Ο γερω–Ἐμμανουήλ Νεοσκητιώτης γεννήθηκε στό Πλωμάρι τῆς Λέσβου τό ἔτος 1918. Ἦταν ἀδελφός κατά σάρκα τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Μηθύμνης Ἰακώβου. Ἐργαζόταν ὡς τραπεζικός ὑπάλληλος καί, ὅταν πῆρε τήν σύνταξή του, ἦρθε καί μόνασε στήν Κουτλουμουσιανή Σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τό ἔτος 1974. Τό 1976 πῆρε τήν Καλύβη τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στή Νέα Σκήτη καί τό ἔτος 1992 κοινοβίασε στή Μονή Γρηγορίου ὅπου καί ἐκοιμήθη τό ἔτος 2008 σέ ἡλικία 90 ἐτῶν.
Ἦταν ἄνθρωπος προσευχῆς καί εἶχε πολλή κατάνυξη. Στήν προσευχή του, ἀλλά καί ὅταν μιλοῦσε, συνήθως ἔκλαιγε.
Εἶχε συγκεντρώσει 2.500 Μεγαλυνάρια τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων. Κάθε μέρα ἕνα μέρος ἐξ αὐτῶν τά διάβαζε ἤ τά ἔψαλλε. Τόν τελευταῖο καιρό ὅμως ὁ πόθος του ἄναψε πιό πολύ καί ἄρχισε νά τά διαβάζη ὅλα κάθε μέρα. Ξυπνοῦσε πρίν ἀπό τά μεσάνυχτα. Γιά τρεῖς μέ τέσσερις ὧρες τά διάβαζε, κατανυσσόταν καί εὐφραινόταν ἡ ψυχή του.
Διηγήθηκε πῶς ἄρχισε ἡ συλλογή τῶν Μεγαλυναρίων: «Στήν ἀρχή ἔλεγα μόνο τά τέσσερα τῆς Παρακλήσεως. Ὁ μακαριστός ὅμως ἀδελφός μου (ὁ Μηθύμνης Ἰάκωβος) μοῦ εἶχε πεῖ νά μελετῶ πάντοτε τούς βίους τῶν Ἁγίων τῆς ἡμέρας πού βρίσκονται στό Μηναῖο. Κάποτε πού διάβασα τό βίο τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου, Ἐπισκόπου Σκοπέλου, μέ συγκίνησε τόσο, πού ἔχυσα πολλά δάκρυα. Τότε σκέφτηκα νά προσθέσω τό Μεγαλυνάριό του. Ἔτσι ὅσους βίους Ἁγίων μελετοῦσα πρόσθετα καί τά Μεγαλυνάριά τους μέ ἀποτέλεσμα νά γίνη ὁλόκληρο βιβλίο. Πάντως αἰσθάνομαι πολλή χάρι, ὅταν τό διαβάζω, καί δέν μπορῶ νά τ᾿ ἀφήσω. Ἰδιαίτερα τώρα πού ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε νά ἔχω σάν διακόνημα τήν ἀνάγνωση τῶν Μεγαλυναρίων, αἰσθάνομαι περισσότερη χάρι».
Ἔλεγε ὁ γερω–Ἐμμανουήλ: «Ὁ σκοπός μας εἶναι πῶς θά ἐπιτύχουμε τήν αἰωνιότητα· καί αὐτό τό κατορθώνουμε μέ τήν προσευχή ὄχι μόνο αὐτῆς πού γίνεται στίς ἀκολουθίες μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί τῆς ἀτομικῆς προσευχῆς στό κελλί μας. Ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτά πού μποροῦμε νά κάνουμε καί δέν κάνουμε. Ὁ Θεός δέν ζητᾶ ἀδύνατα πράγματα ἀπό μᾶς».
«Χωρίς τήν ἀγάπη καί τήν ὑπακοή πρός τόν Γέροντα δέν σωζόμαστε. Ἡ ὑπακοή μας πρέπει νά μήν εἶναι ἡ συνηθισμένη –ἐπειδή δηλαδή εἴμαστε καλόγεροι πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή– ἀλλά νά ζοῦμε μέσα σέ μία βιωματική ὑπακοή. Μία ὑπακοή πού εἶναι σάν τήν ὑλική τροφή∙ ἄν δηλαδή δέν φάω θά πεθάνω∙ δέν κάνω ὑπακοή, δέν μπορῶ νά σωθῶ. Νά πιστεύουμε ὅτι ἔξω ἀπ᾿ αὐτήν εἶναι μόνο κόλαση καί θάνατος. Μία ὑπακοή πού θά καταλήξη νά εἶναι ἀπρόσωπη καί δέν θά ἐξετάζουμε ἄν ὁ Ἡγούμενος ἤ ἄλλος μοναχός μᾶς εἶπε νά κάνουμε αὐτό ἤ τό ἄλλο».
«Δέν μπορῶ νά κάνω δίχως τήν προσευχή τῆς νύχτας. Ἐκεῖ στήν πλήρη ἡσυχία αἰσθάνομαι πολύ ὡραῖα καί πολύ εὐφρόσυνα. Στίς ἀρχές πού ἐπεχείρησα νά σηκώνωμαι τή νύχτα δυσκολεύτηκα πολύ. Αἰσθανόμουν σάν νά εἶχα τόνους τσιμέντο πάνω στήν πλάτη μου. Τώρα ὅμως συνήθισα καί ξυπνάω χωρίς ξυπνητήρι στίς 11 ἤ 12 μ.μ., καί μέχρι νά σημάνη ἡ καμπάνα γιά τήν ἀκολουθία, ἔχω τελειώσει τά καθήκοντά μου».
Ἀλλά καί ὅταν, λόγῳ τῆς ἀσθενείας του, μεταφέρθηκε στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς, ἔλεγε: «Προσεύχομαι σχεδόν ὅλη τή νύχτα. Ἔτσι στήν προσευχή ἔχω ποσότητα, ὑστερῶ ὅμως σέ ποιότητα. Ἐκτελῶ τά καθήκοντά μου διαβάζοντας 3–4 ὧρες τά Μεγαλυνάρια. Μετά ἀκούω τήν ἀκολουθία ἀπό τό κρεββάτι τοῦ νοσοκομείου τῆς Μονῆς. Ἀλλά νυστάζω καί κοιμᾶμαι καμμία ὥρα. Λέω ὅμως στόν ἑαυτό μου: “Ξύπνα, τεμπέλη, νά προσευχηθῆς”. Τότε σηκώνομαι καί λέω· “Θεέ μου, σῶσε τά πλάσματά σου, καί κοντά σ᾿ αὐτούς κι ἐμένα τόν ἁμαρτωλό”. Κατόπιν κάνω κομποσχοίνι γιά τούς Ἱεραποστόλους, τούς ἀσθενεῖς, τούς κεκοιμημένους καί πρίν ἀπ᾿ ὅλους γιά τόν Γέροντά μας καί τούς Πατέρες τῆς Μονῆς. Στό τέλος λέω: “Μνήσθητι, Κύριε, τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῆς Ἑλλάδος μας. Μήν ἀφήσης τά ἱερά καί ὅσια νά καταπατηθοῦν ἀπό ἀθέους καί αἱρετικούς”. Ἔτσι πονάω ὅλο τόν κόσμο καί δέν μπορῶ νά μή προσεύχωμαι γι᾿ αὐτούς. Στήν προσευχή μου δέν αἰσθάνομαι ἄξιος νά προφέρω τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἀλλά λέγω “ὁ πλάσας με, ἐλέησόν με”. Ἔτσι προσεύχομαι μέχρι νά ξημερώση».
Ἔμεινε κατάκοιτος πέντε ἔτη περίπου, χωρίς νά γογγύση ἤ νά παραπονεθῆ, ἀλλά ἀντιθέτως προσευχόταν συνεχῶς καί εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά ὅλα. Στά τελευταῖα του μάλιστα δέν μποροῦσε νά γυρίση στό ἄλλο πλευρό, ἀλλά ἦταν χαρούμενος καί ἔλεγε: «Προσπαθῶ νά κάνω τά πνευματικά μου καθήκοντα, ἀλλά δέν ἔχω δυνάμεις. Τώρα περνῶ τήν καλύτερη περίοδο τῆς ζωῆς μου, κι ἄς εἶμαι κατάκοιτος. Εἶναι πολύ ὡραῖος, πολύ γλυκύς αὐτός ὁ ἀγώνας. Δέν μπορῶ νά κουνηθῶ. Ἔρχονται οἱ πατέρες, μέ βοηθοῦν καί ἔτσι ἔρχεται ἡ ταπείνωση. Εὐχαριστῶ τόν Ἅγιο Θεό πού ἀσχολεῖται μαζί μου παρ᾿ ὅλο πού ἔχει τόσα ἄλλα νά κάνη! Τώρα μοῦ ἔρχεται καί ἡ εὐχή μόνη της καί τήν λέω μέσα ἀπ᾿ τήν καρδιά μου. Αὐτό τό κρεββάτι εἶναι ἡ σωτηρία μου, γι᾿ αὐτό δέν παραπονοῦμαι. Ἐάν τόν πόνο τόν δεχώμαστε μέ χαρά, τότε παίρνουμε μεγάλη ἀνακούφιση. Διαφορετικά, ἄν γογγύζουμε, ὁδηγούμαστε στήν ἀπώλεια».
Ὅταν φάνηκε ὅτι θά φύγει, τόν σταύρωσε ἕνας Ἱερομόναχος τῆς Μονῆς μέ τόν Τίμιο Σταυρό καί τήν κάρα τῆς Ὁσιομάρτυρος Ὀλυμπίας. Σέ λίγο ἐξέπνευσε καί παρέδωσε εἰρηνικά τήν ψυχή του στίς 22–1–2008 σέ ἡλικία 90 ἐτῶν. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα