Τὸ ἐγκώμιο τοῦ Κυρίου

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος

«Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν», εἶναι ἡ φράση ποὺ ἀκοῦμε καθ’ ὅλη τὴν περίοδο τῶν Παρακλητικῶν Κανόνων στὴν Παναγία. Συγκεκριμένα, η φράση αὐτὴ ἀκούγεται στὸ τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος (Λουκ., ια’ 27-28).

Τὸ εὐαγγελικὸ αὐτὸ ἀπόσπασμα κάνει λόγο γιὰ τὴν εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στὴν Βηθανία καὶ γιὰ τὴν ὑποδοχή Του ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία. Στὴν συνάντηση αὐτὴν ὁ Κύριος ἐπαινεῖ τὴν Μαρία γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι «παρακαθήσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τῶν λόγων αὐτοῦ» καὶ ἐπιπλήττει τὴν Μάρθα, ἡ ὁποία «περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν». Ὅταν, μάλιστα, ἡ Μάρθα κάνει παράπονα στὸν Ἰησοῦ ὅτι ἡ ἀδελφή της κατέλιπε αὐτὴν μόνην διακονεῖν, ὁ Χριστὸς τῆς ἀποκρίνεται μὲ νόημα ὅτι ἐκείνη μεριμνᾶ καὶ τυρβάζει περὶ πολλά, ἐνῶ ἡ ἀδελφή της, ἡ Μαρία, «τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς.» (ὅ. π. ι’ 38-42) Ἑπομένως, ὁ Κύριος προτάσσει τὸ ἄκουσμα τοῦ λόγου Του, ποὺ εἶναι λόγος σωτηρίας, ἀπέναντι σὲ ὁποιασδήποτε ἄλλη «διακονία», ἡ ὁποία τὸν περισπᾶ ἀπὸ αὐτόν: «ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (ὅ. π. 42), λέει χαρακτηριστικά.

Ἄρα, ἡ κύρια ἀσχολία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ ἀκούῃ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Μόνον, ὅμως, νὰ τὸν ἀκούῃ; Ἡ ἀπάντηση δίνεται στὴν συνέχεια. Τὸ τελευταῖο τμῆμα τοῦ συγκεκριμένου Εὐαγγελίου εἶναι ἀπὸ τὸ ἑπόμενο κεφάλαιο τοῦ Λουκᾶ, τὸ ια’, διαβάζεται, ὅμως, στὴν συνέχεια, ἀκριβῶς ἐπειδὴ συνδέεται νοηματικὰ μὲ τὸ προηγούμενο. Μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὸ πλῆθος, ἐνθουσιασμένη ἀπὸ τὸν λόγο Του, λέει στὸν Κύριο: «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοί, οὕς ἐθήλασας.» (ια’ 27). Τότε Ἐκεῖνος συμπληρώνει: «Μενοῦνγε, μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (ια’ 28).

Οἱ μὲν Προτεστάντες ἢ προτεσταντίζοντες, ποὺ δὲν ἀποδίδουν καμμία ἢ δὲν ἀποδίδουν ἰδιαίτερη τιμὴ στὴν Παναγία, ἑρμηνεύουν τό «μενοῦνγε» μὲ ἀντιθετικὴ σημασία, περίπου ὡς ἑξῆς: «ἀντιθέτως (ἤ ἴσα-ἴσα, ἤ πιὸ πολύ) μακάριοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε καὶ φυλάσσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ». Θεωροῦν, δηλαδή, ὅτι ἡ Παναγία δὲν συμπεριλαμβάνεται σ’ αὐτούς, κάτι ποὺ ἀσφαλῶς δὲν ἐπιβεβαιώνεται οὔτε ἀπὸ τὶς γραφὲς οὔτε ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν ὁποία, ὡς γνωστόν, ἐκεῖνοι δὲν δέχονται.

Ἐπειδή, ὅμως, ἡ Γραφὴ ἐπιβεβαιώνεται μέσα ἀπὸ τὴν Γραφὴ καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἱερὴ καὶ οἱ ἑρμηνεῖες τῶν Πατέρων μας θεόπνευστες καὶ ὄχι αὐθαίρετες, κατὰ τὸ δοκοῦν ἢ κατὰ τὸ συμφέρον, χρειάζεται νὰ ἐρευνήσωμε, γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια, σύμφωνα μὲ τὴν προτροπή, ἐξ ἄλλου, τοῦ ἰδίου τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου: «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς» (Ἰωάν., ε’ 39) καὶ «…γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν» (Ἰωάν., η’ 32).

Ἐὰν ἀνατρέξωμε, λοιπόν, στὸ «Ταμεῖον τῆς Καινῆς Διαθήκης», θὰ δοῦμε ὅτι ἡ λέξη «μενοῦνγε» ἀναφέρεται σὲ ἄλλα τρία χωρία (Ῥωμ., θ’ 19-20, ι’ 18, Φιλιπ., γ’ 7-8), μὲ τὴν σημασία: «βεβαιότατα, ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καί …», δηλώνοντας ὄχι μόνον ἐπιβεβαίωση ἀλλὰ καὶ προσθήκη στὸ νόημα τῆς προηγουμένης προτάσεως.

Ἄλλωστε, ἡ λέξη «μενοῦνγε» δὲν ἀποτελεῖται μόνον ἀπὸ τὸν σύνδεσμο «μέν», ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἐπίσης σύνδεσμο «οὖν» (=λοιπόν) καὶ τὸ βεβαιωτικό μόριο «γέ», ἑπομένως στὴν ἀπόδοσή της λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν ὅλες οἱ ἐπιμέρους σημασίες. Ἡ ὑπέροχη, λοιπόν, ἑλληνικὴ γλῶσσα, μὲ τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν σαφήνειά της, δὲν ἀφήνει περιθώριο γιὰ ἄλλη ἑρμηνεία ἀπὸ τὴν παραπάνω, δεδομένης, μάλιστα, τῆς ὑπάρξεως εὐαγγελικῶν χωρίων μὲ παράλληλη σημασία.

Σὲ ὅ τι ἀφορᾶ, ἑπομένως, τὴν ἀπόδοση τοῦ χωρίου ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ «μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. ια’ 27-28), μὲ τὴν φράση αὐτὴν ὁ Κύριος ἐπαινεῖ ὄχι μόνον τὴν γυναῖκα ποὺ τὸν γέννησε, τὴν Παναγία μητέρα Του, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο ποὺ ἀκούει καὶ παράλληλα φυλάσσει τὸν λόγο Του. Ὅπως λέει καὶ ὁ Χρυσοῤῥήμων Ἰωάννης, ὁ Κύριος «οὐκ ἀρνεῖται τὴν κατὰ φύσιν συγγένειαν, ἀλλὰ προστίθησιν τὴν κατ’ ἀρετήν» (PG 57, 466).

Ἐξ ἄλλου, καὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοι εἰσίν, οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ ποιοῦντες αὐτόν» (Λουκ., η’ 19-21, πρβλ. Ματθ., ιβ’ 48-50, Μάρκ., γ’ 34-5), σὲ ἄλλη περίσταση, ὅταν οἱ συγγενεῖς Του, λόγῳ πλήθους, «ἐκμεταλλευόμενοι» τὴν συγγένεια των, ἀναζητοῦν νὰ τὸν πλησιάσουν κατ’ ἰδίαν, ἐπιβεβαιώνουν, ἐπίσης, τὴν ἑρμηνεία τοῦ παραπάνω χωρίου μὲ τὸν τρόπο αὐτόν. Ὁ Κύριος, δηλαδή, δὲν ξεχωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ δικοὺς καὶ ξένους, ὅλοι εἶναι δικοί Του ἄνθρωποι, τοῦ Θεοῦ, ἐφ’ ὅσον ἀκοῦν καὶ ἐφαρμόζουν τὸ θέλημά Του.

Γιὰ νὰ ἐφαρμόσῃ, ὅμως, κάποιος τὸ θέλημά Του, χρειάζεται, πρῶτα, νὰ τὸ γνωρίζῃ. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἐπαινεῖ τὴν Μαρία, διότι, προκειμένου νὰ ἀκούσῃ τὸν λόγο τοῦ γλυκῦ της Ἰησοῦ, ἀφήνει στὴν ἄκρη κάθε ἄλλη ἀσχολία, ἀκόμη καὶ τὴν διακονία τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχουν προσέλθῃ στὴν οἰκία των, ἐπίσης γιὰ νὰ Τὸν ἀκούσουν.

Ὁ Κύριος, μὲ τὴν φράση «ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ., ι’ 42), εἶναι σὰν νὰ τοὺς λέει: «Τώρα ποὺ εἶμαι ἐδῶ, εἶναι εὐκαιρία νὰ ἀκούσετε καὶ νὰ γνωρίσετε τὸν λόγο μου, γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ τὸν ἐφαρμόσετε κιόλας. Μετά, ποὺ θὰ φύγω, ἀσχοληθῆτε μὲ ἄλλες ἀσχολίες, καὶ μὲ τὴν διακονία τῶν ἀδελφῶν σας, ποὺ εἶναι, οὕτως ἢ ἄλλως θεάρεστη, ὅταν ἐξυπηρετῆ τὸν κεντρικὸ σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ λόγου μου, ποὺ δὲν εἶναι λόγος δικός μου, ἀλλὰ λόγος Θεοῦ.»

Πάντοτε ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ γῆς διδασκαλία Του ἐπισημαίνει τὴν ἀξία τοῦ λόγου Του καὶ τὴν σημασία τῆς ἐφαρμογῆς Του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου» (Ματθ., ζ’ 21), καὶ λίγο παρακάτω: «πᾶς ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτοὺς ὁμοιώσω αὐτὸν ἀνδρὶ φρονίμῳ…» (ὅ. π. 24), ἐνῶ ὅποιος δὲν ἀκούει, ἑπομένως καὶ δὲν ἐφαρμόζει τὸν λόγο Του, «ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ μωρῷ…» (ὅ. π. 26).

Πράγματι, μωρία εἶναι νὰ προσπερνάη κανεὶς ἀδιάφορα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν σωτηρία του, καὶ νὰ τυρβάζῃ περὶ ἄλλα ἀσήμαντα, ποὺ ὄχι μόνον δὲν τὸν σώζουν ἀλλὰ τὸν καταποντίζουν κιόλας.

Τί γίνεται, ὅμως, μ’ αὐτούς, δηλαδὴ τοὺς περισσοτέρους ἐξ ἡμῶν, ποὺ ἐνῶ γνωρίζομε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐν τούτοις δὲν τὸν ἐφαρμόζομε ἢ κάνομε ἔκπτωση σ’ αὐτόν, ἤ, τὸ χειρότερο, τὸν ἑρμηνεύομε κατὰ πῶς μᾶς ἀρέσει; Τοὐλάχιστον, «ὁ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας.» (Λουκ., ιβ’ 48), ἐνῶ «ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας, δαρήσεται πολλάς», διότι «παντὶ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ’ αὐτοῦ» (ὅ. π. 47-48).

Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Κύριος συνδέει τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ λόγου Του μὲ τὴν τελικὴ κρίση καὶ τὴν σωτηρία μας, ποιοί εἴμαστε, τελικά, ἐμεῖς ποὺ θὰ ἀρνηθοῦμε νὰ τὸν ἐφαρμόσωμε, ἐνῶ, μάλιστα, μᾶς ἐπισημαίνει τὶς φοβερὲς συνέπειες ἀπὸ τὴν παραμέλησή μας αὐτήν;

Ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται, ἑπομένως, νὰ κάνωμε, ἐν ὄψει, μάλιστα, τῆς ἑορτῆς τῆς Παναγίας μας, εἶναι πολὺ ἁπλᾶ νὰ ἀκολουθήσωμε τὴν δική της προτροπή: «ὅ τι ἂν λέγη ὑμῖν, ποιήσατε.» (Ἰωάν., β’ 5), δείχνοντας τὴν ἴδια, μὲ Ἐκείνην, ἐμπιστοσύνη στὴν δύναμη τοῦ λόγου Του. Δὲν ἔχομε λόγο νὰ μὴν τὸ πράξωμε, διότι ἐκείνη ποὺ τήρησε τὸν λόγο Του μὲ συνέπεια καὶ εὐθύνη, ὄχι μόνον δὲν ζημιώθηκε, ἀντιθέτως, μάλιστα, κέρδισε καὶ τὴν τιμὴ νὰ μακαρίζεται ἀπὸ ὅλες τὶς γενεές (Λουκ., α’ 48), κυρίως ὅμως νὰ τιμᾶται ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν Σωτῆρα της, διότι «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (ὅ. π.).

Ἂς δείξωμε καὶ ἐμεῖς λίγη ἀπὸ τὴν ταπείνωση τῆς γλυκιᾶς μας Παναγιᾶς, νὰ γίνωμε καὶ ἐμεῖς «δοῦλοι Κυρίου», ὑπάκουοι στὸ δικό Του θέλημα καὶ ὄχι ὑπόδουλοι στὰ δικά μας ἁμαρτωλὰ θελήματα, καὶ τότε ὄχι μόνον θὰ ἀγαλλώμεθα καὶ ἐμεῖς, ὅπως Ἐκείνη, γιὰ «τὰ μεγαλεῖα τοῦ δυνατοῦ» (ὅ. π. 49), ἀλλὰ θὰ λάβωμε καὶ τὴν δική της τιμή νὰ συμπεριλαμβανώμεθα σ’ αὐτοὺς ὅλους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀναφωνεῖ ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.» (ὅ. π. ια’ 27-28).

Ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμὴ ἀπ’ τὸ νὰ ἀκούσωμε τὸ ἐγκώμιο αὐτὸ τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ ἐμᾶς; Συγχρόνως, αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο καὶ πολυτιμώτερο δῶρο ποὺ ἔχομε νὰ κάνωμε στὴν Παναγία Μητέρα Του γιὰ τὴν ἑορτή Της. Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι, αὐτὴν τὴν φορά, θὰ προσπαθήσωμε, λίγο περισσότερο, νὰ ἀκούσωμε καὶ τὴν δικιά της, σωτήρια γιὰ μᾶς, προτροπή: «ὅ τι ἂν λέγῃ ὑμῖν (ὁ Κύριος) ποιήσατε» (Ἰωάν., β’ 5), νὰ εὐχηθοῦμε ὅλοι σὲ ὅλους καλὴ πρόοδο στὴν σωτηρία μας καὶ Καλὴ Παναγιά!