Οἴηση εἶναι ἡ ἔπαρση, ἡ ἀλαζονεία, ἡ ξιπασιά: Συμπεριφέρεται μὲ οἴηση. Ἐπιδεικνύει τέτοια οἴηση ποὺ γίνεται ἀντιπαθητικός.
Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Τιμαλφεῖς λέξεις
Οἴηση εἶναι ἡ ἔπαρση, ἡ ἀλαζονεία, ἡ ξιπασιά: Συμπεριφέρεται μὲ οἴηση. Ἐπιδεικνύει τέτοια οἴηση ποὺ γίνεται ἀντιπαθητικός.
Ὁ οἰωνὸς στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν τὸ μαντικὸ πτηνό, δηλαδὴ κάθε μεγαλόσωμο ἁρπακτικὸ σαρκοφάγο πουλὶ ἀπὸ τὸ κρώξιμο καὶ τὸ πέταγμα τοῦ ὁποίου μάντεις μὲ «εἰδικότητα» στὰ πουλιά, οἱ οἰωνοσκόποι («οἱ ἐπ’ οἰωνοῑς ἱερεῖς») ὑποτίθεται ὅτι προφήτευαν τὸ μέλλον
Βαυκαλίζω σημαίνει ἀποκοιμίζω ἢ καθησυχάζω κάποιον μὲ ἀπατηλὲς ὑποσχέσεις:
Εἶναι παρήγορο ὅτι ὅλο καὶ περισσότεροι Ἕλληνες διανθίζουν τὸν λόγο τους μὲ ἀρχαῖα γνωμικά. Ὁρισμένες φορὲς δὲν γνωρίζουν τὴ σημασία τους μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκαλοῦνται παρανοήσεις. Ἕνα ἀπὸ τὰ γνωμικὰ ποὺ κακοπαθοῦν εἶναι τὸ «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων».
Ὁ σωρὸς εἶναι σύνολο ἀπὸ πράγματα συγκεντρωμένα στὸν ἴδιο χῶρο, τὸ ἕνα ἐπάνω στὸ ἄλλο χωρὶς τακτοποίηση.
Τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχῃ τὸ μόριο ὡς μὲ τὴ Δημοκρατία καὶ τὴν φιλοσοφία; Τὸ μόριο ὡς μὲ τοὺς πολλαπλοὺς συντακτικοὺς ρόλους δηλώνει τὴν ὑποκειμενικὴ κρίση, τὴν πιθανότητα, τὴν ἐπιφύλαξη τοῦ ὁμιλητῆ γιὰ ὅσα λέει. Στὶς εἰδικὲς προτάσεις τὸ ὡς δηλώνει ὑποκειμενικὴ γνώμη ἢ πρόφαση ἢ δοξασία: «Πολλάκις ἐθαύμασα τίσι ποτὲ λόγοις Ἀθηναίους ἔπεισαν οἱ γραψάμενοι Σωκράτην ὡς ἄξιος εἴη θανάτου τῇ πόλει»·
Ὡσεὶ λίθου βολήν. Στὸ Κατὰ Λουκᾶν (κβ΄39-41) διαβάζουμε: «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος εἰς […]
Ὁ παραπικρασμός («πικρία», «στενοχώρια») ἐκ τοῦ παραπικραίνω, «πικραίνω, παροργίζω» εἶναι ἡ πικρία, ἡ στενοχώρια. Ἀπαντᾶται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (3, 7-11): «Διό, καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ, κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με, καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου τεσσαράκοντα ἔτη…
Ἡ νεοελληνική μας γλῶσσα βρίθει ἀπὸ λόγιους τύπους. Ἡ ἄγνοια ὅμως τῆς λόγιας γλωσσικῆς μας παράδοσης δυσκολεύει τοὺς ὁμιλητές. Τὰ ἐπίθετα ποὺ συστηματικὰ κακοπαθοῦν εἶναι τὰ ἀρχαῖα σιγμόληκτα σὲ -ης, -ης, ες. Χρειάζεται προσοχὴ στὴ γενικὴ ἑνικοῦ (-ους) καὶ στὴν ὀνομαστικὴ τοῦ οὐδετέρου (-ες).
Σὲ παλαιότερα κυρίως κείμενα, τῆς καθαρεύουσας, ἀλλὰ καὶ τῆς δημοτικῆς, συναντᾶμε τοὺς τύπους: ἀγαθώτερος, σοφώτερος. Ξενίζει αὐτὴ ἡ γραφὴ στὸν σημερινὸ ἀναγνώστη ποὺ ἔμαθε στὸ σχολεῖο ὅτι ὁ συγκριτικὸς βαθμὸς τῶν παραθετικῶν γράφεται πάντοτε μὲ ο…
Ἡ ὁμηρικὴ λέξη ἑωσφόρος (Ἦμος δ’ ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, Ψ, 226) συναντᾶται μόνον ἅπαξ στὴν Ἁγία Γραφή, στὸν Προφήτη Ἡσαΐα (14,12). Στὸ χωρίο αὐτὸ μονολογεῖ ὁ μονάρχης τῆς Βαβυλῶνος ποὺ ἔχει θεοποιήσει τὸν ἑαυτόν του: «πῶς ἐξέπεσεν…
Παίζει ἐν οὐ παικτοῖς. Μὲ τὴ φράση αὐτὴ ἐννοοῦμε ὅτι παίζει κάποιος μὲ πράγματα σημαντικά, ἀστειεύεται ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει, κάνει ἀνοησίες σὲ χῶρο ὅπου δὲν ὑπάρχουν παιδιά, φέρεται ἐπιπόλαια σὲ περιστάσεις οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν σοβαρότητα.
Μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά. Πασίχρηστη φράση προερχόμενη ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο: «Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε·
Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον». Γνωστὴ φράση ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον (Ματθ.26,74). Ὁ Κύριος δικάζεται ἀπὸ ἄδικους κριτὲς καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος περιμένει ἔξω στὴν αὐλὴ γιὰ νὰ δῇ τὸ τέλος. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς παρισταμένους τὸν ἀναγνώρισαν καὶ ὁ Πέτρος ἠρνεῖτο ἐπίμονα ὅτι εἶναι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ.
«Ἀρκετοὶ ὑπουργοὶ τῆς Κυβέρνησης παρεβρέθηκαν στὸ Προεδρικὸ Μέγαρο…». Ἄν μᾶς ἀρέσῃ ἡ ἀκρίβεια θὰ πρέπῃ νὰ ἀντικαταστήσουμε τὸ ρῆμα παρεβρέθηκαν μὲ τὸ παρέστησαν. Τὸ παραβρίσκομαι ἢ καλύτερα τὸ παρευρίσκομαι δηλώνει τὸ παρεπόμενο, τὸ τυχαῖο
Ἡ φράση «τὰ τεκταινόμενα στὴ Βουλή» εἶναι σωστή; Ἀνάλογα τί θέλει νὰ πῇ κανείς. Τὸ ρῆμα τεκταίνομαι (στὸν μεσοπαθητικὸ Παρατατικὸ ἀπαντοῦν μόνο δύο τύποι: γ΄ πρόσ. ἐτεκταίνετο, ἐτεκταίνοντο) λέγεται γιὰ ἐνέργειες, προσπάθειες ποὺ γίνονται κακόβουλα:
εβαρημένος ἢ βεβαρυμένος; Ὁ βεβαρημένος εἶναι μετοχὴ μεσοπαθητικοῦ Παρακειμένου τοῦ ρήματος βαρῶ, ἀρχαιοελληνικὸ ρῆμα ποὺ σήμαινε «πιέζω μὲ τὸ βάρος μου»· σήμερα χρησιμοποιεῖται μὲ διαφορετικὴ σημασία· λέμε «βαροῦν τὶς καμπάνες», ἤτοι χτυποῦν.
Ἐνανθρωπῶ ἢ ἐνανθρωπίζω; Ἐνανθρωπῶ ἢ ἐνανθρωπίζω; Ἀπὸ τὸ τρίτο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως εἶναι οἰκεία τοῖς πᾶσι ἡ μετοχὴ «ἐνθρωπήσας»: Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα. Πῶς γράφεται;
Ἄγρυπνο εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἑνωμένης Ρωμηοσύνης γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα. Ἡ Γλῶσσα μας εἶναι ὁ ἕνας πνεύμονας τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ ἄλλος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ ἱστότοπός μας δημοσιεύει συχνὰ κείμενα δoκίμων συγγραφέων μὲ γλωσσικὰ θέματα. Ἡ ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ εἶναι μία μόνιμη ἱστο-στήλη ποὺ σκοπὸ ἔχει νὰ εὐαισθητοποιήσῃ τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ ἱστοτόπου γιὰ τὴν γλῶσσα μας.
Κελλὶ ἢ κελί; Ὁ ὁδοστρωτῆρας τῆς ἁπλοποιήσεως προσπαθεῖ νὰ ἐπιβάλλῃ τὴν ἀδικαιολόγητη ἐτυμολογικὰ γραφὴ μὲ ἕνα λ. Στὰ παλαιότερα κείμενα μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις γράφεται μὲ δύο λ.
Ἀρτοδοχεῖο. Τὸ ἀρτοδοχεῖο εἶναι μεταλλικὸ δοχεῖο μὲ ὑποπόδιο μέχρι τὸ ἔδαφος ἐντὸς τοῦ ὁποίου τοποθετεῖται τὸ ἀντίδωρο.
Ἐκσεσημασμένος. Ἡ μετοχὴ ἐκσεσημασμένος-η-ο τοῦ ρήματος ἐκσημαίνω δὲν ὑπάρχει στὰ λεξικά. Σημαίνει πολὺ ἔντονος: ἐκσεσημασμένη ὑπογλυκαιμία, ἐκσεσημασμένη ταχυκαρδία, ἐκσεσημασμένο ἀμφοτερόπλευρο οἴδημα, ἐκσεσημασμένο ἐνδιαφέρον, ἐκσεσημασμένη περιέργεια.
Ὡς γνωστὸν εὐλογιὰ εἶναι ἡ βαρειὰ λοιμώδης νόσος μὲ ἐξανθήματα. Ἡ εὐλογιὰ εἶναι ἡ λέξη εὐλογία! Πῶς λοιπὸν μιὰ λέξη μὲ θετικὴ συνδήλωση χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ δηλώσῃ μιὰ βαρειὰ πολυώδυνη ἀρρώστια; Κατὰ τὸν Μεσαίωνα οἱ πληθυσμοὶ μαστίζονταν ἀπὸ ἐπιδημίες αὐτῆς τῆς νόσου. Οἱ ἐπιδημίες αὐτὲς ἀποκλήθηκαν εὐφημιστικὰ εὐλογίες προκειμένου νὰ λειτουργήσῃ ἀποτρεπτικὰ γιὰ τὴ νόσο.
Μιὰ ὡραία λέξη ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθῇ γὶα τὰ χόμπι εἶναι τὰ ἡδυπάρεργα. Τὴ βρῆκα στὸ ἱστολόγιο τοῦ ἀειμνήστου καθηγητῆ Κλασσικῆς Φιλολογίας Ἀνδρέα Παναγόπουλου. Εἶναι σύνθετη ἀπὸ τὸ ἐπίθετο ἡδὺς ποὺ σημαίνει εὐχάριστος (πρβλ. ἡδονή, ἡδύποτο) καὶ τὸ οὐσιαστικὸ πάρεργο, ἤτοι τὴν δευτερεύουσα ἀσχολία. Αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν εἶναι τὸ χόμπι, μιὰ δευτερεύουσα ἀσχολία ποὺ γίνεται μὲ εὐχαρίστηση;
Ἐπικράτησε νὰ ὀνομάζωνται οἱ χῶροι ποὺ διαμένουν προσωρινὰ οἱ πρόσφυγες χότ σπότ (hot spot). Εὔστοχη ἀπόδοση στὰ ἑλληνικὰ εἶναι προαναχωρησιακὰ κέντρα.
Εὐτελὴς εἶναι ὁ φνηνὸς (εὐτελὴς τιμή) καὶ μεταφορικὰ αὐτὸς ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἔλλειψη ἀξιοπρέπειας (εὐτελὲς κίνητρο). Προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπίρρημα εὖ καὶ τὸ οὐσιαστικὸ τέλος «χρηματικὴ ἀξία». Ἑπομένως εὐτελὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγοράζεται εὔκολα, ὁ φτηνός. Στὴν ἴδια οἰκογένεια ἀνήκουν εὐτέλεια, εὐτελίζω, ἐξευτελίζω.
Φέρελπις εἶναι αὐτὸς ποὺ φέρει τὴν ἐλπίδα, ποὺ δημιουργεῖ ἐλπίδες, ὁ ἐλπιδοφόρος, ὁ εὔελπις: φέρελπις νέος/πολιτικός/συγγραφέας/ὑποψήφιος. Ὁ φέρελπις παρουσιάζει δυσκολία στὴν κλίση.
Υφέρπω. Τὸ ρῆμα εἶναι σύνθετο ἀπὸ τὴν πρόθεση ὑπὸ καὶ τὸ ρῆμα ἕρπω. Ἀρχικὰ σήμαινε «γλιστρῶ κρυφά». Σήμερα μὲ τὴν κυριολεκτική του σημασία «σέρνομαι κάτω ἀπὸ κάτι» χρησιμοποιεῖται σπάνια: «οἱ στρατιῶτες προχωροῦσαν πρὸς τὸ ἀντίπαλο στρατόπεδο ὑφέρποντας ἀνάμεσα στὴν πυκνὴ βλάστηση».
Ἀνακηρύχτηκε ἢ ἀναγορεύτηκε διδάκτωρ; ἁγιοποιήθηκε ἢ ἁγιοκατατάχθηκε; Τὸ ἀναγορεύω χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἀπονομὴ τίτλου ἢ ἀξιώματος, τὸ ἀνακηρύσσω σημαίνει ἀνακοινώνω ἐπίσημα τὴν ἀπόφασή μου γιὰ τὴν ἀπονομὴ τίτλου ἢ ἀξιώματος
«Ἡ γραβάτα στιγματίζει τὸ ντύσιμο τοῦ ἄνδρα» ἀκούσαμε σὲ ραδιοφωνικὴ ἐκπομπή. Τὸ ρῆμα στιγματίζω σημαίνει «προξενῶ στίγματα»: ὁ ἥλιος στιγματίζει τὸ πρόσωπο. Συνηθέστερη εἶναι ἡ μεταφορικὴ χρήση: σύσσωμος ὁ ἀθλητικὸς Τύπος στιγμάτισε τὰ ἐπεισόδια στὸ ντέρμπι τῶν δύο αἰωνίων ἀντιπάλων, ποὺ θὰ πῇ: τὰ καταδίκασε αὐστηρά.
Συχνὰ γράφεται «τὸ κυβερνὸν κόμμα». Ἡ μετοχὴ κυβερνῶν μὲ ω καὶ ὄχι μὲ ο εἶναι μετοχὴ τοῦ ρήματος κυβερνῶ (καὶ κυβερνάω). Τὸ ρῆμα κυβερνῶ εἶναι ἀρχαῖο ρῆμα, συνηρημένο τῆς πρώτης τάξεως καὶ ἡ ἀρχική του σημασία ἦταν «ὁδηγῶ πλοῖο».
Άκοῦμε συχνὰ κατὰ τὴν ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως «Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν, πατέρα, Παντοκράτορα». Ἔχουμε τὴν τάση νὰ βάζουμε ἀδιακρίτως τὸ τελικὸ ν σὲ ὅλα τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ὀνόματα κάτι ποὺ προφανῶς εἶναι λάθος. Ἐν προκειμένῳ τὸ ὀρθὸ εἶναι «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…». Τὸ ἕνα εἶναι αἰτιατικὴ τοῦ ἀριθμητικοῦ ἐπιθέτου εἷς καὶ γράφεται καὶ λέγεται χωρὶς τελικὸ ν.
Ὁρισμένοι συγγραφεῖς γράφουν: ἡ πόλι, ἡ ἔναρξι, ἡ προτίμησι, ἡ ἀναχώρησι, ἡ ἀντιπροσώπευσι. Πρόκειται γιὰ τὰ παλιὰ τριτόκλιτα τῆς ἀρχαίας καὶ τῆς καθαρεύουσας: ἡ πόλις, ἡ ἔναρξις, ἡ προτίμησις κ.ο.κ.