Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλωσσικὴ παρακαταθήκη

 

παραπικρασμός («πικρία», «στενοχώρια») ἐκ τοῦ παραπικραίνω, «πικραίνω, παροργίζω» εἶναι ἡ πικρία, ἡ στενοχώρια. Ἀπαντᾶται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (3, 7-11): «Διό, καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ, κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με, καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου τεσσαράκοντα ἔτη· διὸ προσώχθισα τῇ γενεᾷ ἐκείνῃ καὶ εἶπον· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου· ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου, εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου» (Γι’ αὐτό, καθὼς λέει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, σήμερα, ἂν ἀκούσετε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν σκληρύνετε τὶς καρδιές σας, ὅπως κατὰ τὴν ἀνταρσία, τὴν ἡμέρα τῆς δοκιμασίας στὴν ἔρημο, ὅπου οἱ πατέρες σας μὲ ἔβαλαν σὲ δοκιμασία, ἂν καὶ εἶχαν δῇ τὰ ἔργα μου ἐπὶ σαράντα χρόνια. Γι’ αὐτὸ ἀγανάκτησα κατὰ τῆς γενεᾶς ἐκείνης καὶ εἶπα, πάντοτε πλανᾶται ἡ καρδιά τους, δὲν γνώρισαν τὶς ὁδούς μου. Γι’ αὐτὸ ὁρκίστηκα στὴν ὀργή μου, ὅτι αὐτοὶ δὲν θὰ μποῦν ποτὲ στὴν ἀνάπαυσή μου). Ὁ παραπικρασμὸς ποὺ μᾶς κληροδότησε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀνήκει στὸ ἀπαιτητικὸ λεξιλόγιο καὶ δηλώνει τὴν μεγάλη πικρία ποὺ νιώθουμε: Μέ αἰσθήματα ὀδύνης καί βαθυτάτου παραπικρασμοῦ παρακολουθήσαμε τὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων νὰ ψηφίζῃ τὴν ἐπαίσχυντη Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν.

 

Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα