Ο γέροντας παπα Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης ἀπό λαϊκός εἶχε πολύ μεγάλη καθαρότητα. Δέν ἤξερε, τί σημαίνει σαρκική ἁμαρτία καί πῶς ἐπιτελεῖται. Οἱ κοπέλλες τόν κορόϊδευαν «μισογύνη».
Ἀγαποῦσε πολύ τήν μητέρα του. Ὁ πατέρας του τόν καταράστηκε, ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι θέλει νά γίνη μοναχός. «Νά ἔχης τήν κατάρα τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου», τοῦ εἶπε. Ἀργότερα ὅμως μετάνοιωσε καί ἦρθε καί ὁ ἴδιος καί ἐμόνασε μαζί του, καί ὁ παπα–Ἐφραίμ τόν γηροκόμησε.
Ὅταν ἦταν δόκιμος, τόν ἔστειλε ὁ Γέροντάς του στόν Ἅγιο Παῦλο νά δώση τό ἐργόχειρο. Ἔλεγε στόν δρόμο τήν εὐχή καί εἶχε μέσα του μία πολύ καλή κατάσταση πού αὐξανόταν. Ἔκανε 30 τριακοσάρια ἀπό τό Κελλί τους μέχρι τό Μοναστήρι. Ὅμως στό Μοναστήρι εἶδε μία σκηνή καί μέσα του κατέκρινε ἕναν μοναχό. Ἔ, αὐτό ἦταν! Ἄρχισε νά συστέλλεται ἡ χάρις καί στόν γυρισμό ἔλεγε μέ πολλή δυσκολία τήν εὐχή. Μόλις κατάφερε νά κάνη 4 τριακοσάρια. «Ἤμουν νέος τότε», εἶπε, «καί δέν γνώριζα νά ἀντιμετωπίζω τούς λογισμούς. Πῶς πῆγα καί πῶς γύρισα!».
Ὅταν ὁ Γέροντάς του ἀπεφάσισε νά τόν κάνη παπᾶ, πῆγαν στήν Δάφνη γιά νά βγοῦν ἔξω γιά τήν χειροτονία. Εἶδαν τό καράβι ἀπό μακρυά νά ἔχη βάλει μπροστά, ἀλλά δέν μποροῦσε νά ξεκινήση. Ὁ π. Ἐφραίμ παρακαλοῦσε ἀπό μέσα του νά φύγη, νά χάσουν τό καράβι, γιά νά μή γίνη ἡ χειροτονία, διότι ἀπό ταπείνωση δέν ἤθελε νά γίνη παπᾶς. Ἀλλά μόλις ἔφθασαν καί ἀνέβηκαν στό καράβι, τότε μπόρεσε καί ξεκίνησε. Λές καί τούς περίμενε.
Κάποτε στήν Μεγάλη Εἴσοδο εἶδε τόν ἑαυτό του ὑπερυψωμένο καί αἰσθανόταν ὅτι πατοῦσε πάνω σέ φλόγες. Μόλις ἔφθασε κάτω ἀπό τόν πολυέλεο εἶπε μέσα του, «Παναγία μου, Χριστέ μου», καί σιγά–σιγά πάτησε καί μπῆκε ἀπό τήν Ὡραία Πύλη. Τότε κατενόησε τό ψαλμικό, «ὁ ποιῶν τούς Ἀγγέλους Αὐτοῦ πνεύματα καί τούς λειτουργούς Αὐτοῦ πυρός φλόγα».
Ὁ παπα Ἐφραίμ ἔβλεπε ἄν ὁ ἱερέας ἔχη χάρι. Μόνο νά ἔβλεπε τόν ἱερέα ἀπό τό παραπόρτι τοῦ Ἱεροῦ, καταλάβαινε πόση χάρι ἔχει.
Ἔμεινε 42 χρόνια στήν ὑπακοή σκληροῦ καί αὐστηροῦ Γέροντος. Ἀπό τήν ὑπακοή πῆρε τήν χάρι. Πολλές φορές σκέφτηκε νά φύγη, γιατί δέν ἄκουγε μία καλογερική κουβέντα, ἀλλά ἔκανε ὑπομονή. Στό τέλος ἔλεγε: «Ἄν ἔφευγα τότε, δέν θά σωζόμουν».
Ἔλεγε κάποτε ὅτι πῆγε στό Κελλί τους ἕνας Καρουλιώτης ἀσκητής καί ζήτησε ἕνα κρεμμύδι ἀπό τόν παραδελφό του π. Προκόπιο. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε χωρίς νά ρωτήση καί ὁ γέροντάς του παπα Νικηφόρος τόν ἔστειλε νά τό πάρη πίσω, θέλοντας φυσικά νά τοῦ διδάξη τήν ἀκρίβεια τῆς ὑπακοῆς.
Εἶχαν ἕνα γατάκι καί κάποια μέρα ἔκανε μία ζημιά. Ὁ Γέροντάς του γιά κανόνα τό ἔδεσε καί τό ἄφησε νηστικό. Αὐτό νιαούριζε συνέχεια καί ὁ παπα Ἐφραίμ τό λυπόταν καί παρακαλοῦσε τόν Γέροντά του νά τό λύση, ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνιόταν. Τότε τοῦ λέγει: «Αὔριο δέν θά κοινωνήσεις», ἐπειδή ἦταν Πνευματικός τοῦ Γέροντός του, καί ὁ Γέροντάς του τότε τοῦ εἶπε: «Καί σύ δέν θά λειτουργήσεις εἰς τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα». Σάν Γέροντας εἶχε αὐτήν τήν ἐξουσία. Τότε ὁ παπα–Ἐφραίμ τά χρειάσθηκε. Ταπεινώθηκε καί πῆγε ἔβαλε μετάνοια στόν Γέροντά του. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἐντάξει, ἐντάξει καί σύ θά λειτουργήσεις, καί ἐγώ θά κοινωνήσω».
«Ρώτησα κάποτε τόν Γέροντα, τόν Δάσκαλο (γερω Ἰωσήφ): ”Γέροντα, τί τό ἰδιαίτερο ἔκανες ὥστε ἡ Παναγία νά σέ φιλήση τρεῖς φορές στό στόμα;” καί μοῦ ἀπάντησε: ”Ἐμβάθυνα πολύ στό γνῶθι σαὐτόν”».
«Μοῦ εἶπε κάποτε ὁ γερω Ἰωσήφ: “Ἐσύ, παιδί μου, ἔτσι ὅπως ἀγωνίζεσαι, καί μόνος σου θά εὕρισκες τήν χάρι, ἀλλά δέν θά ἤξερες πῶς νά τήν κρατήσης”. Ἐγώ τότε δέν τόν ρώτησα πῶς κρατιέται ἡ χάρις. Ἀργότερα κατάλαβα ὅτι τήν χάρι τήν κρατᾶμε μέ τήν ταπείνωση καί τήν εὐχαριστία».
Ὑπῆρχε παλαιά ἕνας μοναχός Μάξιμος πού ὅταν ἔψαλλε μέ τό κατανυκτικό ὕφος του, οἱ πατέρες ἔκλαιγαν καί ἡ Παναγία τρόπον τινά ἀνταμείβοντάς τον ἔκανε νά κουνιοῦνται τά καντήλια. Καί στήν Λαύρα τόν ἔβαλαν νά ψάλη στήν Παναγία τήν Οἰκονόμισσα ὅπου πάλι κουνιόνταν τά καντήλια. Εἶχε φήμη ἁγίου μοναχοῦ καί θέλησε ὁ παπα Ἐφραίμ νά τόν συναντήση. Καθ᾿ ὁδόν εἶχε ἕναν ἐσωτερικό διάλογο:
Ὁ γερω Ἰωσήφ σοῦ ἄφησε κάποιο κενό πού θά χρειασθῆ νά τό καλύψης μέ ἄλλον Γέροντα;
–Ὄχι βέβαια.
–Τότε γιατί πηγαίνεις στόν π. Μάξιμο; Γιά νά ἔχης μέσα σου συγκρίσεις μέ τόν Γέροντα;
Ἀμέσως γύρισε στό Κελλί του καί ἔλεγε: «Στόν Γέροντα πού σᾶς ὡδήγησε ὁ Θεός, σ᾿ αὐτόν νά κάνετε ὑπακοή καί νά ρωτᾶτε. Μή ζητᾶτε κάτι ἄλλο».
Ἦταν πολύ βιαστής στά πνευματικά. Πίσω ἀπό τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του εἶχε γράψει: «Ἀδέκαστος κριτής», καί κάθε βράδυ μισή ὥρα μέ τρία τέταρτα «ἔβαζε τόν ἑαυτό του στό σκαμνί» καί ἔκρινε τίς πράξεις του καί προσπαθοῦσε νά μήν ξαναπέση στά ἴδια σφάλματα.
Εἶχε μεγάλη ἀκρίβεια στήν ζωή του. Τίς εὐλογίες πού τοῦ πήγαιναν, τίς ὑπολόγιζε σέ χρήματα καί τίς ξεχρέωνε τραβώντας κομποσχοίνι. Εἶχε κανονίσει τό 300άρι γιά 25 δραχμές κατά τό 1985 περίπου. Ἄν π.χ. κάτι κόστιζε 250 δραχμές, ἔκανε 10 τριακοσάρια κομποσχοίνια καί τούς μνημόνευε στίς θεῖες Λειτουργίες πού ἔκανε κάθε μέρα.
Διηγεῖτο ὁ παπα–Διονύσιος ὁ Μικραγιαννανίτης ὅτι ὁ παπα–Ἐφραίμ, ὅταν σπανίως ἔβγαινε στόν κόσμο, ὕστερα ἔκανε τρεῖς καί τέσσερις μῆνες νά βρῆ ξανά τήν κατάσταση πού εἶχε. Κάποια φορά εἶχε στενοχωρηθῆ πολύ πού ἔχασε τήν προτέρα κατάστασή του, καί ζήτησε ἀπό τόν παπα Διονύσιο νά τοῦ δώση στό Κελλί του γιά λίγο καιρό τό Λείψανο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, γιά νά τόν παρακαλέση νά τόν βοηθήση.
