«Τὸ στόμα μου ἤνοιξα καὶ εἵλκυσα πνεῦμα, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐπεπόθουν» (131, Ψαλμ. 118)

τῆς Μαρίας Κορνάρου

 

Κοντὰ στὸ Θεό, ἡ ζωή μας εἶναι μία ἀπέραντη λιακάδα, γιατὶ φωτίζεται καὶ θερμαίνεται ἀπὸ τὴ χάρη Του. Σὲ κάθε πόνο, σὲ κάθε ἀπογοήτευση καὶ ἀρρώστια, ἔχουμε μία παρηγοριά. Κάθε φορὰ ποὺ πέφτουμε στὴν ἀμέλεια καὶ τὴν ἀκηδία, ἡ μνήμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μᾶς παρακινεῖ νὰ σηκωθοῦμε ξανά. Ὅπως καὶ κάθε φορὰ ποὺ πέφτουμε σὲ κάποιο παράπτωμα, εἴτε αὐτὸ εἶναι βαρὺ εἴτε ἐλαφρύ. Ὁ Χριστὸς στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας προσφωνεῖται ὡς ἥλιος, οἱ Πατέρες ὡς ἀστέρες πάμφωτοι, ἡ Ἁγία Τριάς ὡς τρισήλιος θεότητα. Φωτίζουν τὶς πιὸ δύσκολες μέρες μας. Ρίχνουν τὶς ἀχτίδες τους στὰ πιὸ σκοτεινὰ μέρη τῆς ψυχής μας. Ξεκουράζουν τὸ πρόσωπό μας, ποὺ σκληραίνει ἀπὸ τὶς πίκρες ποὺ δοκιμάζουμε. Ἡ Παναγία μας εἶναι ὁ λιμὴν τῶν χειμαζομένων, ὅπου βρίσκουμε ζεστασιὰ καὶ νηνεμία ἀπ’τὶς κακοκαιρίες τῆς πορείας μας. Ὁ πιστὸς εἶναι ἔτσι ὁ πλέον πλούσιος τοῦ κόσμου, γιατὶ ποτὲ δὲν δοκιμάζει δυσκολία μόνος, γιατὶ ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν καταλάβει ἡ ἀπελπισία, ὅσο λάμπει μέσα στὴν ψυχή του τὸ φῶς τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι, ἡ θέληση νὰ μείνουμε κοντὰ στὸ Θεό, τηρώντας τὸ θέλημά Του, εἶναι τὸ πιὸ πολύτιμο ποὺ ἔχουμε στὴ ζωή μας. Κι ἡ μέριμνά μας κι ὁ σκοπὸς τῆς κάθε μας προσπάθειας εἶναι νὰ διατηρήσουμε αὐτὴ τὴ θέληση καὶ νὰ τὴν τρέφουμε ἀκόμη περισσότερο. Γιατὶ ἂν φουντώσει στὴν καρδιά μας ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὸν Θεό, ἴσως νὰ μοιάσουμε στοὺς ἁγίους καὶ νὰ μοιραστοῦμε τὴ μακαρία τους ζωὴ πλησίον τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ θέλησή μας, λοιπόν, νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸ Θεὸ εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει ὁ Θεός, ἀνταποκρινόμενος ὡς φιλάνθρωπος Πατέρας στὴν ἐπιθυμία μας. Ἡ θέληση αὐτή, ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι στάσιμη καὶ μονοδιάστατη, ἀλλὰ διέρχεται ἀπὸ στάδια, τὸ ἕνα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ξεκινᾶ ὡς θέληση γιὰ νὰ ἀποδεχθεῖ κανεὶς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ πείστηκε γιὰ τὰ δεινὰ τῆς κολάσεως καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ρυσθεῖ ἐξ αὐτῶν. Στὸ στάδιο αὐτό, ὁ ἀγωνιζόμενος λέγεται «δοῦλος», διότι φαίνεται σὰ νὰ καταναγκάζεται. Τὸ ἐπόμενο στάδιο εἶναι αὐτὸ τοῦ μισθωτοῦ, καὶ ὅπως ὁ ἐργάτης ποὺ ὑπομένει τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας προσμένοντας τὸ μεροκάματο ποὺ θὰ ἀνταμείψει τὸν κόπο του στὸ τέλος τῆς βάρδιας, ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς αὐτὸς ὑπομένει τὶς νηστεῖες καὶ τὰ σκάνδαλα καὶ τὴν καταφρόνηση τοῦ κόσμου προσμένοντας στὸ «δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου» ποὺ θ’ἀκούσει σὰν πεθάνει. Καὶ στὰ δύο στάδια αὐτά, ὑπάρχει ἡ πίστη, καὶ ἔτσι φανερώνεται ὅτι ὁ ἀγώνας τους δὲν εἶναι διόλου εὐκαταφρόνητος. Τὸ τελευταῖο στάδιο εἶναι τὸ στάδιο τῆς μακαριότητος, τῆς «υιοθεσίας». Γιατὶ ὁ ἀγωνιστής, μετὰ ἀπὸ τόσο καιρὸ ποὺ μὲ πόνο καὶ θυσία προσπαθοῦσε νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς κόπτοντας τὸ ἴδιον θέλημα, τελικὰ ἔνιωσε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὐποψιάστηκε ἡ ψυχὴ τοῦ τὴν οὐράνια μακαριότητα. Ὁ πιστὸς αὐτὸς βίωσε τὴν ἀλήθεια, τὴν βαθιὰ χαρὰ ποὺ φέρνει ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό. Ἡ ψυχή του κατάλαβε ὅτι ὑπάρχει μία πραγματικότητα πέρα ἀπὸ ἑμᾶς, τὴν ὁποία μποροῦμε μόνο νοερῶς νὰ πλησιάσουμε μὲ τὴν προσευχή, καὶ ὅταν αὐτὸ τὸ συνειδητοποίησε, θέλησε πάντοτε νὰ βρίσκεται στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ μοιάσει καὶ ἐκεῖνος μὲ τὴν στρατιὰ τῶν ἀγγέλων. Νὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια στὰ ἐπουράνια. Ἡ ψυχὴ ποὺ ἔνιωσε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀγωνίζεται τώρα γιὰ νὰ μὴν τὴ χάσει. Καὶ ἀπὸ φόβο νὰ μὴν τὴ χάσει, ἀγωνίζεται νὰ τηρήσει τὶς ἐντολές. Αὐτὸς εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ψυχὲς ποὺ πάντοτε τὸν διατηροῦν εἶναι ἅγιες, καθῶς ἔχουν ἀγαπήσει τὸν Κύριο καὶ τὶς ἐντολές του.

Ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν ἔρχεται ἡ χάρις, καὶ ἀπὸ τὴν χάριν ἔρχεται ἡ θέληση γιὰ νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς πιὸ πρόθυμα. Μέχρι νὰ ἔρθει ὅμως ἡ γλυκύτητα τῆς χάριτος καὶ νὰ μᾶς ξεκουράσει στὸν ἀγώνα μας, θὰ περάσουμε καὶ περιόδους λειψυδρίας, κούρασης, ἀποστροφῆς. Αὐτὲς εἶναι καταστάσεις φυσιολογικὲς γιὰ τὶς ἀδύναμες ψυχές μας, ποὺ δὲν μποροῦν ἀκόμη νὰ ἀποδεχτοῦν πλήρως τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅπως ταλανίζονται ἀπὸ τὰ πάθη. Ἔτσι, ἡ παραίτηση, ἡ ἀπαξίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὡς «καταναγκασμοῦ», ὁ ὑποβιβασμὸς τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης σὲ μία χαζοχαρούμενη καὶ ἄνευ προσπάθειας «πνευματικότητα», εἶναι ὅλα πλάνες ποὺ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν έντολῶν. Κι ἔτσι μᾶς ἀπομακρύνουν καὶ ἀπὸ τὴν ἀπόκτηση τῆς χάριτος, ἀπὸ τὴν μακαριότητα τῆς κοινωνίας μὲ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴν πλήρωση τῆς Πίστης μας.