Διηγήθηκε ὁ γερω–Νέστορας ὅτι ἔλεγε ὁ πνευματικός του παπποῦς Νέστορας, πού ἦταν κουρά τοῦ Χατζη–Γιώργη, τό ἑξῆς θαυμαστό. Εἶχε πέσει μία μεγάλη πέτρα σ᾽ ἕνα πέρασμα, τῶν Καυσοκαλυβίων καί μαζεύτηκαν πολλοί πατέρες νά τήν μετακινήσουν, ἀλλά δέν τά κατάφεραν. Πῆγε καί ὁ Χατζη–Γιώργης (τόν ἔστειλε ὁ Γέροντάς του) καί ὄχι μέ τήν φυσική του δύναμη, ἀλλά μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν δύναμη πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, εὔκολα τήν μετακίνησε.
Εἶχαν Σαρακοστιανή τράπεζα συνέχεια. Ὄχι μόνο τίς ἑορτές καί Κυριακές ὅλου τοῦ ἔτους, ἀλλ᾽ οὔτε καί τό Ἅγιον Πάσχα δέν τρώγανε οὔτε ψάρι οὔτε τυρί οὔτε λαδερά φαγητά οὔτε ἔπιναν κρασί. Ὅταν κάποιος ἀπό τούς Κελλιῶτες ἔκανε μνημόσυνο γιά τούς γονεῖς του, καλοῦσε κάποιους ἀπό τούς μαθητές τοῦ Χατζη–Γεώργη. Στήν συνηθισμένη τράπεζα, προσφερόταν ψάρι, τυρί καί λάδι. Καί ὅταν τό μάθαινε ὁ Χατζη–Γεώργης, ἔκανε παρατήρηση ἐλαφρή σ᾽ αὐτόν πού ἔκανε τράπεζα, ἐπειδή χάλασε τή νηστεία τῶν μαθητῶν του, καί τοῦ ἔλεγε ὅτι στό ἑξῆς δέν θά τούς ἀφήνει νά πηγαίνουν σ᾽ αὐτόν. Γι᾽ αὐτό δικαίως τό Κελλί του στό Ἅγιον Ὄρος ἔχει μία ξεχωριστή ὀνομασία: «Τό Κελλί τῶν Νηστευτῶν».
Παρ᾽ ὅτι ἔκανε τόσο αὐστηρή, ἀσκητική ζωή, τό πρόσωπό του φαινόταν εὐτραφές. Εἶχε μάτια ἐκφραστικά καί μιλοῦσε λίγο μέ κοφτές φράσεις. Ὁ Χατζη–Γεώργης ζοῦσε μέ πολλή ἁπλότητα, μέ φτώχεια καί ὅλα τά ἐξωτερικά τά παραμελοῦσε.
Ὁ Χατζη-Γεώργης μέ τά χέρια του ἔφτιαχνε κάθε ἑβδομάδα 100 πρόσφορα. Τά ἔστελνε στούς κελλιῶτες. Γι᾽ αὐτό οἱ πατέρες τοῦ χρωστοῦσαν πολλή εὐγνωμοσύνη καί οἱ ἱερεῖς μνημόνευαν πρῶτα τό ὄνομά του στήν προσκομιδή, ὅταν τελοῦσαν τήν θεία Λειτουργία.
Τό ὄνομά του ἦταν γνωστό καί στήν Τσαρική Οἰκογένεια. Ἡ μακαριστή Αὐτοκράτειρα Μαρία Ἀλεξάνδροβνα, τό 1879 ἔστειλε στόν γέροντα Χατζη-Γεώργη δῶρο ἕνα ἅγιο Εὐαγγέλιο μέ χρυσό ἐξώφυλλο, διότι ὁ Χατζη-Γιώργης τῆς εἶχε στείλει προηγουμένως ἕνα γράμμα καί μία εἰκόνα τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, τήν ὁποία ἁγιογράφησε ὁ ἴδιος.
Στίς 20 Φεβρουαρίου τό ἔτος 1880 ὁ Χατζη–Γεώργης σέ μία ἀγρυπνία εἶδε τόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο ὡς ἑξῆς, ὅπως ἀναφέρει σέ ἐπιστολή του:
«Στίς 20 τοῦ μηνός τοῦ περασμένου Φεβρουαρίου, ὅταν ἔκαναν ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες τήν ἀγρυπνία, δοξολογία καί εὐχαριστία στόν Θεό γιά τήν σωτηρία τοῦ Ὀρθοδοξοτάτου ὑμῶν αὐτοκράτορος Ἀλεξάνδρου, ἀπό τήν ἀρχή ἐκείνης τῆς ἀγρυπνίας, ἀποβραδίς, ἦλθα σέ ἔκσταση ἐν πνεύματι μέχρι τό πρωΐ, καί τήν ὥρα πού ἄρχιζε ἡ θεία Λειτουργία εἶδα τόν Πρωτομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Στέφανον, ὁ ὁποῖος φοροῦσε διακονικά λαμπρότατα ἄμφια. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἄγγιξε τό κεφάλι μου, μέ δυνατή, γλυκύτατη καί πολύ παρηγορητική φωνή μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: “Γιά ποιό λόγο σκυθρωπάζεις, τίμιε Γέροντα; Γιατί στενοχωριέσαι καί γιατί εἶσαι κατηφής;”. Κι ἐγώ ἐνθαρρυνθείς ὀλίγον, ὅπως μοῦ φάνηκε, ἀπό τῆς κατεχούσης με θλίψεως καί ἀκηδίας, τοῦ εἶπα μέ φωνή συντετριμμένη: “Καί πῶς νά μή στενοχωριέμαι, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ; Τί καλό βλέπω στίς ἡμέρες μας, ὅταν εἴμαστε περικυκλωμένοι ἀπό παντοῦ ἀπό τούς ἐχθρούς, πολιτικούς καί θρησκευτικούς;”». Ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε νά μή στενοχωρῆται καί ἀφοῦ τόν παρηγόρησε, τοῦ πῆρε τήν θλίψη του καί ἐξαφανίστηκε.
Ὅλοι οἱ σύγχρονοί του μεγάλοι ἀσκητές, μεγαλόσχημοι καί ἱερομόναχοι, Ἰωακείμ, Γρηγόριος, Δανιήλ, Νεόφυτος, Γεράσιμος καί ἄλλοι, τόν εἶχαν ὡς Πνευματικό Πατέρα.
Ἔλεγε ὁ Χατζη–Γιώργης: «Μήν πιστεύης τίς ἀρετές τῶν νέων, γιατί εἶναι σάν τόν ἀέρα».
Ὁ Χατζη–Γεώργης, ὅταν ὡς λαϊκός ζοῦσε στήν Πόλη στόν θεῖο του, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πρῶτος ἄρχων τοῦ Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, προσηλύτισε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ πενῆντα Τούρκους, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ἕνας ἱερέας πού εἶχε ἀρνηθῆ τόν Χριστό.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα