Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Δι­ή­γη­ση Κα­ρα­καλ­λη­νοῦ μο­να­χοῦ: «Ἦρ­θα στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος τό 1955 καί κοι­νο­βί­α­σα στοῦ Κα­ρα­κάλ­λου. Ἡ­γού­με­νος ἦ­ταν τό­τε ὁ πα­πα–Παῦ­λος ἀ­πό τόν Βά­βδο Χαλ­κι­δι­κῆς. Εἶ­χε 50 χρό­νια στό Μο­να­στή­ρι καί ἐ­χρη­μά­τι­σε 30 χρό­νια Ἡ­γού­με­νος. Ἦρ­θε μι­κρός καί, ἐ­πει­δή δέν εἶ­χε γέ­νεια, τόν ἔ­στει­λαν γιά ἕνα διάστημα στό Με­τό­χι στά Κερ­δύ­λια. Ἀργότερα ἔ­κα­νε γραμ­μα­τέ­ας στήν Ἱ. Κοι­νό­τη­τα καί ἔ­φο­ρος στήν Σχο­λή. Ἦ­ταν ἕ­νας ἀπό τούς τρεῖς Ἡ­γου­μέ­νους πού ἔ­στελ­νε ἡ Κοι­νό­τη­τα γιά ὑ­πο­θέ­σεις στήν κυ­βέρ­νη­ση. Οἱ ἄλ­λοι ἦ­ταν ὁ Βησ­σα­ρί­ων Γρη­γο­ριά­της καί Γα­βρι­ήλ Δι­ο­νυ­σιά­της.

»Πρό­κα­να (πρό­λα­βα) στό Μο­να­στή­ρι 50 Πα­τέ­ρες· ὁ ἕ­νας κα­λύ­τε­ρος ἀ­πό τόν ἄλ­λον. Ἦ­ταν με­ρι­κά γε­ρον­τά­κια 70–80 χρο­νῶν καί ἄ­νω, πού ἔ­λαμ­πε τό πρό­σω­πό τους. Κοι­νω­νοῦ­σαν κά­θε ἑ­βδο­μά­δα τοὐ­λά­χι­στον, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς οἱ νε­ώ­τε­ροι κά­θε δε­κα­πέν­τε μέ­ρες. Τά γε­ρον­τά­κια τά νη­στεύ­α­με ἀ­πό λά­δι μία μέ­ρα πρίν με­τα­λά­βουν.

»Οἱ δό­κι­μοι τό­τε δο­κι­μά­ζον­ταν τρί­α χρό­νια γιά νά γί­νουν κα­λό­γε­ροι. Ἐ­γώ δο­κί­μα­σα ἑ­πτά χρό­νια. Ἔ­κα­ναν κα­λή ὑ­πα­κο­ή καί βα­ρει­ές δου­λει­ές. Ἔ­βα­ζαν ὑ­πεύ­θυ­νο τόν πιό εὐ­λα­βῆ ἐ­πί­τρο­πο, γιά νά οἰ­κο­νο­μᾶ το­ύς δο­κί­μους. Ὅ,τι χρει­ά­ζον­ταν σ᾿ αὐ­τόν ἀ­πευ­θύ­νον­ταν, καί δέν εἶ­χαν μέ τούς κο­σμι­κούς δο­σο­λη­ψί­ες καί οὔ­τε συ­ζη­τή­σεις στίς ἁ­πλω­τα­ρι­ές.

»Τό­τε, λου­κού­μια ἔ­παιρ­ναν μό­νο Πά­σχα, Χρι­στού­γεν­να, Ἀ­πο­κρι­ές καί τοῦ ἁ­γί­ου Γε­δε­ών. Γε­νι­κά τό ὅ­λο πρό­γραμ­μα ἦ­ταν ἀ­σκη­τι­κό. Μπο­ροῦ­σαν νά ἀ­γο­ρά­σουν ἀπ᾿ ἔ­ξω δι­ά­φο­ρα πράγ­μα­τα, ἀλ­λά δέν ἤ­θε­λαν, τό θε­ω­ροῦ­σαν πο­λυ­τέ­λεια. Γιά νά κερ­νᾶ­με τόν κό­σμο φτι­ά­χνα­με γλυ­κό νε­ράν­τζι, κυ­δώ­νι, μα­στί­χα, βυσ­σι­νά­δα καί πελ­τέ. Τόν κα­φέ τόν κα­βουρ­δί­ζα­με, τόν στουμ­πί­ζα­με στά μάρ­μα­ρα, τόν κο­σκι­νί­ζα­με καί τά πί­του­ρα πά­λι τά στουμ­πί­ζα­με. Δέν εἴ­χα­με μύ­λο γιά νά τόν ἀ­λέ­σου­με. Ὅ,τι δέν ἦ­ταν κα­λο­γε­ρι­κό, δέν τό ἤ­θε­λαν. Καί ὁ Ἡ­γού­με­νος δέν εἶ­χε κά­τι ξε­χω­ρι­στό. Ζοῦ­σε ὅ­πως ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες. Μα­γεί­ρευ­αν κο­λο­κύ­θες ἀ­πό κεῖ­νες τίς με­γά­λες, πού ἦ­ταν κά­πως γλυ­κές καί δέν τρώ­γον­ταν. Ὁ Ἡ­γού­με­νος γιά νά κά­νη τούς πα­τέ­ρες νά τίς φᾶ­νε, φώ­να­ζε γιά νά τόν ἀ­κοῦν: “Φέ­ρε ἕ­να πιά­το κο­λο­κύ­θι ἀ­κό­μα. Ὡ­ραῖ­ο κο­λο­κυ­θά­κι”. Τά συ­νη­θι­σμέ­να φα­γη­τά μας ἦ­ταν ὄσπρια καί, ὅταν εἶχε κατάλυση, ἀν­τζού­γι­ες πα­στές. Τήν Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή ἔ­τρω­γαν τήν ἡ­μέ­ρα ἕ­να πιά­το ρε­βύ­θια ἤ φα­σό­λια καί δέ­κα κα­ρύ­δια σπα­σμέ­να μέ μέ­λι.

»Ὁ κα­θέ­νας εἶ­χε μί­α πε­τσέ­τα μέ τήν ὁ­ποί­α σκού­πι­ζε τό κου­τα­λο­πή­ρου­νό του. Τά τύ­λι­γε μέ­σα καί τά ἔ­βα­ζε κά­τω ἀπ᾿ τό τρα­πέ­ζι. Δέν εἶ­χε τό­τε χαρ­το­πε­τσέ­τες καί πλυ­σί­μα­τα. Οἱ πα­τέ­ρες εἶ­χαν πολ­λή ἀ­κτη­μο­σύ­νη. Με­ρι­κοί ἔ­κα­ναν ροῦ­χα ἀ­πό τσου­βά­λια. Κάποιοι πλέ­νον­ταν κά­θε δύ­ο–τρεῖς μῆ­νες, ἄλ­λοι ἀ­ραι­ό­τε­ρα, ἄλ­λοι πο­τέ. Γιά ἄ­σκη­ση δέν εἴχα­με σόμ­πες στά κελ­λιά. Μό­νο στό νο­σο­κο­μεῖ­ο εἶ­χαν μί­α σόμ­πα καί ἕ­να μαγ­κά­λι στήν Λι­τή. Ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Παύ­λου ἔ­βα­λαν σόμ­πες στά κελ­λιά τους οἱ πα­τέ­ρες.

»Ὅ­ταν γι­νό­ταν κά­ποι­ος πει­ρα­σμός (πα­ρε­ξή­γη­ση), ἔ­βα­ζαν με­τά­νοι­α οἱ πα­τέ­ρες καί τά ξε­χνοῦ­σαν. Τώ­ρα, καί με­τά­νοι­α νά βά­λουν, τά κρα­τᾶ­νε πά­λι μέ­σα τους.

»Τό­τε, ὅ­ταν γιά ἕ­να θέ­μα σο­βα­ρό στήν Σύ­να­ξη εἶ­χαν μία δι­α­φω­νί­α, ἔ­λε­γαν: “Ἄς τό ἀ­φή­σου­με γιά μία ἄλ­λη σύ­να­ξη, νά κά­νου­με μία Πα­ρά­κλη­ση, νά  κά­νου­με προ­σευ­χή”. Καί ἔ­τσι ζη­τοῦ­σαν φώ­τι­ση ἀ­πό τόν Θε­ό καί ἀ­πέ­φευ­γαν τά λά­θη».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα