Στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου τῆς ἄνω Καψάλας ζοῦσε παλαιότερα ἕνας Ρῶσσος ἀσκητής ὀνομαζόμενος Ἰωάσαφ, ὁ ὁποῖος ἦταν τελείως ἀγένειος. Τηροῦσε σιωπή διά βίου. Δέν μιλοῦσε οὔτε καί συναναστρεφόταν μέ κανέναν. Ὅταν καθόταν ἔξω ἀπό τό Κελλί του καί ἐρχόταν ἐπισκέπτης, ἔμπαινε βιαστικά μέσα καί ἔκλεινε τήν πόρτα.
Τό ἐργόχειρό του ἦταν νά πλέκη καλάθια. Πήγαινε στά Καλύβια τῶν πατέρων, χτυποῦσε τήν πόρτα, ἄφηνε τό καλάθι μπροστά στήν πόρτα, κατέβαζε τόν σκοῦφο καί ἔσκυβε τό κεφάλι του. Δέν ἔλεγε τήν τιμή, ἀλλά ὅ,τι τοῦ δίνανε τό ἔπαιρνε. Μετά ἔβαζε μετάνοια καί ἔφευγε.
Ἐπειδή ἦταν ἀγένειος, πολλοί ὑποψιάζονταν ὅτι ἦταν γυναῖκα καί ὅτι ἀπέφευγε τήν ὁμιλία καί τήν συναναστροφή μέ ἄλλους, γιά νά μήν ἀναγνωρισθῆ. Ἀλλά τό τέλος του ἀπέδειξε ὅτι ἦταν ἄνδρας. Ἐφάρμοζε, λοιπόν, αὐτό τό τυπικό μέ πνευματικό σκοπό, γιά νά εἶναι ἀπερίσπαστος στήν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καί πρός ἀποφυγήν τῆς κατακρίσεως καί τῶν σκανδάλων, γιά νά ἐπιτύχη πιό εὔκολα τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ καί τήν ἀπάθεια.
*
Ο γερω Ἰωάσαφ ὁ Ρῶσσος ἦταν γραμματέας τοῦ τελευταίου Τσάρου. Ἔγινε μοναχός στό Ρωσσικό. Γιά κάποιον πειρασμό ἔφυγε ἀπό τό Μοναστήρι του καί κοινοβίασε στήν Διονυσίου. Παρακαλοῦσε ὅμως τήν Παναγία νά τόν ἀξιώση νά κοιμηθῆ στήν μετάνοιά του. Μετά ἀπό χρόνια, ὅταν κατάλαβε ὅτι πλησιάζει τό τέλος του, αἰσθάνθηκε τήν ἐπιθυμία νά πάη στό Ρωσσικό. Πῆρε εὐλογία καί πῆγε νά κάνη τήν ἀγρυπνία τῶν Θεοφανείων. Ἐπειδή ἦταν γεροντάκι, αἰσθάνθηκε λίγη κούραση. Ξάπλωσε καί σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία του ἐκοιμήθη εἰρηνικά στήν μετάνοιά του.
*
Ο παπα Ἰωσήφ ὁ Διονυσιάτης ἦταν ἀπό τήν Κόρινθο. Ἔγινε Πνευματικός καί ἐξωμολογοῦσε πολλούς πατέρες ἀπ᾿ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος. Σέ κανένα δέν εἶχε βάλει ποτέ κανόνα. Μόνο τούς μάλωνε. Ἔλεγαν μερικοί· «αὐτός ὁ ἄνθρωπος τί θά γίνει; Μήπως κολασθῆ κι ὅλας, γιατί δέν βάζει ποτέ κανόνα». Κι ὅμως ὁ Θεός κρίνει διαφορετικά ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Ὅταν γήρασε, καθόταν στό Κελλί του ὁ Πνευματικός καί ἄφηνε συνήθως τήν πόρτα του ἀνοιχτή. Τό καλογέρι πού τόν ὑπηρετοῦσε, τόν ἔβλεπε καί τόν ρωτοῦσε ἄν ἔχη κάποια ἀνάγκη γιά νά τόν βοηθήση. Μία μέρα τόν ρώτησε:
–Τί κάνετε, Πνευματικέ;
–Χαίρετε, τοῦ εἶπε.
–Τί χαίρετε;
–Φεύγω.
–Ποῦ πᾶς;
–Φεύγω γιά τήν ἄλλη ζωή.
–Καί ποῦ τό ξέρεις;
–Τό ξέρω, θά δεῖς. Τήν Τετάρτη τό μεσημέρι, θά δεῖς.
Καί ὅπως τό εἶπε ἔγινε. Τήν Τετάρτη τό μεσημέρι ἐκοιμήθη.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα