήν ἀ­να­κά­λυ­ψε. Εἶ­ναι σέ κά­ποι­ο ση­μεῖ­ο κο­ντά στό μο­νο­πά­τι πού πη­γαί­νει ἀ­πό Κα­ρυ­ές γιά Ἰβή­ρων (με­τά τήν Πα­να­γού­δα).

Δι­η­γή­θη­κε ὁ γε­ρω–Με­λέ­τιος ὁ Συ­κι­ώ­της ὅ­τι βα­δί­ζον­τας στό μο­νο­πά­τι γιά τῶν Ἰ­βή­ρων, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Ἐ­λαιώ­νας, τό Ἁ­λω­νά­κι τό Κου­τλου­μου­σια­νό ἀ­πό τήν πί­σω πλευ­ρά πού εἶ­ναι τό ρέ­μα, ἦ­ταν κά­ποι­οι ἐρ­γά­τες πού ἔ­κα­ναν ἀ­σβέ­στη. Εἶ­χαν ἐ­κεῖ ἀ­σβε­στο­κά­μι­νο καί κό­βον­τας ξύ­λα γιά νά κά­ψουν τό κα­μί­νι βρῆ­καν ἕ­να σπή­λαι­ο. Εἶ­δαν ἁ­πτά ση­μεῖ­α ὅ­τι κά­ποι­ος ἔ­με­νε μέ­σα. Εἶ­χε ἕ­να στα­μνί μέ νε­ρό καί ἄλ­λα εὐ­τε­λῆ πραγ­μα­τά­κια, ἀλ­λά τόν μο­να­χό πού ἔ­με­νε δέν τόν εἶ­δαν. Φα­ί­νε­ται το­ύς ἄ­κου­σε καί κρύ­φτη­κε. Οἱ ἀ­σβε­στά­δες ἔ­μεναν στό Κελ­λί τοῦ Μα­λά­κη καί ἔ­δει­ξαν τήν σπη­λιά στόν γε­ρω–Με­λέ­τιο.

Αὐ­τήν τήν σπη­λιά τήν γνώ­ρι­ζε καί ὁ γερω­Παῦ­λος ὁ Γο­βδε­λᾶς. Δι­η­γεῖ­το γι᾿ αὐ­τήν στόν ὑπο­τα­κτι­κό του π. Ἀ­γα­θάγ­γε­λο καί ἔ­λε­γε ὅ­τι εἶ­ναι κοντά στό κα­μί­νι στό ρέ­μα τῶν Ἰ­βή­ρων.

Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος εἶ­χε ἀ­κο­ύ­σει ἀ­πό πα­λαι­ο­ύς πα­τέ­ρες γιά τήν σπη­λιά, ἤ­ξε­ρε ποῦ πε­ρί­που βρί­σκε­ται καί ἤ­θε­λε κά­πο­τε νά πά­η νά τήν βρῆ.

Στήν σπη­λιά αὐ­τή ἔ­με­νε γιά 20 χρό­νια ὁ γερω­Φω­κᾶς ὁ Ρου­μᾶ­νος καί τόν τρο­φο­δο­τοῦ­σε μέ πα­ξι­μά­δι ὁ πα­πα–Μάξιμος ὁ Ἰ­βη­ρί­της, ὁ Πνευ­μα­τι­κός, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε πνευματικά καί τόν ἐ­ξω­μο­λο­γοῦ­σε.

 

  1. 1. Μέ­γας Συ­να­ξα­ρι­στής τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ἀ­θῆ­ναι 1997, τόμ. Η΄, σελ. 187.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα