Συγκατετέθη ο Θεός στη σφαγή των νηπίων;

ΑΓΙΟΥ IΩANNOY ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
 

Mατθ. 2, 16-23: «Τότε ιδών Ηρώδης ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ, και εν πάσι τοις ορίοις αυτής, από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον, ον ηκρίβωσε παρά των μάγων».

Δεν έπρεπε βεβαίως να οργισθή (ο Ηρώδης) αλλά να φοβηθή και να μαζευθή και να εννοήση ότι επιχειρεί ακατόρθωτα πράγμα­τα. Δεν συγκροτείται όμως. Όταν η ψυχή είναι αχάριστος και ανεπίδεκτος δεν υποχωρεί εις κανένα από τα φάρμακα, που δίδει ο Θεός, ιδού, παρατήρησε και τούτον πως συναγω­νίζεται τους προηγουμένους του· προσθέτει φόνον εις τους φόνους και παντού τρέχει κατά κρημνού. Σαν να ήτο κυριευ­μένος από κάποιον δαίμονα της οργής αυτής και της βασκανίας.

Δεν υπολογίζει κανένα, μανιάζει και εναντίον αυτής της φύσεως, και την οργή του εναντίον των μάγων που τον γέλασαν, αφήνει να εκσπάση κατά των παιδιών, που δεν τον είχαν εις τίποτε βλάψει, και αποτολμά εις την Παλαιστίνην, δράμα συγγενικόν με όσα είχαν τότε συμβή εις την Αίγυπτον. Διότι λέγει· «Αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής, από διετούς και κατωτέρω κατά τον χρόνον, ον ηκρίβωσε παρά των μάγων».

Εις το σημείον τούτο δείξετε παρακαλώ πολλήν προσο­χήν. Πολλοί λέγουν πολλάς φλυαρίας χάριν των παιδιών τούτων, και χαρακτηρίζουν ως αδικίαν τα γενόμενα. Και άλ­λοι από αυτούς διατυπώνουν μετριοπαθέστερα την απορίαν των, άλλοι δε με μεγαλύτερον θράσος και πείσμα. Δια να απαλλάξωμεν λοιπόν τους μεν από το πείσμα των και τους άλλους από την απορίαν, ζητώ να έχω την ανοχήν σας, δια να σας ομιλήσω δια το ζήτημα τούτο.

Αν η κατηγορία των είναι αυτή, ότι δηλαδή επεδείχθη αδιαφορία δια την θανάτωσιν των παιδιών, ας κατηγορήσουν και την σφαγήν των στρατιωτών, που εφύλασσαν τον Πέτρον. Εδώ όταν έφυγε το παιδί, σφάζονται αλλά παιδιά εις την θέσιν αυτόν που εζητούσαν. Και τότε πάλιν, όταν ο άγγελος ηλευθέρωσε τον Πέτρον από την φυλακήν και τας αλύσεις, ένας ομώνυμος και ομότροπο; του τυράννου τούτου, όταν τον εζήτησε και δεν τον ευρήκεν, εξόντωσεν εις την θέσιν του τους στρατιώτας που τον εφύλασσαν.

Τι σχέσιν έχει τούτο; θα ειπή κάποιος. Τούτο δεν αποτε­λεί λύσιν αλλά περιπλοκήν του ζητήματος.

Το γνωρίζω και εγώ και δια τούτο φέρω εις την μέσην όλα αυτά, δια να δώσω εις όλα την ιδίαν λύσιν. Ποία είναι λοιπόν η λύσις και ποίαν ευπρόσεκτον δικαιολογίαν έχομεν να φέρωμεν; Δεν είναι αίτιος της σφαγής ο Χριστός αλλ’ η σκληρότης του βασιλέως· όπως και της σφαγής εκείνων δεν είναι ο Πέτρος αλλ’ η ανοησία του Ηρώδου. Αν έβλεπεν έναν τοίχον τρυπημένον ή πύλας να έχουν ανατραπή, θα μπορούσε να κατηγορήση δι’ αμέλειαν τους στρατιώτας, που εφύλασσαν τον Απόστολον. Τώρα όμως όλα ευρίσκοντο εις την θέσιν των και αι θύραι ήσαν κλεισμένοι και αι αλύσεις κλειδωμένοι εις τα χέρια των φρουρών, διότι ήσαν δεμένοι όλοι με αυτόν. Ημπο­ρούσε λοιπόν να συμπεράνη από αυτά, αν έκρινε ορθά δι’ όσα είχαν συμβή, ότι αυτό που είχε γίνει δεν ήτο έργον ανθρώπου ούτε πράξις κάποιου εχθρού του, αλλά ενέργεια μιας θείας και θαυματουργικής δυνάμεως. Έτσι, έπρεπε να προσκυνήση τον αίτιον του γεγονότος και όχι να στραφή κατά των φρουρών.

Με αυτό το νόημα ο Θεός έπραξεν όλα όσα έπραξεν. Όχι μό­νον δεν ήθελε να θυσιάση τους φρουρούς αλλά και τον βασιλέα να οδηγήση με αυτά εις την αλήθειαν. Αν εκείνος εφάνη αγνώμων, τι σχέσιν μπορεί να έχη με τον σοφόν Ιατρόν των ψυχών η αταξία του ασθενούς;

Ημπορούμε να είπουμεν και εδώ το ίδιον. Διατί ωργίσθης, Ηρώδη, μετά το περιγέλασμα των μάγων; Δεν αντελήφθης ότι το γεννηθέν ήτο θεϊκόν; Συ δεν εκάλεσες τους αρχιερείς; Συ δεν συνεκέντρωσες τους γραμματείς; Όταν εκλήθησαν εις το δικαστήριόν σου, δεν έφεραν μαζί των και τον προφήτην, που προανήγγειλεν όλα αυτά με τον φωτισμόν του ουρανού; Δεν είδες ότι τα παλαιά ήσαν σύμφωνα με τα νέα; Δεν ήκουσες ότι ακόμη και το άστρον υπηρέτησε το γεγονός; Δεν εσεβάσθης τον ζήλον των βαρβάρων; Δεν εθαύμασες το θάρρος των; Δεν ερρίγησες από την επαλήθευσιν του προφήτου; Δεν αντε­λήφθης τα πρόσφατα επί τη βάσει των προηγουμένων; Δια ποιον λόγον δεν έκαμες από όλα αυτά την σκέψιν ότι το πρά­γμα δεν ήτο μία πλεκτάνη των μάγων, αλλ’ ότι η θεία δύναμις οικονομούσε τα πάντα προς το πρέπον; Αλλά και αν εξηπατήθη από τους μάγους, τι σχέσιν είχαν τα παιδιά, που δεν είχαν κάμει καμμίαν αδικίαν;

Μάλιστα, μας λέγει. Ωραία άφησες αναπολόγητον τον Ηρώδη και τον παρουσίασες μιαρόν φονέα. Δεν ανασκεύασες όμως ακόμη την ένστασιν της αδικίας δι’ όσα είχαν συμβή. Αν εκείνος έπραττεν αδίκως, διατί συγκατετέθη ο Θεός; Τι θα απαντήσωμεν εις αυτό; Ό,τι πάντοτε και εις την εκκλησίαν και εις την αγοράν δεν θα παύσω να επαναλαμβά­νω. Τούτο θέλω να τηρήτε και σεις με ακρίβειαν· είναι ένας κανών που αρμόζει εις κάθε τέτοιαν απορίαν σας. Ποιος εί­ναι αυτός ο κανών και ποιος ο λόγος; Είναι πολλοί όσοι α­δικούν αλλά δεν αδικείται κανένας.

Και δια να μη σας ταράσση περισσότερον το αίτημά μου, δίδω αμέσως και την λύσιν. Ό,τι άδικον και αν πάθωμεν από κάποιον, υπολογίζει ο Θεός την αδικίαν αυτήν ή προς διαγραφήν αμαρτημάτων ή δια να μας δώση μισθόν. Ας χρησιμοποιήσωμεν ένα παράδειγμα, δια ν’ αποσαφηνισθή το πράγμα καλύτερα. Ας υποθέσωμεν ότι ένας υπηρέτης οφείλει πολλά χρήματα εις τον κύριόν του. Έπειτα ο υπηρέτης αυτός δέχεται την βίαν αδίκων ανθρώπων, που του αφαιρούν μέρος από τα ιδικά του. Αν λοιπόν ο κύριος, που μπορεί να εμποδίση τον άρπαγα και τον πλεονέκτην, δεν βάλη εις την θέσιν των τα χρήματα αλλά εκπέση από την προς αυτόν οφειλήν του δούλου όσα του αφήρεσαν, ο δούλος έχει τάχα αδικηθή; Καθόλου βεβαίως; Και αν του αποδώση ακό­μη περισσότερα; Δεν έχει και μεγαλύτερον κέρδος ; Είναι φανε­ρόν εις όλους. Ας μεταφέρωμεν τούτο και εις όσα πάσχομεν· ότι δι’ όσας αδικίας υφιστάμεθα ή διαγράφονται αμαρτήματά μας ή κερδίζομεν λαμπροτέρους στεφάνους, αν δεν έχω μεν ανάλογα αμαρτήματα. Άκουσε τον Παύλον να λέγη προς εκείνον που έχει πορνεύσει· «Παράδοτε τον τοιούτον τω Σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή» Ποίαν σχέσιν έχει τούτο; Ο λόγος μας είναι δι’ όσους αδικούνται από άλλους, όχι δι’ όσους διορθώνουν οι διδάσκαλοι. Κατ’ ακρίβειαν οι δύο πε­ριπτώσεις δεν έχουν καμμίαν διαφοράν διότι το ζήτημά μας είναι αν η αδικία δεν αποτελεί ζημίαν δι’ εκείνον που ηδικήθη.

Αλλά δια να φέρω τον λόγον μου πλησιέστερον προς το θέμα, ενθυμηθήτε τον Δαυίδ. Όταν είδε τον Σεμεΐ να ορμά εναντίον του, να του επιτίθεται εις την συμφοράν του και να τον περιλούη με αμέτρητους εξευτελισμούς, ενώ οι στρατηγοί ήθελαν να τον φονεύσουν, τους ημπόδισεν. «Άφετε αυτόν καταράσθαι, όπως ιδή Κύριος την ταπείνωσίν μου και ανταποδώ μοι αγαθά αντί της κατάρας ταύτης εν τη ημέρα ταύτη». Και εις τους Ψαλμούς του ψάλλει· «Ίδε τους εχθρούς μου ότι επληθύνθησαν, και μίσος άδικον εμίσησάν με, και άφες πάσας τας αμαρτίας μου». Δια τον λόγον αυτόν έλαβε και ο Λάζα­ρος την αμοιβήν του, επειδή υπέστη εις την ζωήν του αμέ­τρητα δεινά. Δεν αδικούνται λοιπόν όσοι ηδικήθησαν, αν υποφέρουν με γενναιότητα, όλα όσα υφίστανται, αλλά και με- γαλύτερον κέρδος έχουν είτε από τον Θεόν παιδεύονται είτε από τον διάβολον βασανίζονται.

Και ποιαν αμαρτίαν είχαν τα παιδιά, δια να διαγραφή, αντιτείνει κάποιος. Ένα τέτοιον ισχυρισμόν μπορεί να προβάλη κανείς δι’ όσους είναι εις ηλικίαν και έχουν διαπράξει πολλά σφάλματα. Όποιοι όμως είχαν ένα τέτοιο πρόωρον τέλος, ποία αμαρτήματά των εξώφλησαν με τα δεινοπαθήματά των; Δεν ήκουσες να λέγω, ότι και αν δεν υπάρχουν αμαρτήματα, γίνεται εκεί ανταπόδοσις αμοιβής εις αυτούς που εδώ δεινοπαθούν; Με μίαν τέτοιαν προϋπόθεσιν ποιαν ζημίαν έπαθαν τα παιδιά που εφονεύθησαν και μετεφέρθησαν αμέσως εις το ακύμαντον λιμάνι; Ίσως αν ζούσαν θα ήσαν εις θέσιν να κα­τορθώσουν πολλά και μεγάλα πράγματα. Αλλά δια τούτο τους επιφυλάσσει όχι ασήμαντον μισθόν, δια το ότι ετελείωσαν την ζωήν των, ενώ υπήρχε μία τέτοια προοπτική. Αν ήτο αλλιώς, ούτε που θα άφηνε καθόλου να αναρπασθούν πρόω­ρα τα παιδιά, αν επρόκειτο να αποβούν σπουδαίαι προσω­πικότητες. Αν με τόσην μακροθυμίαν ανέχεται αυτούς που πρό­κειται να ζουν αδιακόπως μέσα εις την κακίαν, πολύ περισ­σότερον δεν θα επέτρεπε να αποθάνουν τα παιδιά κατ’ αυτόν τον τρόπον, αν επρόβλεπεν ότι θα επιτελούσαν μεγάλα έργα.

Αυτοί είναι οι ιδικοί μας λόγοι. Και δεν είναι βεβαίως μόνον αυτοί· υπάρχουν και άλλοι πιο απόρρητοι, που τους γνωρίζει με ακρίβεια εκείνος που οικονομεί όλα αυτά. Ας αφήσωμεν εις εκείνον την ακριβή κατανόησιν του θέματος τού­του και ημείς ας κρατήσωμεν τα εξής και από τας συμφοράς των άλλων ας διδασκώμεθα να υποφέρωμεν τα πάντα με γεν­ναιότητα. Διότι δεν έπεσεν εις την Βηθλεέμ τότε μικρά τραγω­δία, να αρπάζωνται τα παιδιά από την αγκάλην των μητέρων και να οδηγούνται εις την άδικον αυτήν σφαγήν. Αν όμως διατηρής ακόμη την μικροψυχίαν και δεν εννοής την σκοπιμότητα του γεγονότος, πληροφορήσου το τέλος εκείνου, που το ετόλμησε και πάρε μικράν αναπνοήν. Τον ευρήκε ταχύτατη η δίκη δι’ αυτά και έλαβε την προσήκουσαν τιμω­ρίαν εις το αποτρόπαιον έγκλημά του. Ετελείωσε την ζωήν του με σκληρόν θάνατον αθλιώτερον από εκείνον που είχε τολμήσει. Έπαθε και αλλά άπειρα δεινά που θα μάθετε, όταν διαβάσετε την σχετικήν διήγησιν του Ιωσήπου και την οποίαν δεν εθεωρήσαμεν απαραίτητον να την παρεμβάλωμεν εδώ, δια να μην κάμωμεν τον λόγον μας μακρόν και διακοπή η συνέχειά του.

«Τότε επληρώθη το ρηθέν δια Ιερεμίου του προφήτου λέγοντας· Φωνή εν Ραμά ηκούσθη, Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν». Επειδή επλημμύρισε με φρίκην την ψυχήν του ακροατού, όταν διηγήθη όλα αυτά, την αγρίαν σφαγήν, την άδικον, την σκληροτάτην, την παράνομον, τον παρηγορεί πάλιν του λέγει ότι δεν έγιναν αυτά, επειδή δεν είχε την δύναμιν ο Θεός να τα εμποδίση και επειδή δεν εγνώριζεν, αφού και από προηγουμένως τα εγνώριζε και τα είχε προαναγγείλει με το στόμα του προ­φήτου. Μη ταραχθής λοιπόν και μη απογοητευθής αποβλέπων εις την ανερεύνητον πρόνοιάν του, που είναι δυνατόν άριστα να την διαπιστώσωμεν και από όσα ενεργεί και από όσα συγχωρεί.

Τούτο και εις άλλο σημείον συνομιλών με τους μαθητάς του άφησε να εννοηθή. Όταν προανήγγειλεν εις αυτούς τα δικαστήρια, τας συλλήψεις, τους πολέμους της οικουμένης, την αδιαλλάκτον καταδρομήν, επρόσθεσε δια να ανακουφίση την ψυχήν των και να τους παρηγορήση. «Ουχί δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται και εν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην άνευ του Πατρός υμών του εν ουρανοίς». Τα έλεγε αυτά, δια να δείξη εις αυτούς ότι δεν γίνεται τίποτε, που εκείνος αγνοεί· τα γνωρίζει όλα, μόνον ότι δεν επεμβαίνει εις όλα. Μη ταράσεσθε λοιπόν και μη ανησυχήτε. Διότι αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε και είναι εις θέσιν να τα εμποδίση, είναι φανερόν ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται δια σας. Την σκέψιν αυτήν να κάμωμεν και δια τους ιδικούς μας πειρασμούς και από αυτήν θα αντλήσωμεν την απαραίτητον παρηγοριάν.

Και τι κοινόν υπάρχει μεταξύ Ραχήλ και Βηθλεέμ, θα ερωτούσε κάποιος. Διότι λέγει· «Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής».

Και τι κοινόν πάλιν μεταξύ Ραμά και Ραχήλ; Η Ραχήλ ήτο μήτηρ του Βενιαμίν και μετά τον θάνατόν της την έθαψαν εις τον ιππόδρομον, που ευρίσκεται εκεί πλη­σίον. Επειδή λοιπόν και ο τάφος ήτο πλησίον, και η περιο­χή άνήκεν εις τον κλήρον του παιδιού της Βενιαμίν, (η Ραμά ανήκεν εις την φυλήν του Βενιαμίν), αποκαλεί δικαίως ιδικά της τα παιδιά και εξ αίτιας του αρχηγού της φυλής και από τον τόπον της ταφής και παρουσιάζων εν συνεχεία το γεγονός ως πληγήν αθεράπευτον και οδυνηράν λέγει· «Ουκ ήθελε παρακληθήναι ότι ουκ εισίν». Από εδώ πάλιν διδασκόμεθα αυτό που έλεγα προηγουμένως· να μη ταρασσώμεθα ποτέ, όταν όσα γίνωνται είναι αντίθετα προς την υπόσχεσιν του Θεού.

Ιδού λοιπόν ποια ήσαν τα προοίμια της ελεύσεώς του δια την σωτηρίαν του λαού ή μάλλον δια την σωτηρίαν της οικουμένης. Η μητέρα του υποχρεώνεται εις φυγήν, περιπίπτει η πατρίδα του εις αθεράπευτα δεινά και αποτολμάται έγκλημα σκληρότερον από κάθε άλλο, θρήνος πολύς και οδυρμός και παντού κραυγαί. Αλλά μη ταραχθής. Συνηθίζει να πραγματοποιή τα σχέδιά του με τα αντίθετα και μας παρέχει έτσι μεγίστην απόδειξιν της δυνάμεώς του.

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1978 – IΩANNOY ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ – 9 – ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Α’ – ΟΜΙΛΙΑ Θ’ – σελ. 283-295 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