Ὁ παπα Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης κάποτε πήγαινε στό Κελλί τοῦ γέροντος Γερασίμου τοῦ Ὑμνογράφου. Οἱ πατέρες τόν εἶδαν ξαφνικά νά γυρίζη πίσω καί νά κατευθύνεται πρός τό Ἐκκλησάκι τῶν ἁγίων Διονυσίου καί Μητροφάνους. Μόλις ἀνέβηκε στό Κελλί διηγήθηκε δακρυσμένος: «Ἐρχόμενος πρός τά ἐδῶ ξαφνικά ἄρρητος εὐωδία μέ κτύπησε ἐρχόμενη ἀπό τήν σπηλιά καί τό Ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων. Γι᾿ αὐτό ἐπέστρεψα πίσω, γιά νά πάω νά προσκυνήσω τούς Ἁγίους στήν σπηλιά».
Εἶχε πολλά δάκρυα. Τόν συνάντησε κάποιος μοναχός στόν δρόμο νά ἐπιστρέφη ἀπό τήν Ἁγία Ἄννα καί τά μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα συνέχεια. Εἶχε ἕνα μαντηλάκι καί τά σκούπιζε. Στό ἐργόχειρο εἶχε ἕνα πανί καί τά σκούπιζε. Φοροῦσε μαῦρα γυαλιά γιά νά κρύβεται.
Κάθε μέρα εἶχαν ἐνάτη. Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο τό πρωΐ, ὅποιος ἤθελε ἔπινε μόνο καφέ. Πολλές ἡμέρες νηστείας δέν ἔκανε, ἀλλά στήν τράπεζα τό φαγητό ἦταν λιγοστό καί δέν χόρταινε. Τό μεσημέρι σκεφτόταν νά κρατήση κανένα παξιμάδι γιά τό βράδυ γιατί πεινοῦσε. Γι᾽ αὐτό προσβλήθηκε ἀπό φυματίωση. Μία φορά πού πήγαινε στήν Ἁγία Ἄννα βρῆκε μία συκιά καί πῆρε ἕνα σῦκο. Μόλις τό ἔφαγε, σκέφτηκε: «Τί ἔκανες; Οἱ παπποῦδες τρῶνε πάνω τέτοια ὥρα;» καί ἔβαλε τό δάκτυλό του καί ἔκανε ἐμετό.
Ἔλεγε ὁ παπα–Ἐφραίμ: «Εἶδες καλόγερο νά μή ρωτᾶ; Θά πλανηθῆ. Γιά νά γλυτώση κανείς τήν πλάνη πρέπει νά ρωτᾶ».
«Οἱ Πατέρες τήν καλογερική τήν θεμελίωσαν στήν ὑπακοή».
«Ὁ καλόγερος, ὅταν δέν κάνη τόν κανόνα του ἀφοπλίζεται».
«Λέω στά καλογέρια μου: “Μέσα στήν περιοχή μας ἔχετε εὐλογία νά κινῆσθε ἐλεύθερα. Ἅμα βγῆτε ὅμως ἔξω ἀπό τό πορτόνι, πρέπει νά πάρετε εὐχή”».
«Εἶδες μοναχό νά μή λέη “εὐλόγησον”, μήν περιμένης προκοπή».
«Ξέρεις τί δύναμη ἔχει τό “εὐλόγησον”; Συντρίβει τά κέρατα τοῦ διαβόλου».
«Θέλεις δάκρυα; Ἀπό τήν ὑπακοή θά τά βρεῖς, ὄχι ἀπό τήν προσευχή».
«Πάτερ μου, δέν θέλω τήν προσευχή σου, οὔτε τήν διακονία σου. Τήν ὑπακοή σου θέλω».
«Βάση τῆς εὐχῆς εἶναι ἡ ὑπακοή».
«Ἡ ὑπακοή εἶναι τό πᾶν. Στό Μοναστήρι πᾶμε γιά ὑπακοή. Μέ τήν ἀληθινή ὑπακοή μαθαίνουμε τήν ἀληθινή προσευχή».
«Δέν μᾶς σώζει οὔτε ἡ εὐλάβεια οὔτε τίποτε ἄλλο, παρά μόνο ἡ ὑπακοή».
«Ἀπό πεῖρα τό λέω. Μήν κοιτᾶς ἐργόχειρο, μήν κοιτᾶς προσευχή· αὐτό σᾶς παραδίδω, τό ”νἆναι εὐλογημένο” νά κρατήσετε. Αὐτό θά σᾶς ἁγιάσει. Τότε καί ὁ Θεός ”νἆναι εὐλογημένο” εἶπε στόν Πατέρα Του, ”δέν ἦλθα νά κάνω τό θέλημά μου, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με”. Ἀλλά καί ὁ Παράκλητος δέν λέει ὅ,τι θέλει ἀλλά ὅ,τι τοῦ πεῖ ὁ Ἄλλος. Εἴδατε ἀπό ποῦ ξεκινάει ἡ ὑπακοή;».
«Αὐστηρός Γέροντας, ἅγια καλογέρια».
«Γέροντας ἀσκητής ἀπό τήν ἔρημο ἔστειλε κάποτε τόν ὑποτακτικό του στήν Λαύρα γιά μία ὑπόθεση, μέ τήν ρητή ἐντολή τό βράδυ νά γυρίση στό Καλύβι τους. Ὁ γερω Σπυρίδων ὁ Καμπανάος, ὁ γιατρός, εἶδε τόν καιρό βροχερό καί κράτησε τό καλογέρι γιά νά μή βραχῆ. Ὁ Γέροντάς του ἔβαλε κανόνα στόν Καμπανάο ἀκοινωνησία ἕνα μῆνα».
«Ἀπό πεῖρα φαρμακερή σᾶς λέω, μόνο τό ”νἆ ναι εὐλογημένο” θά σᾶς ἁγιάσει καί θά σᾶς σώσει. Σοῦ λέει κάτι ὁ Γέροντας. ”Νἆναι εὐλογημένο”. Μήν κάνης διάκριση ἄν σοῦ ἀρέση ἤ δέν σοῦ ἀρέση αὐτό πού σοῦ λέει ὁ Γέροντας ἤ ὁ ἀδελφός σου. Πές ”νἆναι εὐλογημένο”».
«Ἔγινε παπᾶς κάποιος μοναχός καί μετά ἀπό ἕνα χρόνο παράτησε τήν Ἱερωσύνη. Ὅταν ἐκοιμήθη καί τοῦ ἔκαναν ἀνακομιδή, πῆγαν τήν κάρα του στόν ἁγιογράφο νά γράψη τό ὄνομά του, ὅπως συνηθίζεται. Ὅταν ἔγραφε Ἀβέρκιος Ἱερομόναχος ἐκ τῆς Καλύβης… βγῆκε μία εὐωδία, ἕνα ἄρωμα ἀπό τήν κάρα καί φώναξε ὁ ἁγιογράφος: ”Πατέρες, τρεχᾶτε, ὁ Γέροντάς σας εὐωδίασε”. Ὅταν εὐωδιάζη κάποιος τότε σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο ἐσώθη, ἀλλά ὅτι προσέγγισε καί τήν ἁγιότητα».
«Ἡ Χάρις δέν πληρώνεται. Ἡ πίστις πού ἔχεις στόν Γέροντα αὐτή πληρώνεται».
«Ὅταν κάποιος πῆ “εὐλόγησον” γιά ἕνα σφάλμα αὐτό εἶναι ἡ τιμωρία του, ὁ κανόνας του. Κανόνα ἄλλον βάζουμε, ὅταν δέν πῆ τό ”εὐλόγησον”∙ ὅταν δέν ἔχη εἰλικρινῆ μετάνοια».
Τόν ρώτησε κάποιος πῶς ὁρᾶται ἡ θεία Χάρις, καί ἀπάντησε: «Στούς ἀρχαρίους σάν νεφέλη, στούς προχωρημένους (μεσαίους) σάν πῦρ καί στούς τέλειους σάν φῶς».
«Δικαιοῦσαι τόση χάρι, ὅσο μέγεθος πειρασμοῦ μπορεῖς νά βαστάσης μέ εὐχαριστία».
Ἔλεγε συχνά: «Χριστέ μου, τά κουλούρια σου εἶναι πολύ νόστιμα, ἀλλά τά πουλᾶς πολύ ἀκριβά», ἐννοώντας τήν ἀπόκτηση τῆς χάριτος.
«Ἀνάλογα μέ τήν πίστη καί τήν εὐλάβεια πού ἔχεις σέ κάποιον, ὠφελεῖσαι καί παίρνεις χάρι».
«Μέχρι τρεῖς ὧρες ἔρχεται καί παραμένει ἡ Χάρις. Ὕστερα ὑποβιβάζεται».
«Ἡ Χάρι δέν στηρίζεται στά γέλια καί στίς χαρές. Στίς θλίψεις καί στίς δοκιμασίες στηρίζεται ἡ Χάρις».
«Ὅλος ὁ κόπος εἶναι νά μή λυπήσουμε τήν Χάρι πού πήραμε στό Βάπτισμα εἴτε μέ τό κρυφό, ὅταν κάνουμε κάτι κρυφά, χωρίς νά τό ξέρη ὁ Γέροντας, εἴτε μέ τήν ἀμέλεια, ὅταν δέν κάνουμε τά καθήκοντά μας. Τότε ἐλαττώνεται ἡ θερμότης, ὁ ζῆλος στά πνευματικά, ὁπότε κατόπιν ἀφοπλιζόμαστε».
«Ὁ λόγος πού βγαίνει ἀπό τήν Χάρι καί τήν πεῖρα, ἔχει δύναμη».
«Νά μήν εἰσέλθη ὁ ὑποτακτικός εἰς κρίσιν τῆς
ἐντολῆς (τοῦ Γέροντός του)».
«Ὅταν ἤμουν ὑποτακτικός ἤμουν ἀετός, τώρα (πού ἔγινα Γέροντας μέ συνοδεία) ἔγινα χελώνα».
«Ὁ ὑποτακτικός εἶναι ἄγραφο χαρτί. Ὅταν κάνη ὑπακοή, δέν δίνει λόγο αὐτός στόν Θεό, ἀλλά ἀπολογεῖται γι᾽ αὐτόν ὁ Γέροντάς του».
«Ὁ διάβολος ξέρει τί εἶναι ὑποτακτικός. Τόν καλό ὑποτακτικό τόν φοβᾶται».
«Δέν πρέπει ὁ ὑποτακτικός νά ἐξαναγκάζη τόν Γέροντα νά τοῦ δώση εὐλογία νά κάνη τό θέλημά του».
«Ἡ σχέση μεταξύ ὑποτακτικῶν καί Γέροντος εἶναι ἱερή καί ὁ ὑποτακτικός δύσκολα τήν καταλαβαίνει. Ὁ ὑποτακτικός δέν μπορεῖ νά ἀγαπήση τόν Γέροντα, ὅσο ἀγαπᾶ ὁ Γέροντας τόν ὑποτακτικό. Εἶναι μεγάλη ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντα πρός τόν ὑποτακτικό, ἀλλά ὁ ὑποτακτικός δέν τήν νιώθει πάντα».
«Ἄν ἐσύ κρίνης τόν Γέροντα, τότε δέν εἶσαι ὑποτακτικός».
Ρώτησε Κοινοβιάτη πού τόν ἐπισκέφθηκε:
–Πῶς πάει ὁ ἀγώνας στό Μοναστήρι.
–Πῶς νά πάη, Γέροντα, τρέχουμε καί δέν προλαβαίνουμε οὔτε τόν κανόνα μας νά κάνουμε καλά καλά.
–Μή στενοχωριέσαι γι᾽ αὐτό. Ἔτσι πρέπει νά εἶναι ὁ μοναχός. Νά μήν προλαβαίνη νά προσευχηθῆ ὅσο θέλει, ὥστε, ὅταν πηγαίνη γιά προσευχή, νά τρέχη σάν τήν διψῶσα ἔλαφο. Νά προσεύχεται, νά προσεύχεται καί νά μή χορταίνη τόν Κύριο.
«Οἱ προσευχές ποτέ δέν πᾶνε χαμένες, ἄν καί στήν ἀρχή φαίνεται ὅτι δέν πιάνουν, ὅτι δέν μᾶς ἀκούει ὁ Θεός».
«Ὁ γερω Παΐσιος πρέπει νά ἔχη εἰδικό χάρισμα ἀπό τόν Θεό. Ἐγώ μόλις ἀναλώνομαι στήν ὁμιλία, ἡ προσευχή μου εἶναι σέ κατάσταση ὑφέσεως. Σίγουρα ὁ Θεός εὐλογεῖ κάτι ἰδιαίτερο σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο».
Κάποιος ρώτησε τόν παπα Ἐφραίμ γιά τούς κεκοιμημένους γονεῖς του, σέ τί κατάσταση βρίσκονται. Ἔκανε προσευχή καί τοῦ εἶπε: «Ἡ μάννα σου σώθηκε. Ὁ πατέρας σου (Ἱερέας) ἁγίασε».
Τοῦ ἀνέφερε Κοινοβιάτης ὅτι στό Μοναστήρι τους ἔρχονται πολλοί προσκυνητές, κάνουν θόρυβο καί ὁ ἴδιος ἀγανακτεῖ μερικές φορές. Ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Νά μήν ἀγανακτῆς, γιατί ἡ δική σας γενεά ἀπό αὐτό θά σωθῆ. Σήμερα ὁ κόσμος τρέχει στά Μοναστήρια, γιατί δέν βρίσκει πουθενά ἀλλοῦ ἀνάπαυση ἡ ψυχή του. Ἔρχονται σέ σᾶς καί ἀναπαύονται. Γιά κάθε ψυχή πού ἀναπαύεται παίρνετε μισθό ἀπό τόν Θεό. Καί μπορεῖ νά μήν προλαβαίνετε νά κάνετε πολλή προσευχή, ἀλλά τόν λίγο ἀγῶνα σας τόν πολλαπλασιάζει ὁ Θεός. Μπορεῖ ἐσεῖς νά βλέπετε ὅτι μερικοί ἔρχονται γιά τουρισμό, ἀλλά ὅλοι παίρνουν κάτι. Ὅπως λένε καί οἱ Πατέρες, μία φορά νά βάλης μύρο στό δοχεῖο, ἡ μυρωδιά θά μείνει κι ἄς μήν ἔχη μέσα τίποτε. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ αὐτούς. Αὐτό τό λίγο πού θά πάρουν ἀπό δῶ, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα, θά τό χρησιμοποιήσει ὁ Θεός γιά νά τούς σώση καί ὁ δικός σας μισθός θά εἶναι μεγάλος».
Κάποτε εἶδε τό ἄκτιστο φῶς καί τό περιέγραψε ὡς ἑξῆς: «Αὐτό τό φῶς πού ἔβλεπα μέσα μου μοῦ ἔλυνε διάφορα προβλήματα, μέ κατηχοῦσε, μέ δίδασκε. Ἔβλεπα μέσα μου τό συκώτι, τά ἔντερα, ὅλα τά ἔβλεπα. Ὁ γερω Ἰωσήφ μοῦ εἶχε πεῖ: ”Παπᾶ σέ φοβᾶμαι”. ”Γιατί Γέροντα;”. ”Διότι εἶναι ἄνθρωποι πού ἔχουν 30 40 χρόνια στήν καλογερική καί δέν ἔχουν φθάσει ἐκεῖ πού ἔφθασες ἐσύ σέ 3 4 χρόνια. Φοβᾶμαι μήπως σκοντάψης, πέσης καί μείνης ἐκεῖ”.
»Καί ὅπως εἶπε ἔτσι ἔγινε. Καί ἔχουν περάσει τόσα χρόνια τώρα καί δέν εἶδα πάλι αὐτό τό φῶς μέσα μου. Μόνο μία φορά στόν ὕπνο μου εἶδα αὐτό τό φῶς καί αἰσθάνθηκα χαρά. Προσευχή πού βρῆκα τότε!».
Κάποτε ἔμεινε τέσσερις ὧρες σέ θεωρία.
«Ὅταν ὁμιλῆ ὁ ἄνθρωπος ἐρεύγεται ἀπό τήν πνευματική του κατάσταση».
«Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά καταλάβη κάποιον πού εἶναι σέ κατώτερη πνευματική κατάσταση. Δέν μπορεῖ ὅμως νά καταλάβη αὐτόν πού εἶναι σέ ἀνώτερη πνευματική κατάσταση ἀπ᾿ αὐτόν».
«Θέλεις νά ἀποκτήσης κατάσταση πνευματική; Βίασε τόν ἑαυτό σου πρῶτα στήν ὑπακοή, ὕστερα στήν εὐχή καί σέ ὅλα».
«Ἡ (πνευματική) ἀνάγνωση γιά τόν καλόγερο εἶναι σάν δεύτερη θεία Μετάληψη. Ἔχει τόση δύναμη ἡ ἀνάγνωση τρόπον τινά ὡσάν νά μετάλαβες».
«Ἀπό τήν ὑπομονή στίς θλίψεις διακρίνονται ὅσοι ἀγαποῦν τόν Θεό».
«Ὅταν ὁ Θεός θελήση νά βοηθήση μία ψυχή βασανισμένη, δέν τήν ἀπαλλάσσει ἀπό τίς θλίψεις, ἀλλά τῆς χαρίζει ὑπομονή».
«Ὅλοι οἱ Ἅγιοι στήν θλίψη ἐδοκιμάσθηκαν καί ὄχι στήν χαρά. Καί ὁ Χριστός στούς μακαρισμούς τήν θλίψη ἐμακάρισε καί ὄχι τήν χαρά».
«Ἀπό τό 1933 πού ἦρθα γιά καλόγερος μόνο τρία χρόνια εἶδα εὐτυχία στόν ἑαυτό μου. Καί τόση εὐτυχία πού εἶπα ὅτι ἄλλος ἄνθρωπος σάν κι ἐμένα εὐτυχής σ᾽ αὐτήν τήν ζωή δέν ὑπάρχει. ”Ὁ εὐτυχέστερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου εἶμαι ἐγώ”, ἔλεγα. Τά δέ ὑπόλοιπα χρόνια εἶμαι πνιγμένος στίς θλίψεις. Ἔφθασα στό σημεῖο νά πῶ ὅτι ὁ δυστυχέστερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου εἶμαι ἐγώ. Πολλές φορές εἶπα: “Ὁ Θεός μέ ἐγκατέλειψε”. Ἡ δέ πεῖρα, ἡ φαρμακερή πεῖρα, μέ ἔμαθε οὔτε στό ἕνα νά χαίρωμαι ὑπερβολικά καί νά τό ρίχνω ἔξω οὔτε πάλι στό ἄλλο νά ἀπελπίζωμαι καί νά ἀπογοητεύωμαι. Γνωρίζει ὁ Θεός τί κάνει˙ θέλει νά μέ σώση».
«Νά εὐχώμεθα ὁ Θεός νά μᾶς δίδη ὑπομονή καί ὄχι νά μᾶς πάρη τά βάσανα, γιατί αὐτά μᾶς πηγαίνουν στόν Παράδεισο».
«Ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζεται μέ τά βάσανα, μέ τήν θλίψη, μέ τήν ἀσθένεια, μέ τίς κακουχίες. Ἐκεῖ θά πάρεις τόν μισθό σου. Ξάπλα, κοιμώμενος δέν παίρνεις μισθό».
«Στήν εὐρυχωρία καί στήν ἀνάπαυση δέν μανθάνει ὁ ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτό ἔδωσε ὁ Θεός πειρασμούς. Οἱ πειρασμοί διδάσκουν τόν ἄνθρωπο. Ἡ χάρις δέν διδάσκει τόσο ὅσον οἱ πειρασμοί».
Εἶπε σέ κάποιον: «Οὐδέποτε λειτούργησα χωρίς δάκρυα».
«Τό Ἅγιο Πνεῦμα παρακολουθεῖ τήν καρδιά νά δῆ τούς λογισμούς. Ἄν ἔχη κακούς λογισμούς (ὁ μοναχός), ἄν μετεωρίζεται, τότε δέν ἔρχεται νά κατοικήση μέσα του».
«Νά μήν ὑπάρχη κενό μεταξύ τοῦ νοῦ καί τοῦ Θεοῦ, γιά νά μήν εἰσχωροῦν ξένοι λογισμοί».
«Οἱ λογισμοί ἔρχονται καί παρέρχονται, τά φρονήματα μένουν».
«Ὅταν πᾶμε στήν Λειτουργία καί κοινωνᾶμε καί μετά καθώμαστε νά κεραστοῦμε, καί πέφτουμε σέ ἀργολογία καί κατάκριση, τότε εἶναι σάν νά ξερνᾶμε τόν ἁγιασμό πού πήραμε».
«Οἱ ἐλεημοσύνες πρέπει νά δουλεύωνται. Νά ξεχρεώνωνται μέ προσευχές καί Λειτουργίες».
«Ὅσο καλύτερα προετοιμάζεσαι γιά τήν Λειτουργία, τήν θεία Μετάληψη, τόσο περισσότερο τήν αἰσθάνεσαι».
«Μοῦ ἔδωσαν ἕνα 40λείτουργο γιά ἕναν Ρῶσσο μοναχό. Ἔκανα 7 λειτουργίες μέ πολύ μεγάλη δυσκολία καί ἀφοῦ εἶδα τόν πεθαμένο μοναχό μέ πληγές στό πρόσωπο, γύρισα πίσω τά χρήματα καί σταμάτησα τό 40λείτουργο. Δέν ξέρω τί συνέβαινε, ἀλλά δέν μποροῦσα νά συνεχίσω, δέν μποροῦσα. Ἔμαθα ἐκ τῶν ὑστέρων ὅτι ἀνῆκε στήν αἵρεση τῶν ὀνοματολατρῶν καί ἐξωρίστηκε στόν Καύκασο. Ἐκεῖ ἔδειξε προσποιητή μετάνοια καί γύρισε στό Ἅγιον Ὄρος».
«Ἡ εὐχή θέλει ἐγκλεισμό, ὄχι γυρίσματα καί βόλτες».
Πολλές φορές ἔβραζε ἡ εὐχή μέσα του καί ὅταν κοιμόταν ἀκόμη. Ξυπνοῦσε καί ἔλεγε: «Ἔκανα τήν ἀκολουθία, πάλι θά τήν κάνω;».
Ἦταν ἐναντίον τοῦ ψυχοτεχνισμοῦ καί τοῦ κρατήματος τῆς ἀναπνοῆς γιά τήν ἀπόκτηση τῆς εὐχῆς. Ἔλεγε: «Εἰς τόπον καρδίας, ὄχι εἰς κτύπον καρδίας».
«Ἡ εὐχή ἔχει βαθμούς. Ἡ εὐχή φέρνει τά δάκρυα. Δάκρυα ἀπό δάκρυα ἔχουν διαφορά. Ὑπάρχουν τά δάκρυα πού ξηραίνουν τόν ἄνθρωπο. Τόν κάνουν πετσί καί κόκκαλο. Αὐτά εἶναι δάκρυα μετανοίας. Εἶναι ἄλλα δάκρυα χαρᾶς, εἶναι ἄλλα δάκρυα εὐχαριστίας εἰς τόν Θεόν. Εἶναι ἄλλα δάκρυα ἔρωτος θείου. Αὐτά τά δάκρυα, ὅταν ὁ γερω Ἰωσήφ ἦταν σέ περίοδο θείου ἔρωτος, εἶχε ἕνα μαντήλι καί τά σκούπιζε. Καί ἔπειτα, ὅταν πέρασε αὐτή ἡ περίοδος, τό μαντήλι εὐωδίαζε τόσο πολύ, πού νόμιζες ὅτι ὅλα τά ἀρώματα τοῦ κόσμου τά εἶχε τό μαντήλι αὐτό ἐπάνω του. Τόσο εὐωδίαζε».
«Ἡ εὐχή ἔχει στάδια. Μέχρις ἑνός σημείου λές τήν εὐχή, αἰσθάνεσαι δάκρυα χαρᾶς, δάκρυα ἔρωτος (θείου), δάκρυα ἐκστατικοῦ ἔρωτος, ἀλλά τόν ἑαυτό σου τόν ὁρίζεις. Μπορεῖς νά κάνης κάτι, ἄν θέλης, ἐκείνη τήν ὥρα. Πολλές φορές, ὅταν λειτουργοῦσα, δέν μποροῦσα νά σταματήσω τά δάκρυα. Ἀπό τά δάκρυα τά πολλά, ἀπό τήν χάρι δέν μποροῦσα νά λειτουργήσω στήν Μικρή Ἁγία Ἄννα. Αὐτά μέχρις ἑνός σημείου. Μετά ὑπάρχει ἄλλη κατάσταση ἀνωτέρα ἀπ᾿ αὐτήν, κατά τήν ὁποία δέν λές τήν εὐχή. Ὄχι πώς δέν τήν λές. Δέν τήν ἀκοῦς. Εἶναι ἐκστατικός θεῖος ἔρως, νά ποῦμε. Κάθεσαι καί ἀπολαμβάνεις ἐκείνη τήν γλυκύτητα, τό πῶς δέν γνωρίζω. Θέλει πνευματική γλῶσσα νά μιλήσης ἐκείνη τήν ὥρα. Πρέπει ἡ ψυχή νά μιλήση. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος (Παῦλος) συνῆλθε δέν μπόρεσε νά μιλήση τί εἶδε στόν οὐρανό, ”ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι”. Μετά, ὅταν ὑποβιβάζεται ἡ κατάσταση, ἄκουα καί ἐγώ τήν καρδιά καί ἔλεγε: ”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Μετά ἀπ᾿ αὐτό δέν ἄκουα εὐχή. Εἶναι δηλαδή ἕνας βαθμός πιό κάτω ἀπό τήν ἔκσταση. Καί ἐγώ ἔγινα αἰτία δηλαδή καί ὑποβιβάστηκε ἡ προσευχή μου».
«Μέ τήν ἁρπαγή θεώνεται τό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς κυρίως, μέ τήν ἔκσταση θεώνονται καί τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς. Ἡ ἔκσταση εἶναι κάτι πιό καθολικό, πιό ὁλοκληρωμένο ἀπό τήν ἁρπαγή».
«Εἶδες πολλά χαρίσματα; Ὑπάρχει πολλή ταπείνωση».
«Αὐτοί πού ζοῦν μόνοι τους, στό θέλημά τους, εἶναι ἀταπείνωτοι, γι᾿ αὐτό ἔχουν σαρκικό πειρασμό».
«Ὅ,τι εἶναι τῆς ἀνάγκης (ἀπό τά ὑλικά) δέν εἴμεθα ὑπό κατάκριση. Ὅ,τι δέν εἶναι τῆς ἀνάγκης καί τό χειρίζεσαι ὡς ἀνάγκη, αὐτό εἶναι ὑπό μέμψη».
«Ἄν στά μικρά εἶσαι ἀμελής, στά μεγάλα θά προκόψεις;».
«Δύο πατέρες, ἀφοῦ ἔφαγαν καί ἔκαναν τό Ἀπόδειπνο, εἶπε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: ”Νά πιοῦμε ἕνα ποτήρι κρασί νά ξεπλύνουμε τό στόμα μας” καί ἀπαντᾶ ὁ ἄλλος πού ἦταν πιό πνευματικός: ”Ὄχι τό στόμα, τό Ἀπόδειπνο θά ξεπλύνουμε”».
«Στά Ἱεροσόλυμα εἶναι Ἅγιοι οἱ τόποι. Ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἅγια ἡ ζωή μας».
«Ἀπό τό στόμα (δηλ. ἀπό τό φαγητό) προέρχεται καί ἡ ὑγεία καί ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος».
«Οἱ ἄνθρωποι σέ ἀκοῦν ἐάν ὅσα τούς λές, συμφωνοῦν μέ τό δικό τους τό μυαλό· ἐάν ὅμως δέν συμφωνοῦν, δέν σέ ἀκοῦν».
«Ἔρχονται ἐδῶ διάφοροι, ἀλλά ὅλους δέν μπορῶ νά τούς ἀναπαύσω. Ἦρθε μία φορά ἕνας καθηγητής Πανεπιστημίου καί μοῦ εἶπε ὅτι ἔχει πρόβλημα μέ τήν γυναῖκα του. Τοῦ εἶπα ὅτι φταῖς ἐσύ, γιατί δέν τήν ἀγαπᾶς πραγματικά, καί ἔφυγε σκανδαλισμένος. Περίμενε νά τοῦ δώσω δίκαιο».
«Κάποια γυναῖκα μοῦ ἔστειλε γράμμα. Πῆγα νά τ᾿ ἀνοίξω καί βρωμοῦσε. Κατάλαβα ὅτι εἶχε πάει σέ μάγους».
Ὁ γέροντάς του, παπα Νικηφόρος, στό τέλος τοῦ ζήτησε συγχώρηση τρεῖς φορές ρωτώντας τον: «Μέ συγχωρεῖς, παιδί μου;» καί στούς ἄλλους εἶπε: «Αὐτός εἶναι ἄγγελος».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα