Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Εἶ­πε Γέρων: «Πα­λαιά εἶ­χε πο­λύ κό­πο ἡ κα­λο­γε­ρι­κή ζωή, ἰ­δί­ως ἐ­δῶ στά Κα­του­νά­κια. Ὅ­λα τά πράγ­μα­τα τά φέρ­να­με στήν πλά­τη. Νε­ρό δέν εἴ­χα­με. Μα­ζε­ύ­α­με τό βρό­χι­νο στήν στέρ­να. Γιά νά ἐ­ξα­σφα­λί­σου­με τό ψω­μί μας πα­λαιά, ἔ­πρε­πε νά πα­ραγ­γε­ί­λου­με τό σι­τά­ρι στο­ύς ἐμ­πό­ρους, νά τό πᾶ­με στό μύ­λο στήν Ἁ­γί­α Ἄν­να, νά τό ἀ­λέ­σου­με καί νά τό κου­βα­λή­σου­με οἱ ἴ­διοι, ὅ­πως καί ὅ­λα τά πράγ­μα­τά μας ἀ­πό τόν Ἀρ­σα­νᾶ. Τώρα τά ἔ­χου­με ὅ­λα, κή­πους, δέν­δρα καί ὅ,τι θέ­λο­υμε μᾶς τά κου­βα­λᾶν ἐ­δῶ· τώ­ρα εἶ­ναι γε­μᾶ­το τό σπί­τι. Κα­λό εἶ­ναι αὐ­τό βέ­βαι­α, ἀλ­λά ἡ ζωή τῶν πα­λαι­ῶν πα­τέ­ρων ἦ­ταν πιό κα­λή. Ὑ­πῆρ­χε δι­α­φο­ρά. Ἐ­κεῖ­νοι ἦ­ταν πιό ἀ­σκη­τι­κοί, πιό εὐ­λα­βεῖς, πιό προ­σε­κτι­κοί».

*

     Εἶ­πε Γέρων: «Οἱ πα­λαι­οί πα­τέ­ρες ἐ­δῶ στήν Σκή­τη Ξε­νο­φῶν­τος, ἐ­πει­δή ἦ­ταν πρῶ­τα στό Ρωσ­σι­κό, εἶ­χαν αὐ­στη­ρή κοι­νο­βια­κή γραμ­μή. Γιά νά πᾶς στόν γε­ί­το­να νά ζη­τή­σης ἕ­να ἐρ­γα­λεῖ­ο, ἔ­πρε­πε νά φο­ρᾶς κοντό καί τά μαλ­λιά νά τἄ­χης μα­ζε­μέ­να μέ­σα στό σκοῦ­φο.

»Εἴ­χα­με μία ἀλ­λη­λο­βο­ή­θεια, μία ἀ­γά­πη στήν Σκή­τη. Ὅ­ταν ζύ­μω­νε ὁ ἕ­νας, ἔ­κα­νε ἕ­να φοῦρ­νο ψω­μιά καί μο­ί­ρα­ζε καί στο­ύς ἄλ­λους. Ὕ­στε­ρα, ὅ­ταν θά ἔ­κα­νε ὁ ἄλ­λος, θά τό ἐ­πέ­στρε­φε. Ὅ­ταν δέν εἴ­χα­με ἀ­λε­ύ­ρι, ζη­το­ύ­σα­με δα­νει­κό. Με­τά ἐ­πι­στρέ­φα­με τό ἀλε­ύ­ρι ἤ δί­να­με τό ψω­μί.

»Στίς ἀ­γρυ­πνί­ες καί τίς Κυ­ρια­κές, πού κρα­τοῦ­σε πέν­τε ὧ­ρες ἡ ἀ­κο­λου­θί­α, μα­ζευ­ό­μα­σταν ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες. Με­τά τήν Λει­τουρ­γί­α ἔ­με­ναν μό­νο οἱ Γέροντες καί ἔ­πι­ναν κα­φέ. Ἐ­μεῖς οἱ νέ­οι φε­ύ­γα­με γιά τά  Κελ­λιά μας. Τίς Κυ­ρια­κές καί τίς ἀρ­γί­ες ἡ­συ­χά­ζα­με στά κελ­λιά μας καί συμ­πλη­ρώ­να­με τά πνευ­μα­τι­κά πού τυ­χόν πα­ρα­λε­ί­ψα­με τίς κα­θη­με­ρι­νές, ἤ δι­α­βά­ζα­με πνευ­μα­τι­κά βι­βλί­α. Δέν κά­να­με δου­λει­ές στίς ἀρ­γί­ες. Καί Σάββατο ἀ­κό­μη δέν δου­λε­ύ­α­με. Τό πο­λύ κα­νέ­να σκο­ύ­πι­σμα. Κυ­ρια­κές δέν κά­να­με τί­πο­τε, ὁ κό­σμος νά χα­λοῦ­σε.

»Οἱ ση­με­ρι­νοί κα­λό­γε­ροι ἔ­χουν ἀλ­λά­ξει τήν κα­λο­γε­ρι­κή λί­γο, ἀλ­λά αὐ­τό ὀ­φε­ί­λε­ται στό ὅ­τι χά­λα­σε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια. Τά παι­διά πού ἔρ­χον­ται γιά κα­λό­γε­ροι δέν ἔ­χουν τήν σει­ρά ἀ­πό τό σπί­τι πού εἴ­χα­με ἐ­μεῖς. Με­τά φταῖ­νε καί οἱ δά­σκα­λοι. Πα­λαιά μᾶς μά­θαι­ναν νά ἐκ­κλη­σι­α­ζώ­μα­στε, νά κά­νουμε προ­σευ­χή πρίν ἀπό τό μά­θη­μα, μᾶς δί­δα­σκαν σω­στά τά θρη­σκευ­τι­κά. Σήμερα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι γο­νεῖς κά­νουν λί­γα παι­διά, εἶ­ναι ἀ­δι­ά­φο­ροι γιά τήν δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση τῶν παι­δι­ῶν καί κοι­τά­ζουν τήν δι­α­σκέ­δα­σή τους.

»Πα­λαιά δέν ἐ­πέ­τρε­παν τήν εἴ­σο­δο σέ μι­κρά παι­διά καί ἀ­γέ­νεια στό Ὄ­ρος· καί πο­λύ σω­στά. Σήμερα τά κα­ταρ­γή­σα­με αὐ­τά.

»Πα­λαι­ά ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες ἐ­δῶ, στήν Σκή­τη Ξε­νο­φῶν­τος, ἀ­σχο­λοῦν­ταν μέ τήν γε­ωρ­γί­α· δι­α­θέ­τα­με τά προ­ϊ­όν­τα στό Ρωσ­σι­κό καί ἐ­πι­βι­ώ­να­με. Μέ τά λί­γα χρή­μα­τα πού παίρ­να­με, ἀ­γο­ρά­ζα­με τό σι­τά­ρι καί τό ἀ­λέ­θα­με μό­νοι μας ἐ­δῶ στόν νε­ρό­μυ­λο. Εἴ­χα­με δι­κό μας τό λά­δι καί λί­γο κρα­σά­κι. Παίρ­να­με καί λί­γο τυ­ρά­κι καί ἤ­μα­σταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι. Ἔ, καί  κα­νέ­να πα­πού­τσι, κα­νέ­να ζω­στι­κό καί αὐ­τό ἦ­ταν. Λέ­γα­με, “Δό­ξα σοι ὁ Θε­ός, τά βγά­λα­με πέ­ρα καί φέ­τος”· με­τά τοῦ χρό­νου πά­λι τό ἴ­διο».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα