Ο γερω Μελέτιος ὁ Συκιώτης, γέρων τοῦ Διονυσιάτικου Κελλιοῦ «Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου», πλησίον τῶν Καρυῶν, γεννήθηκε στήν Ἀταλάντη τό 1907 καί τό 1925 ἦρθε γιά μοναχός. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης. Ἀπό δώδεκα ἐτῶν ἐργαζόταν σέ Φαρμακεῖο καί παρασκεύαζαν φάρμακα μέ τόν τρόπο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. (Φαρμακοτρίβης).
Ἦταν πολυτάλαντος, εὐφυέστατος καί ὀλιγομίλητος. Ἦταν δάσκαλος τῆς Ἁγιογραφίας καί τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς στήν Ἀθωνιάδα. Ἔβγαλε πολλούς μαθητές. Ὑπῆρξε ἄριστος θεωρητικός τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς –ἴσως ὁ καλύτερος στήν Ἑλλάδα– καί συνέγραψε πολλά μουσικά κείμενα. Πολλοί μεγάλοι μουσικοί ἔρχονταν καί τόν συμβουλεύονταν. Οἱ μεγάλοι Καρυῶτες ψάλτες τόν παραδέχονταν λέγοντας: «Ἐμεῖς εἴμαστε ψάλτες, ὁ γερω Μελέτιος εἶναι δάσκαλος».
Τό 1960 πῆγε στήν Ἀθήνα καί βρῆκε τόν Κόν- τογλου, γιατί εἶχε ἀκούσει ὅτι «ξεσήκωσε τήν παλαιά τέχνη». Ὁ π. Μελέτιος ἐπανέφερε στό Ἅγιον Ὄρος τήν βυζαντινή τεχνοτροπία στήν Ἁγιογραφία. Ἀνέδειξε πολλούς μεγάλους Ἁγιογράφους. Γιά νά προβάλλη τήν Βυζαντινή Ἁγιογραφία ἔκανε ἐκθέσεις στήν Ἀγγλία καί στήν Γερμανία, ἀλλά ἀπό ταπείνωση δέν πρόβαλε τό ὄνομά του. Ἦταν ἄριστος καλλιγράφος. Ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ ἔδινε καί καλλιγραφοῦσε ἐπιστολές πρός ἐπισήμους. Καί οἱ Βασιλεῖς τοῦ ἀνέθεταν νά καλλιγραφῆ ἐπιστολές.
Ἦταν πρακτικός γιατρός. Ἔκανε βοηθός ἑνός μοναχοῦ πού ἐκτελοῦσε χρέη γιατροῦ καί μαζί ἐγχείρησαν ἕνα γεροντάκι στίς Καρυές. Γνώριζε τίς ἰδιότητες πολλῶν βοτάνων καί πολλούς τούς θεράπευε μέ τίς πρακτικές ἰατρικές γνώσεις του ἀπό τραύματα καί διάφορες ἀρρώστειες.
Ὅταν ἀρρώσταινε, δέν ἔτρωγε τίποτε. Σύστηνε μάλιστα καί στούς ἄλλους. «Κάνε ἕνα τριήμερο καί θά γίνεις καλά». Εἶχε τή νηστεία γιά φάρμακο. Ὁ ἴδιος, ὅταν ἦλθε 17 χρόνων στό Ἅγιον Ὄρος, ἦταν φυματικός καί μέ τή νηστεία καί τήν προσευχή θεραπεύτηκε!
Γνώριζε τήν κατασκευή χρωμάτων φυσικῶν, πινέλων, μελανῶν, καί εἶχε καί σχετικές σημειώσεις. Ἦταν χρυσοχέρης σέ ὅλα του. Ἔκτιζε πεζούλια, ἔκανε κρεββατά, γνώριζε ἀπό καλλιέργειες, ἀπό θάλασσα, ἀπό μηχανικά. Ἔβγαζε φωτογραφίες καί τίς ἐμφάνιζε μόνος του, καί ἔτσι ἐξυπηρετοῦσε ἀμισθί τούς πατέρες καί τούς μαθητές πού χρειάζονταν νά βγάζουν φωτογραφίες γιά ταυτότητα.
Καί ἐνῶ εἶχε τόσα χαρίσματα καί γνώσεις ὁ γερω Μελέτιος, ἦταν πολύ ταπεινός. Δέν μιλοῦσε γιά τόν ἑαυτό του καί δέν κατέκρινε κανέναν. Τόν ρωτοῦσαν τά παιδιά τῆς Σχολῆς: «Γέροντα, ὁ τάδε εἶναι ζηλωτής;». Καί ἀπαντοῦσε: «Ποῦ νά ξέρω, μωρέ;». Καί ὅμως ἤξερε πολύ καλά, διότι ζοῦσε κοντά στίς Καρυές. Ὅσο ζοῦσε, οὐδέποτε δέχθηκε νά τυπωθῆ κάποιο μουσικό βιβλίο ἢ εἰκόνα του. Ποτέ του δέν μάλωσε καί δέν παρατήρησε κανένα μαθητή του, ἀκόμη καί ὅταν ἔκανε πολύ θόρυβο τήν ὥρα τοῦ μαθήματος. Ὡς καθηγητής τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς οὐδέποτε συμμετεῖχε στόν σύλλογο τῶν καθηγητῶν, γιά νά μήν ἐκφέρη γνώμη γιά κάποιον μαθητή λέγοντας: «Ἐγώ εἶμαι καλόγερος, πῶς νά κατακρίνω τά παιδιά;». Βαθμούς στούς μαθητές δέν ἔβαζε ὁ ἴδιος, γιά νά μή στενοχωρήση κάποιον, ἀλλά ὁ Σχολάρχης. Πολλές φορές μερικά ζωηρά παιδιά πήγαιναν στό Κελλί του γιά Ἁγιογραφία ἤ μουσικά καί ἔκαναν τό Κελλί του ἄνω κάτω. Δέν ἔλεγε τίποτε. Ἀνεχόταν τίς παραξενιές τους καί μακροθυμοῦσε.
Τήν πραότητα ὁ γερω Μελέτιος τήν ἀπέκτησε μέ ἀγῶνες· δέν ἦταν φυσική ἀρετή του. Εἶπε σέ κάποιον: «Στό σπίτι μας ἤμασταν ὅλοι θυμώδεις καί ἁρπαζόμασταν μέ τό παραμικρό. Ἐδῶ δυσκολεύτηκα νά κόψω τόν θυμό».
Ἦταν ἐλεήμων καί ἀγαποῦσε τούς ἀνθρώπους. Ἐξυπηρετοῦσε τόν καθένα πού ζητοῦσε τήν βοήθειά του. Ἀναλώθηκε νά βοηθήση πολλούς νά μάθουν Ἁγιογραφία καί βυζαντινή μουσική. Ἐκτός ἀπό τούς μαθητές τῆς Ἀθωνιάδος, ὅταν τόν καλοῦσαν διάφορα Μοναστήρια ἔξω, δέν ἔλεγε ποτέ ὄχι. Μέχρι τό Σινᾶ ἔφθασε, γιά νά βοηθήση. Πάντα ἀφιλοκερδῶς, ἀθόρυβα καί ταπεινά.
Κάποτε φιλοξενοῦσαν στό Κελλί τους ἀπό εὐσπλαχνία ἕναν ἡλικιωμένο λαϊκό, τόν μπαρμπα–Βασίλη, πού ἡ δουλειά του ἦταν σαγματοποιός. Ἕνα χειμῶνα πῆρε φωτιά τό δωμάτιό του ἀπό ἀπροσεξία του καί κάηκε ὁ ἴδιος, τό δωμάτιο καί οἱ ἀποθῆκες. Ὁ γερω Μελέτιος δέν εἶπε τίποτε. Κάποιος στήν τράπεζα εἶπε: «Τόν μαζέψαμε καί μᾶς ἔκαψε. Θεός σχωρέσ᾿ τον». Ὁ Γέροντας λίγο κουνήθηκε ἀπό τήν θέση του, ἀλλά δέν εἶπε τίποτε, οὔτε νά συμφωνήση, ἀλλά οὔτε νά τόν διορθώση ἢ νά τόν παρατηρήση.
Πολλές φορές, ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει νά ἁγιογραφῆ, ἐρχόταν κάποιος γιά μάθημα, πάντα δωρεάν, χωρίς ἀμοιβή· σηκωνόταν ἀγόγγυστα καί ἂς χαλοῦσαν τά χρώματα, καί πήγαινε πίσω ἡ δουλειά του. Ἔδειξε τά πάντα, ὅ,τι ἤξερε. Δέν κράτησε τίποτε μυστικό. Θεράπευσε ἀνιδιοτελῶς τίς ἱερές τέχνες καί εὐεργέτησε πολλούς διδάσκοντάς τους.
Σέ ὅσους ἔρχονταν νά τοῦ ζητήσουν βοήθεια οἰκονομική ἔδινε, χωρίς νά ρωτήση τίποτε. Ὅσοι ζητοῦσαν δουλειά, τούς ἔλεγε νά σκάψουν τόν σκαμμένο κῆπο ἤ νά κάνουν κάτι ἄλλο, καί τούς πλήρωνε κανονικά μεροκάματο, χωρίς νά ἐξετάση τί δουλειά ἔκαναν.
Κάποτε ἕνα παιδί πού ἦταν στό Κελλί του, κρύωνε. Τοῦ χάρισε ἕνα ὡραῖο χειμωνιάτικο ἐπανωφόρι. Ἔβαλε τό παιδί τά χέρια στίς τσέπες καί βρῆκε δυό πεντοχίλιαρα. Τότε τοῦ λέγει:
–Γέροντα ἔχει καί χρήματα.
–Πάρτα, μωρέ, πάρτα, τοῦ εἶπε.
Ὅταν πήγαινε Καρυές ἤ στήν Σχολή φοροῦσε πάντοτε τό ἐξώρασο ἀπό σεβασμό πρός τόν χῶρο καί στό λειτούργημά του.
Ὅταν καμμία φορά τό Ὑπουργεῖο Παιδείας διώριζε κάποιον καθηγητή Μουσικῆς ἤ Ἁγιογραφίας στήν Ἀθωνιάδα, ὁ γερω Μελέτιος διακριτικά ἀποχωροῦσε, χωρίς καθόλου νά παραπονεθῆ ἤ νά πειραχθῆ ὁ ἐγωϊσμός του. Ὅταν μετά ἀπό λίγο ἔμεναν χωρίς καθηγητή, τόν καλοῦσαν καί πήγαινε πάλι. Οὔτε οἱ τιμές τόν ἄγγιζαν οὔτε οἱ περιφρονήσεις τόν στενοχωροῦσαν.
Ἦταν ὑπάκουος στούς ἄλλους καί δέν πρόβαλλε τό δικό του θέλημα. Αὐτό τό διαπίστωναν καί τά παιδιά τῆς Σχολῆς, ἀλλά κυρίως ὅταν ἐπισκεπτόταν Μοναστήρια στόν κόσμο, γιά νά διδάξη μουσικά ἤ Ἁγιογραφία. Τοῦ ἔλεγαν: «Ἀπό δῶ, Γέροντα», «κάθησε Γέροντα», «σήκω Γέροντα», καί ἀμίλητος ἔκανε ὅ,τι τοῦ ἔλεγαν.
Παροιμιώδης ἦταν ἡ σιωπή του. Κάποτε πού πῆγε στό Νοσοκομεῖο, ὁ γιατρός ἀπόρησε πού ἐπί μέρες δέν ἄκουσε τήν φωνή του. Ρώτησε τόν συνοδό του:
–Δέν μιλᾶ ὁ παπποῦς;
–Πῶς; Νά, τώρα πές του γιά μουσικά καί Ἁγιογραφία νά δῆς πώς θά μιλήσει.
Στόν ἀφωσιωμένο γιά δεκαετίες ὑποτακτικό του π. Κοσμᾶ φερόταν μέ πολλή ἀγάπη, σεβασμό καί λεπτότητα. Κάποιος τόν ρώτησε ἂν ἔχη εὐλογία νά μείνη ἕνα διάστημα στό Κελλί του, γιά νά μάθη Ἁγιογραφία. Ὁ γέρω Μελέτιος τοῦ εἶπε: «Νά ρωτήσω τήν συνοδεία μου καί θά σοῦ πῶ». Ρώτησε, ἔλαβε τήν συγκατάθεση καί τόν δέχθηκε. Ὁ νέος ἀπόρησε πού ἡ συνοδεία του ἦταν μόνο ὁ π. Κοσμᾶς. Νόμισε πώς θά ἔχει 3–4 τοὐλάχιστον καλογέρια. Ἔμενε μῆνες κοντά τους, ἔγινε καλός Ἁγιογράφος καί εὐγνωμονεῖ τόν Γέροντα. Ἀλλά στίς ἀρχές δυσκολεύτηκε πάρα πολύ, διότι περνοῦσαν μέρες καί βδομάδες χωρίς νά μιλοῦν. Ὁ γερω Μελέτιος ἔλεγε μόνο, «πᾶμε γιά ἐλιές» ἤ «πᾶμε γιά φουντούκια», καί στήν δουλειά του δούλευε σιωπηλός καί ἔλεγε τήν εὐχή. Οὐδέποτε τόν ἄκουσε νά σχολιάζη γεγονότα ἤ πρόσωπα ἄλλα.
Κατά τήν Γερμανική Κατοχή ὁ γερω Μελέτιος μέ ἡρωΐκό φρόνημα, εὔσπλαχνη διάθεση πρός τούς καταδιωκομένους καί μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του ἔκρυψε καί φυγάδευσε πολλούς Ἕλληνες καί Ἄγγλους. Δύο φορές τόν συνέλαβαν οἱ Γερμανοί, ἀλλά τούς ξέφυγε. Πολλοί ἀπό αὐτούς πού βοήθησε τοῦ ἔγραψαν ἀργότερα εὐχαριστήριες ἐπιστολές, ἐνῶ ἕνας Ἄγγλος Ἀξιωματικός τόν πῆρε καί τόν φιλοξένησε στήν Ἀγγλία, γιά νά τόν εὐχαριστήση πού τοῦ ἔσωσε τήν ζωή. Ἀλλά ὁ Γέροντας ποτέ του δέν ἔκανε λόγο γι᾿ αὐτά, οὔτε καί στόν ὑποτακτικό του. Τόν ρωτοῦσαν τά παιδιά τῆς Σχολῆς:
–Γέροντα, πῶς τούς ξεφύγατε τούς Γερμανούς;
–Εἶχα τόν τρόπο μου, ἀπαντοῦσε.
Ρωτοῦσαν τόν π. Κοσμᾶ νά τούς πῆ γιά τήν δράση του καί ἀπαντοῦσε:
–Ἄ, δέν ξέρω∙ δέν μιλάει γι᾿ αὐτά. Νά, πές τον γιά μουσικά καί ἀμέσως θά σηκωθῆ· καί γυρίζοντας στόν Γέροντα πού ἦταν κλινήρης καί βογγοῦσε, τοῦ εἶπε δοκιμαστικά:
–Γέροντα, τό καλογέρι θέλει νά διαβάσετε μουσικά. Καί ὁ Γέροντας πετάχτηκε ἀπ᾿ τό κρεββάτι καί γυρίζοντας στόν μαθητή ρωτοῦσε.
–Ποῦ εἶναι τό μουσικό; Φέρτο μωρέ.
Πολλοί τόν θεωροῦσαν ἕνα καλό παππούλη, πού ὅμως δέν ἤξερε ἀπό καλογερική. Κρίνοντας ὅμως ἐξωτερικά, ἐλάθεψαν στήν κρίση τους, γιατί ὁ γερω Μελέτιος εἶχε κρυφή πνευματική ζωή, ὅπως φαίνεται ἀπό κάποια περιστατικά. Κάποτε, ἀνταποκρινόμενος σέ πρόσκληση γυναικείου Μοναστηριοῦ στόν κόσμο, πῆγε νά τούς βοηθήση στά μουσικά. Ἐκεῖ ἀρρώστησε μέ πυρετό ὑψηλό, ἀλλά παρά ταῦτα δέν σταμάτησε καθημερινά νά διδάσκη. Μάλιστα εἶχε τυπικό τελείας ἀσιτίας, ὅταν ἀρρώσταινε. Αὐτό ἦταν τό φάρμακό του. Οἱ ἀδελφές πανικοβλήθηκαν, γιατί νόμισαν ὅτι θά τόν χάσουν. Τόν ἀνάγκασαν νά πάρη κάτι, καί τούς ἔκανε ὑπακοή. Τή νύχτα μπῆκε κάποιος ἀθόρυβα στό κελλί του νά δῆ τί κάνει, μήπως θέλη κάτι, καί ἄκουσε νά ἐπαναλαμβάνη καθαρά καί ρυθμικά τήν εὐχή, ἐνῶ ἐκοιμᾶτο. Μαθητές του, μαρτυροῦν ὅτι πολλές φορές πού ἔμπαιναν στό κελλί του νά ρωτήσουν κάτι, τόν εὕρισκαν νά λέη τήν εὐχή ἀργά καί καθαρά. Γιά νά θολώση τά νερά, κάτι μουρμούριζε ἤ ἔλεγε· «νά, λέω κι ἐγώ, παραμιλάω». Ἄλλοι τόν εἶδαν τή νύχτα πού κοιμόταν νά κινῆ ρυθμικά τό δάχτυλό του σάν νά τραβᾶ κομποσχοίνι. Καί αὐτό ὄχι μία φορά. Τίς νύχτες ἔβλεπαν φῶς ἀπό τό κελλί του. Διάβαζε ἤ προσευχόταν.
Ἔζησε 93 χρόνια χωρίς νά πέση μία τρίχα ἀπό τά μαλλιά του καί νά χάση ἕνα δόντι. Διάβαζε χωρίς γυαλιά μέχρι τό τέλος του.Ἔζησε ταπεινά καί ἀθόρυβα. Κατώρθωσε νά ἐφαρμόση τίς δύο μεγάλες ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου: «Μή κρίνετε καί οὐ μή κριθῆτε» καί τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Καί ἂν ὡς ἄνθρωπος εἶχε κάποιες ἀτέλειες, ἡ ἀγάπη του θά τίς καλύψει καί μέ παρρησία θά ζητήσει νά μήν κριθῆ ἀπό τόν δίκαιο Κριτή, γιατί καί ὁ ἴδιος δέν ἔκρινε οὔτε κατέκρινε κανέναν, πρᾶγμα σπάνιο καί δυσεύρετο γιά τήν γενεά μας.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα