τιη’
«Παρακαλεῖ κανείς τόν Θεό νά τοῦ ἀνοίξη τά μάτια νά βλέπη (πνευματικά), καί μόλις ἀρχίσει λίγο νά βλέπη ἀπό τό ἕνα μάτι, ἀρχίζει νά ἐξουθενώνη τούς ἄλλους πού δέν βλέπουν. Δέν ξέρει τί νά κάνη ὁ Θεός. Ἂν δέν βλέπη, δέν ὑπομένει, ἂν βλέπη λίγο βασανίζει τούς ἄλλους».
τιθ’
«Παλαιότερα ἦρθε ἕνας νέος ἀπό τήν Ἀθήνα νά γίνη μοναχός. Ἡ ἀγάπη τῶν συγγενῶν του δέν τόν ἄφηνε νά ἡσυχάση. Ξαναγύρισε στό σπίτι του. Ὁ πόθος πάλι τῆς μοναχικῆς ζωῆς τόν ἔφερε πάλι στό Ὄρος. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές. Τέλος ἀπεφάσισε, ἄν τοῦ πῆ ὁ λογισμός νά βγῆ στόν κόσμο, νά πάη μέ τά πόδια. Καί πράγματι πῆγε μέ τά πόδια στήν Ἀθήνα. Καί μετά πού ἤθελε νά ᾿ρθῆ στό Ὄρος, ἦρθε μέ τά πόδια. Ὁ καλός Θεός βλέποντας τόν κόπο του τόν βοήθησε. Ἔμεινε, ἔγινε μοναχός καί πρόκοψε».
τκ’
«Παλαιά ἦταν λίγο τό κακό. Ὁ ἕνας μοναχός ἦταν καλύτερος ἀπό τόν ἄλλον. Λίγοι ἦταν ἀμελεῖς. Ἄν βρισκόταν κανένας ἀμελής, βοηθιόταν ἀπό τούς ἄλλους. Τώρα δέν μποροῦν νά καταλάβουν ποιό εἶναι τό κοσμικό καί ποιό τό καλογερικό. Στήν παλαιά ἐποχή τό καλό ἦταν καλό, διότι τότε βοηθοῦσε τό γενικώτερο πνεῦμα. Σήμερα δυσκολεύεσαι πῶς νά βοηθήσης κάποιον, γιατί ὑπάρχει μπέρδεμα. Θέλει πολλή διάκριση στήν ἐποχή μας».
τκα’
«Λίγες εἶναι οἱ περιπτώσεις πού συμβαίνει κάτι (κακό), γιά νά δοξασθῆ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅπως στόν ἐκ γενετῆς τυφλόν. Στίς ἄλλες περιπτώσεις ἐνεργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πού διώχνει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. (Ἤ ἄλλοτε μπορεῖ νά πάθουμε κάτι ἀπό δική μας ἀμέλεια καί ἀπροσεξία). Κάθεται κάποιος π.χ. στό ρεῦμα ἀπό χαζομάρα. Μετά κάνει προσευχές νά γίνη καλά. Ὅταν ὅμως δέν ξέρη κανείς καί κάθεται στό ρεῦμα, ὁ Θεός βοηθᾶ».
τκβ’
«Ὅταν κανείς ψέλνη, ὁ ἄλλος πού τόν ἀκούει καί μουσικά νά μήν ξέρη, καταλαβαίνει ἄν τά λέη γιά τόν Θεό ἤ γιά τόν κόσμο».
τκγ’
«Τίποτε δέν γίνεται, ἄν δέν τό ἐπιτρέψη ὁ Θεός. Καί ὁ διάβολος γιά νά μπῆ στούς χοίρους ζήτησε ἄδεια. Δέν ἔχει ἐξουσία ὁ διάβολος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν δίνη δικαιώματα. Καί ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο τόν φοβᾶται ὁ διάβολος. Ὅταν δῆ κάποιος δαιμονισμένος ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, ἀνησυχεῖ. Χρειάζεται ταπείνωση».
τκδ’
«Ὅταν κανείς ἔχη ταπείνωση καί τόν ὑπερήφανο δέν τόν ἐρεθίζει. Ὁ ἐγωϊστής ἐνοχλεῖται ἀπό τόν ἐγωϊστή. Ἀπό τόν ταπεινό ὠφελεῖται, διότι ἔχει χάρι».
τκε’
«Τόν ταπεινό τόν προδίδει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί γίνεται ἀγαπητός. Γιά νά ἔλθη ἡ χάρις, πρέπει νά φύγη ὁ ἐγωϊσμός, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ζήλεια, ἡ κενοδοξία. Γιά νά φύγουν αὐτά, πρέπει νά ταπεινωθοῦμε. Καί γιά νά ταπεινωθοῦμε, πρέπει νά ὑπακούουμε, νά κόψουμε τό θέλημά μας».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα