Θά σωθοῦμε; ρώτησαν κάποιοι τόν γερω–Ἀρσένιο τόν Διονυσιάτη, τόν συνασκητή τοῦ γερω–Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ.
–Δέν ξέρω γιά σᾶς, ἀπάντησε, ἀλλά ἐγώ θά σωθῶ.
–Γιατί, Γέροντα, ἐσύ θά σωθῆς;
–Γιατί ἔχω γίνει σάν μικρό παιδάκι. Ὅ,τι μοῦ λένε τό κάνω.
Ὁ γερω–Ἀρσένιος ὁ Ἡσυχαστής ἔκανε τό ἡμερονύκτιο 3.000 μετάνοιες, τρεῖς ὧρες κομποσχοίνι μέ σταυρούς, καί πολλά τριακοσάρια χωρίς σταυρούς. Ἔκανε ἀντί τριήμερα τετραήμερα, ἔξω ἀπό τίς καθιερωμένες νηστεῖες.
Ἔλεγε: «Νηστεία εἶναι ν᾽ ἀφήνουμε μέ τήν θέλησή μας ἕνα μέρος ἀπό τό στομάχι μας ἄδειο γιά τόν Χριστό».
*
Ο γερω–Ἀρσένιος ὁ Κατουνακιώτης (Γέροντας τοῦ π. Ἰλαρίωνος τοῦ ξυλογλύπτου), γιά νά καταπονῆ τό σῶμα του εἶχε ἕνα δικέλλι καί γυρνοῦσε καί ἔσκαβε τά πεζούλια τῶν πατέρων. Συνεχῶς ψιθύριζε τήν εὐχή καί κατά διαστήματα φώναζε πιό δυνατά: «Δόξα σοι ὁ Θεός». Ἔσκαβε ὅλη τήν ἡμέρα, ἔτρωγε κάτι –αὐτό ἦταν ἡ ἀμοιβή του– καί τό βράδυ γύριζε στό Καλύβι του.
Εἶχε καί πολλή ἁπλότητα. Μία φορά τόν ἠχογράφησαν καί ἄκουσε ἔπειτα τήν φωνή του. Ἀποροῦσε πῶς συμβαίνει αὐτό. Ὅταν ἄλλη φορά τοῦ εἶπαν τό Πάσχα νά ψάλη τό «Χριστός ἀνέστη», δέν ἔψαλε, ἐπειδή φοβόταν μήν τόν γράψουν, τοῦ πάρουν τήν φωνή του καί μείνη ἄφωνος.
*
Ο γερω–Ἀρσένιος ὁ Κουτλουμουσιανός, ὁ Γεωπόνος, δέν κατακλινόταν σέ κρεββάτι παρόλη τήν ἡλικία του. Τίς νύχτες ἀγρυπνοῦσε προσευχόμενος, καί ὅταν ἀπέκαμε, ἔπαιρνε λίγο ὕπνο καθήμενος. Γιά νά νικήση τόν ὕπνον, βημάτιζε ἐντός τοῦ κελλίου του, ἔπλυνε τό πρόσωπό του καί ἔκανε μετάνοιες. Τό κομποσχοίνι, τό 300άρι, δέν τό ἄφηνε ἀπό τά χέρια του, καί ὁ νοῦς του δέν σταματοῦσε νά ἐπαναλαμβάνη τήν εὐχή.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα