2 views τα ξημερώματα (μια ιστορία για τη γιορτή μας)

Ήτανε Φλεβάρης μήνας όπως και τώρα, έξι χρόνια πριν. Τότε που του καρφώθηκε η ιδέα να γίνει μπλόγκερ. Έτσι, ξαφνικά κι απότομα. Αφορμή στάθηκε ένα μήνυμα που έλαβε από έναν φίλο: «Κάθε μέρα μας στέλνεις πέντε, δέκα μηνύματα με διάφορες σκέψεις δικές σου ή άλλων. Πολύ ενδιαφέροντα τα βρίσκω, αλλά δεν προλαβαίνω πάντα να τα διαβάσω. Έχεις σκεφτεί να φτιάξεις ένα μπλογκ; Σοβαρά μιλάω …»

Δεν το πολυσκέφτηκε. Το μπλογκ στήθηκε στο πι και φι. Ένας λογαριασμός στη Google, μια ματιά στις σημειώσεις από ένα ξεχασμένο σεμινάριο στις ΤΠΕ κι όλα έτοιμα. Στην αρχή το διάβαζε η μάνα του, τα αδέλφια του, φίλοι και κουμπάροι, άντε και μερικοί συνάδελφοι. Κι ο παππούλης φυσικά, που εκτός από την ευχή του και την ευλογία του, είχε ακόμα ένα «πνευματικοπαίδι» στην έγνοια του και την προσευχή του.

Τη μέρα που ανέβασε δειλά την πρώτη του ανάρτηση η μάνα του, που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα, του ’πε την πρώτη συμβουλή: «Άμα γράφεις κάτι και το έχεις έτοιμο, να το σταυρώνεις. Όπως κάνουμε στο φαγάκι που βάζουμε στο φούρνο. Για να ευλογήσει ο Θεός όσους το δοκιμάσουνε». Δεν της απάντησε. Αλλά το έκανε. Όχι μόνο την πρώτη μέρα, μα κάθε φορά πριν αναρτήσει κάτι, σταύρωνε την οθόνη του υπολογιστή.

Κι ο Θεός ευλόγησε με τα δυο του χέρια. Μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με το μήνα, το μπλογκάκι από μια σταλιά παιδί έγινε ένα κανονικό ιστολόγιο. Με φίλους και fun club. Όχι μόνο από την πόλη του. Ούτε μόνο από την Ελλάδα. Από τη Νέα Υόρκη ως το Σίδνεϋ κι από τη Σκωτία ως το Γιοχάνεσμπουργκ δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες αναγνώστες παρακολουθούσαν κάθε μέρα τις αναρτήσεις και έστελναν με κάθε μέσο επαινετικά σχόλια.

Τώρα ήρθε η σειρά των social media. Στην αρχή δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. «Μα πού ακούστηκε να κάνουμε διαφήμιση το Λόγο του Θεού;» έλεγε και ξανάλεγε. Είχε βέβαια λογαριασμό, αλλά έπρεπε τώρα να ανοίξει ‘σελίδα’ με το όνομα του μπλογκ και να ανεβάζει εκεί όλες τις αναρτήσεις. Το παίδεψε αρκετά και στο τέλος υποχώρησε στις πιέσεις των γύρω. Περισσότερο βέβαια, υποχώρησε στη δική του σκέψη πως όλοι το ίδιο κάνουν.

Εκείνη την εποχή συνειδητοποίησε πως -όπως σε όλα τα πνευματικά πράγματα- είχε μπει για τα καλά στο στόχο του μισόκαλου, που άλλοτε φανερά κι άλλοτε ύπουλα και σκοτεινά τού έστελνε τα βέλη του.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που εντελώς «δημοκρατικά» τον έβαλε το facebook σε black list γιατί λέει, παραβίαζε τους όρους της Κοινότητας. «Κολοκύθια τούμπανα» είπε η μάνα του γελώντας όταν το ’μαθε. «Παιδάκι μου, μη σκιάζεσαι! Ο κάθε παλαβός ανεβάζει ό,τι θέλει, όπως θέλει κι όποτε θέλει. Μόνο όταν δουν λιγάκι Χριστό, τότε θυμούνται τις τάχα ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες. Αν θέλει ο Χριστός, θα το διαβάζουν το μπλογκ και χωρίς το facebook». Πράγματι, δεν κατάλαβε κάποια διαφορά εκείνη την περίοδο, όσον αφορά στα views.

Η αλήθεια πάντως ήταν, πως μερικές φορές το facebook εκτόξευε τα κλικ των αναρτήσεων σε δυσθεώρητα ύψη. Κάποιος κοινοποιούσε μια ανάρτηση σε μια διαδικτυακή ομάδα κι από κει, μέσα από συνεχείς κοινοποιήσεις η ανάρτηση ταξίδευε χωρίς όρια στο χώρο του διαδικτύου. Μια φορά, τότε που το μπλογκ δεν είχε κλείσει τα πρώτα του γενέθλια, είδε με έκπληξη πως μια -μάλλον αδιάφορη- ανάρτηση είχε αρπάξει στο facebook 2.398 likes και είχαν γίνει 417 κοινοποιήσεις. Δεν το πίστευε ! Για φαντάσου … Αν καθεμιά από τις 417 κοινοποιήσεις την διαβάσουν 10 άνθρωποι, τότε η ανάρτηση θα έχει άλλα 4.170 views. Κι αν δεν είναι 10, αλλά 20, που δεν είναι ούτε 10 ούτε 20… Ασύλληπτα νούμερα. Το σκέφτηκε με καμάρι και ένιωσε και κείνος λίγο … νούμερο.

Αργότερα κατάλαβε πως το παν στο internet είναι η πρώτη εντύπωση και φυσικά η εικόνα. Κι όχι μόνο το κατάλαβε μα και το εφάρμοσε. Αναρτήσεις που σε άλλες περιπτώσεις θα περνούσαν απαρατήρητες, τώρα “έφταναν στον ουρανό”, όταν έβαζε έναν πιασάρικο τίτλο. Κι όταν λέμε αναρτήσεις, εννοούμε … μερικές σειρές. Γιατί στα ατέλειωτα κατεβατά και τα σεντόνια ο κόσμος διάβαζε μόνο τον … τίτλο. Το ίδιο γινόταν και στα βίντεο με τις ομιλίες. Ομιλητές με ομιλίες διαμάντια, απόσταγμα πολύωρης μελέτης και πολύχρονων βιωμάτων έφταναν με το ζόρι μερικές δεκάδες κλικ. Πού να βρει χρόνο ο κόσμος να ακούσει μια ολόκληρη ομιλία 52 λεπτών; Προτιμούσε να ξοδέψει όχι 52, αλλά 152, 252 λεπτά για να χαζέψει σε αποφθέγματα, τσιτάτα και άλλες μίνι αναρτήσεις και να σκορπίσει likes, τέλειο, ουάου και άλλα reactions.

Τα χρόνια πέρασαν, οι φίλοι πλήθυναν, η αγκαλιά του Χριστού (έτσι έλεγαν μεταξύ τους όσους γνωστούς και φίλους έστελναν τις συνεργασίες τους για ανάρτηση) και το μπλογκάκι θέριεψε. Θέριεψε μαζί του και το dark web: οι επιθέσεις του πονηρού που έρχονταν τώρα πιο πολύ από δεξιά. Έτσι που να μην τις θωρείς. Να μην τις λογαριάζεις. Να νομίζεις πως τάχα κάνεις κάτι πνευματικό και στην ουσία να καθρεφτίζεσαι γοητευμένος στα νερά της λίμνης του Νάρκισσου.

Ένα πρωί βρήκε στο mail του ένα μήνυμα από τον παππούλη. Παραξενεύτηκε, γιατί εκείνος δεν συνήθιζε αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας, άμα ήθελε κάτι να του πει. Το άνοιξε και διάβασε: «Ακόμα και τα πνευματικά μπορούν να σε παγιδέψουν!» Κι από κάτω είχε ένα κείμενο που έγραψε ο αββάς Βαρσανούφιος. Το διάβασε με πολλή προσοχή κι ύστερα το καθαρόγραψε με μεγάλα γράμματα σ’ ένα χαρτί και το κόλλησε με μπλου-τακ πάνω από το γραφείο του, έτσι που να είναι μέσα στο οπτικό του πεδίο όταν κοιτούσε την οθόνη του υπολογιστή.

Έφερε στο νου του τα λόγια ενός ποιητή: «Σκύβω και φιλώ το χέρι εκείνου που μου λέει πως έχασα το δρόμο».  Άνοιξε το gmail, έγραψε το κείμενο και έμεινε διστακτικός για μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα θαρρετά πληκτρολόγησε τη διεύθυνση του παραλήπτη και πάτησε αποστολή.

Ένα πρωί πήρε ένα μήνυμα που τον θορύβησε. Αποστολέας ήταν ένας διάσημος από το χώρο του αθλητισμού. «Ω! Μας βλέπουν και από κει!» σκέφτηκε. Του κόπηκε ο ενθουσιασμός όταν διάβασε τις πρώτες γραμμές:

Σας διαβάζω εδώ και πολύ καιρό.
Τώρα βρήκα το θάρρος να σας γράψω.
Είμαι απελπισμένος και απογοητευμένος από όλα.
Η ζωή είναι πολύ σκληρή ώρες – ώρες…
Δεν τη θέλω…
Αναρρωτιέμαι αν ο Θεός συγχωρεί όλες τις αμαρτίες…
Σας παρακαλώ προσευχηθείτε για μένα.

Δημήτρης
Τηλ. 69 ….

Κοκκάλωσε. Διάβασε για δεύτερη, για τρίτη φορά το μήνυμα και προσπάθησε να το αποκωδικοποιήσει. Δεν ήθελε ούτε σαν πιθανότητα να βάλει στο μυαλό του πως το όμορφο, δυναμικό παλικάρι που ’χε κάνει περήφανους τους Έλληνες στη μάχη του παρκέ, τώρα ήταν ένα τσακ πριν από το τέλος.

Πήρε αμέσως τηλέφωνο. Ο Δημήτρης είχε κάνει φραγή εισερχομένων κλήσεων. Προσπάθησε να τον βρει στα social media. Κι εκεί είχε την ίδια τύχη. Τα είχε κλείσει όλα: facebook, instagram και twitter.

Τώρα φοβήθηκε πραγματικά. Έπιασε το κομποσχοίνι. Έστειλε SMS στον παππούλη. Έγραψε και στην ομάδα προσευχής που είχαν μαζί με φίλους στο internet. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Του πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό πως ίσως έπρεπε να απευθυνθεί σε κάποιο φορέα. Με τι στοιχεία όμως; Αν ο Δημήτρης ήθελε να τραβηχτεί λίγο από τον κόσμο, ώστε να κάνει απερίσπαστος τις καλοκαιρινές προπονήσεις στο εξωτερικό; Με ποιο δικαίωμα θα τον έκανε βορά στους κοφτερούς κυνόδοντες των κιτρινοφυλλάδων;

Πέρασαν εφτά μήνες κι ο Δημήτρης δεν φάνηκε πουθενά. Δεν είχε διάθεση να τον ξεχάσει, αλλά έγινε. Χίλια πράγματα στριμώχνονταν μέσα στο μυαλό του και το καθένα προσπαθούσε να πιάσει μια γωνίστα. Είναι αλήθεια πως δυο-τρεις φορές τον θυμήθηκε, αλλά στο άκυρο: μια φορά την ώρα που έβγαινε από το μετρό, μια άλλη την ώρα που έδιναν βαθμούς στο σχολείο και μια τρίτη την ώρα της Λειτουργίας. Και τις τρεις φορές το ξέχασε μετά, γιατί κάτι άλλο του αιχμαλώτισε το μυαλό.

Σήμερα γιορτάζει το μπλογκ. Όχι γενέθλια και τέτοια … Γιορτή κανονική, αφού γιορτάζει ο άγιος προστάτης του μπλογκ. Έγινε σωστό πανηγύρι που το ’χε κανονίσει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια ο άγιος: ποιος θα ζυμώσει το πρόσφορο, ποιος παππούλης θα κάνει τη λειτουργία, σε ποιο ναό θα φιλοξενηθούν, ποιοι θα ψάλλουν, ποιος θα φτιάξει εικονίτσες, ποιος θα είναι παπαδάκι … Όλα ! Στην εντέλεια ! Η χαρά ξεχείλιζε στα πρόσωπα όλων.

Κατάκοπος, αλλά γεμάτος γύρισε στο σπίτι πριν από το μεσημέρι. Μισοξάπλωσε στον καναπέ του σαλονιού και πριν προλάβουν να περάσουν δυο λεπτά μπήκε η κόρη του η φοιτήτρια και άνοιξε την τηλεόραση. «Αχ, κλείσε την» πήγε να της πει. Ήθελε να ξαναφέρει στο νου όλα όσα έγιναν σήμερα και να γεμίσει η καρδιά του ευγνωμοσύνη στο Θεό. Δε μίλησε όμως.

Στην οθόνη παρέλασαν διάφοροι αθλητικοί παράγοντες και άλλοι υψηλά ιστάμενοι εν όψει του μεγάλου αθλητικού γεγονότος που θα γίνει το καλοκαίρι. Χάζευε τις δηλώσεις ελαφρά ενοχλημένος, όταν ο δημοσιογράφος ανήγγειλε πως είχε ετοιμάσει μια συνέντευξη με τον μεγάλο μας αθλητή Δημήτρη Σ…

Έμεινε άφωνος. Η καρδιά του χτυπούσε άτακτα κάτω από το ριγέ πουκάμισο. Πέρασαν δευτερόλεπτα αγωνίας και επιτέλους! Ο Δημήτρης, ο γνωστός σε όλη την Ελλάδα Δημήτρης, γελαστός και ευδιάθετος εμφανίστηκε μπροστά στην κάμερα. Είπε για την ετοιμασία του, για τις επιδόσεις του για τα ρεκόρ του.

«Θα αφιερώσετε κάπου το τελευταίο ρεκόρ σας;» ρώτησε ο δημοσιογράφος. «Ναι, θα το αφιερώσω» απάντησε εκείνος. «Σ’ Εκείνον ψηλά». Ο δημοσιογράφος που έδειχνε πως κατάλαβε, κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ήξερε πως είναι συνήθεια των αθλητών που έχουν χάσει γονείς, να τους αφιερώνουν νίκες και μετάλλια. Μα, ο Δημήτρης Άλλον εννοούσε εκεί ψηλά. «Ξέρετε» συνέχισε, «κάποτε βρέθηκα σε μια πολύ δύσκολη στιγμή. Δεν μπορούσε κανείς να με βοηθήσει. Ήμουν ένα βήμα πριν από το τέλος. Τότε διάβασα κάπου, σ’ ένα μπλογκ κάτι που με ταρακούνησε Μπρος γκρεμός, παντού γκρεμός κι απάνω ο Θεός μου!

https://amfoterodexios.blogspot.com/2019/07/blog-post_67.html
Πιάστηκα από το Θεό και να, τώρα είμαι μπροστά σας». Ο δημοσιογράφος ευχαρίστησε ευγενικά και έκανε αποφώνηση.

Το πρόγραμμα διέκοψε μια διαφήμιση αυτοκινήτων κι εκείνος μισοξαπλωμένος στο καναπέ, έφερε στο νου του την ανάρτηση που είχε γίνει πριν από εφτά μήνες. Ναι, τη θυμόταν πολύ καλά. Μπρος γκρεμός, παντού γκρεμός κι απάνω ο Θεός μου! Ήταν μια ανάρτηση με μόλις 2 views! Ενώ περίμενε ότι θα είχε εκατοντάδες views, είχε μόνο 2! Θυμάται πολύ καλά το γιατί: έκανε “λάθος” και αντί να την βάλει στις 3 το μεσημέρι (σε ζώνη prime time), εκείνος την προγραμμάτισε στις 3 το πρωί (!). Έτσι λοιπόν, στις 3 τα ξημερώματα είδαν την ανάρτηση μόνο δυο άγνωστοι ξενύχτηδες.

 
Τώρα του λύθηκε η απορία. Ο ένας ήταν ο Δημήτρης!

Κι ο άλλος; «Μα θέλει ρώτημα;» σκέφτηκε. Ο άλλος είναι Εκείνος που, αιώνες τώρα, πριν ακόμα γεννηθεί, τον αγαπά και του ’χει κάνει ένα μεγάλο, ένα τεράστιο like. Γραμμένο στο πληκτρολόγιο του Ουρανού, με το αίμα Του.

(η ιστορία είναι βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά)