Ο γερω Μακάριος ὁ Κουτλουμουσιανός ἀπό τό Κελλί τοῦ Ἐσταυρωμένου, ὅταν εἶχε τό διακόνημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ στό Κουτλουμούσι, μία νύχτα εἶδε ἕνα ὄνειρο πού δέν τοῦ ἔδωσε σημασία. Στό «Μετά φόβου» ὅμως τῆς πρωϊνῆς θείας Λειτουργίας εἶδε νά ἐκτυλίσσεται ἐνώπιόν του ἡ σκηνή πού εἶδε στό ὄνειρό του. Ἐνῶ κρατοῦσε τό Εἰσοδικό, εἶδε νά πλησιάζη γιά νά κοινωνήση ἕνας λαϊκός. Τόν ἐμπόδισε λέγοντάς του: «Πίσω, εἶσαι Καθολικός». Καί πράγματι ἀπεδείχθη ὅτι ἦταν Καθολικός.
Στά γεράματά του ἄν καί τυφλός, ἔβλεπε ἀγγελάκια πού εἶχαν ἕνα πρόσωπο λαμπερό. Ἔβλεπε καί σπίτια ὁλόλαμπρα, παραδεισένια. Ἔλεγε: «Μεγάλη χαρά περιμένει τούς ἀγωνιζόμενους καί ὑπομονετικούς Χριστιανούς».
Συμβούλευε μοναχό: «Ποτέ σου νά μήν κάνης χρήματα. Μή νοιαστῆς γιά τά γεράματά σου. Ἔχει ὁ Θεός γιά ὅλους. Δούλευε γιά τόν Κύριο καί Αὐτός θά σέ βοηθήσει. Πρόσεχε τά σαρκικά».
*
Ο παπα Μακάριος ὁ Ρουμᾶνος ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία 13 ἐτῶν καί ἔγινε μοναχός σέ Καλύβη στήν Λάκκου Σκήτη. Ἔγινε ἱερέας καί Πνευματικός. Εἶχε ἕναν γείτονα ἀνάποδο καί, γιά νά μή φιλονικοῦν, πῆγε καί κοινοβίασε στόν Ἅγιο Παῦλο. Ἀργότερα ἔσπασε τό πόδι του καί δέν πολυκατέβαινε στήν ἀκολουθία, παρά μόνο ὅταν ἤθελε νά κοινωνήση. Ἦταν ὅμως πολύ βιαστής καί τά ἔκανε ὅλα στό κελλί του. Καί στήν τράπεζα δέν πήγαινε. Τήν Καθαρά ἑβδομάδα ἔμεινε ἔγκλειστος στό κελλί του καί δέν ἔπινε οὔτε νερό μέχρι τό Σάββατο. Ἦταν πολύ αὐστηρός στόν ἑαυτό του καί ἐπιεικής στούς ἄλλους. Εἶχε φήμη καλοῦ καί διακριτικοῦ πνευματικοῦ. Ἐξωμολογεῖτο σ᾿ αὐτόν ὁ παπα Διονύσιος ἀπό τήν Κολιτσοῦ καί πολλοί ἄλλοι Ρουμᾶνοι ἀπ᾿ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος.
Ἦταν σιωπηλός καί εἶχε τό διακόνημα τοῦ ράφτου. Σέ νεόκουρο μοναχό εὐχήθηκε: «Τώρα πού ἔγινες μοναχός νά προσπαθήσης ἐδῶ νά εἶναι ἡ ζωή σου καί ἐδῶ νά εἶναι τά τέλη σου. Ἡ καλογερική δέν εἶναι πεῖσμα καί δύναμη, ἀλλά ὑπομονή καί ἀγάπη».
Ἐκοιμήθη τό 1973 πλήρης ἡμερῶν, χωρίς νά κουράση τούς πατέρες.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα