τκς’
«Εἴτε σφάλλουμε εἴτε ὄχι, νά ζητοῦμε συγχώρηση, ὅταν μᾶς ἐλέγξουν. Ἔτσι ταπεινωνόμαστε καί χαριτωνόμαστε. Ἄν ἄδικα κατηγορούμαστε, ἄς ὑπομένουμε τήν ἀδικία μέ χαρά νά ξεπληρώσουμε καμμία ἁμαρτία. Διότι, ὅταν ἤμασταν στόν κόσμο, δέν λυπήσαμε τούς γονεῖς, τά ἀδέλφια καί ἄλλους; Αὐτές οἱ ἁμαρτίες πῶς θά ξεπληρωθοῦν; Μόνο μέ τήν ἐξομολόγηση καί τήν συγχωρητική εὐχή;».
τκζ’
«Ὁ Θεός μέ τό Βάπτισμα ἐξαλείφει τό προπατορικό ἁμάρτημα, ὅμως ἀφήνει τά πάθη τά κληρονομικά, γιά νά ἔχουμε δουλειά ἐδῶ σ᾿ αὐτή τήν ζωή».
τκη’
«Δέν χρειάζεται νά δίνουμε πολλές ἐξηγήσεις (προκαταβολικά), μή τυχόν μᾶς παρεξηγήσουν. Νά μήν περιμένουμε ἀνταπόδοση σ᾿ αὐτή τήν ζωή ἀλλά στήν ἄλλη. Ὑπάρχει ἕνα κοσμικό πνεῦμα: Νά ζητᾶμε ἀξιοπρέπεια, νά μήν ἀδικηθοῦμε, νά μᾶς ἀναγνωρίζουν. Αὐτά ὑποσχόμαστε στό Σχῆμα;».
τκθ’
«Ὅταν ἔχης πόλεμο, σημαίνει ὅτι πολεμᾶς καί ἐσύ. Ἄν δέν ἔχης πόλεμο, ἔχεις συμβιβασμό».
τλ’
«Νά νιώθης τό Μοναστήρι σπίτι σου, οἰκογένειά σου· καί τό διακόνημά σου νά τό κάνης μέ τήν καρδιά σου. Νά μήν ξεχωρίζουμε τίς ὧρες πού εἴμαστε στό κελλί ἀπό τίς ὧρες πού κάνουμε διακόνημα».
τλα’
«Ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωϊσμός σκοτίζουν τό νοῦ καί μᾶς κάνουν νά ρίχνουμε τό βάρος στούς ἄλλους. Μόνο δικαιώματα ζητᾶ ὁ ὑπερήφανος. Ἐνῶ ὁ ταπεινός δικαιολογεῖ τούς ἄλλους καί κατακρίνει τόν ἑαυτό του».
τλβ’
«Ἦταν ἕνας σκητιώτης μοναχός πού στήν ἀρχή τῆς Σαρακοστῆς ἔλεγε στούς γείτονές του: “Πάω νά δουλέψω στό Βατοπέδι”. “Βρέ τόν ἀνεπρόκοπο”, ἔλεγαν, “ὅλοι οἱ μοναχοί τέτοιες μέρες μαζεύονται στά Κελλιά τους, καί αὐτός ἀρχή Σαρακοστῆς πάει γιά δουλειές”. Αὐτός πήγαινε στό Βατοπέδι καί δούλευε μία βδομάδα. Μετά ἔλεγε: “Πάω νά δουλέψω στό Χιλανδάρι”. Γέμιζε τόν ντορβά του παξιμάδι καί “τό ἔκοβε” πάνω στόν Ἄθωνα. Γύριζε μετά τό Πάσχα στήν Σκήτη του. Ὅλοι τόν εἶχαν γιά τρελλό, ἀλλά αὐτός ὅμως δούλευε γιά τόν Χριστό».
τλγ’
Εἶδε κάποτε ἕνα νέο μοναχό καί διέκρινε ἀνησυχητικά σημάδια. Εἶπε: «Τόν λυπήθηκα τόν καημένο. Ἦταν ξεπλυμένος (δέν εἶχε χάρι)». «Πράγματι, ὕστερα ἀπό λίγο καιρό πέταξε τά ράσα του».
τλδ’
Τοῦ εἶπαν γιά κάποιον ἐξορκιστή ἱερομόναχο, πού ἔκανε δική του «Ἐκκλησία» (παράταξη μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο), ὅτι βγάζει δαιμόνια, καί ὁ Γέροντας ἀπήντησε: «Ἄς βγάλη πρῶτα τά δικά του δαιμόνια».
τλε’
«Ὅσοι δέν ἔχουν ἀρρωστήσει ποτέ, ὅταν κάτι πάθουν καί πονέσουν, πανικοβάλλονται».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα