Μόλις κυκλοφορήθηκε τὸ τεῦχος 33 τοῦ νεανικοῦ περιοδικοῦ «ΡωμΝιός»!

Ὁ «Ρώμνιὸς» εἶναι ἕνα περιοδικὸ τὸ ὁποῖο γράφεται ἀπὸ νέους γιὰ νέους! Ὁ λιτὸς τίτλος του σημαίνει νέος Ρωμηός, δηλαδὴ Ἑλληνόπαις. Μέσα του ἐμπεριέχει ὅλες τὶς ἀξίες καὶ τὰ ἰδανικὰ τοῦ γένους μας, κυρίως Χριστὸν καὶ Ἑλλάδα. 

Ἐκδίδεται καὶ προσφέρεται δωρεὰν ἀπὸ τὸ σωματεῖο μας “ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ” ὡς βοήθημα γιὰ τοὺς νέους ποὺ μοιράζονται τὰ ἴδια ἐνδιαφέροντα καὶ πασχίζουν νὰ βροῦν τὸ δρόμο τους σὲ ἕναν κόσμο δίχως ἀληθινὰ πρότυπα καὶ ἀξίες. 
Σὲ αὐτὴ τὴν προσπάθεια σᾶς καλοῦμε νὰ γίνετε καὶ ἐσεῖς συνἐργάτες!
Μπορεῖτε νὰ συμβάλλετε στέλνοντας προτάσεις ἢ δηλώνοντας τὸ ἐνδιαφέρον σας γιὰ τὴ συγγραφὴ ἄρθρων στὸ email του ΡωμΝιου. Ἡ συντακτικὴ ἐπιτροπὴ θὰ σᾶς ἀποστείλει τὶς προδιαγραφές, καθὼς καὶ ἐνδεικτικὴ θεματολογία γιὰ τὰ ἄρθρα σας. 
Προωθῆστε τὸ μήνυμα τοῦ ΡωμΝιου σὲ γνωστοὺς καὶ φίλους!
Ζητοῦμε τὴ στήριξη, καθὼς καὶ τὴν προσευχὴ ὅλων γιὰ νὰ εὐοδωθοῦν οἱ στόχοι του Ρώμνιοῦ, ὥστε νὰ βοηθηθοῦν οἱ νέοι μας, τὸ μέλλον καὶ ἡ ἐλπίδα ὅλων μας.   
 
Ἐκ τῆς συντακτικῆς ἐπιτροπῆς. 
 

Στοιχεῖα Ἐπικοινωνίας:

6983701584 (Εὐαγγελία)
 
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ πρῶτο ἄρθρο τοῦ τεύχους 33  μὲ τίτλο: “Οἱ ἀναμνήσεις μου ἀπὸ τὸν Ὅσιο Παϊσιο”.
Γράφει ὁ Γεώργιος Χοροζίδης, Ἀξιωματικὸς πολεμικῆς Ἀεροπορίας: 
 
Θὰ προσπαθήσω νὰ μεταφέρω εἰκόνες καὶ βιώματα ἀπὸ τὸν Παππούλη, ὅσιο Πὰΐσιο ὅπως ἀκριβῶς τὰ ἔζησα, σὰν νὰ γίνονται τώρα μὲ τὰ μάτια ἑνὸς παιδιοῦ, φέρνοντας μνῆμες ἀπὸ τὸ παρελθόν, ἀπό τὴν πρώτη ὥρα ποὺ πῆρα τὴν εὐχή του μέχρι λίγες μέρες πρὶν φύγει γιὰ τὸν Οὐρανό. Τόσα χρόνια δὲν εἶχα κρατήσει οὔτε μία σημείωση, οὔτε ἕνα ἡμερολόγιο. Κατὰ περιόδους ἐλεγχόταν ἡ συνείδησή καὶ μοῦ ἔλεγε νὰ γράψω κάτι, ἔστω καὶ εἰς τύπον ἁπλῶν σημειώσεων, νὰ ἀφήσω στά παιδιά μου, νὰ τὶς διαβάσουν. Ὅλο τύχαινε κάτι καὶ τὸ ἀμελοῦσα. Ὅσοι γνωστοί-φίλοι τὸ ἔφερνε ἡ κουβέντα καὶ ἄκουγαν ὅτι τὸν γνώρισα, ρωτοῦσαν ἐπίμονα νὰ μάθουν πῶς ἦταν, τί ἔλεγε, ἄν ἄκουσα τὶς “προφητεῖες” του… Συνήθως ἀπέφευγα νὰ μιλάω, ἔλεγα κάποια σκόρπια πράγματα, την γλυκιά μου ἐμπειρία μὲ “τὰ λουκούμια” (ποὺ θὰ ἐξιστορήσω παρακάτω), γιὰ νὰ χαλαρώσει ἡ κουβέντα. Τὸ ἔκανα γιὰ νὰ μὴν ἀλλάξω κατὰ λάθος κάτι ἀπὸ τὰ λεγόμενά του καὶ βασικὰ μή δημιουργήσω ἐσφαλμένες ἐντυπώσεις μιᾶς καὶ ἐρχόταν στὸ νοῦ μου τὰ λόγια του στὸν πατέρα μου, “Ἀγγελε ζῶ καὶ ἀκοῦς τί λένε γιὰ μένα, σκέψου ὅταν πεθάνω τί θὰ λένε”… Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο.
 

Πρώτη φορὰ στὸ Ἅγιο Ὅρος.
Ἅγιο Ὅρος. Μπαίνουν σὲ καράβι. Σὲ καράβι ἐγὼ δὲν εἶχα μπεῖ. Τοὺς ἄκουγα ποὺ ἔλεγαν διάφορα, μὲ τὸν παπᾶ Τιμόθεο, π.χ ἐκεῖ δὲν ἔχει ρεῦμα, δὲν πρόσεχα καὶ πολύ, σκόρπιες λέξεις ἔπιανα. Ἀλλά αὐτὸ τὸ καράβι μὲ συνεπῆρε. Δὲν εἶχα μπεῖ σὲ ΚΑΡΑΒΙ!!! Οὐρανούπολη. Κάπου ἐκεῖ ξύπνησα. Λίγο πρὶν μποῦμε στὸ καράβι!!! Τρεῖς ὧρες ταξίδι νὰ φτάσεις στὴ Δάφνη, ἂν θυμᾶμαι καλά (συγχωρᾶτε με). Εἶδα τὸν καπετάνιο νὰ “ὀδηγάει” τὸ καράβι, τοὺς ναῦτες νὰ σηκώνουν την ἄγκυρα, μοναδικὰ πράγματα! Εἶδα καὶ τὰ πρῶτα μοναστήρι, ποὺ σταμάτησε τὸ καράβι γιὰ νά κατέβουν κάποιοι. Οἱ ἄλλοι στὴν τάξη, σιγὰ μὴν τὰ εἶχαν δεῖ αὐτά…Α, ξέχασα νὰ σᾶς πῶ γεννήθηκα τὸ 1975. Φτάσαμε στὴ Δάφνη, καμία σχέση μὲ σήμερα. Δύο τρία μικρὰ κτίρια, ἕνας χωματόδρομος κι αὐτὸ ἦταν ὅλο. Μήπως ἔχει τύχει νὰ δεῖτε σὲ ἑλληνικὲς ἀσπρόμαυρες ταινίες, τα παλιὰ λεωφορεῖα μὲ κάτι σὰν σκάλα ἀπὸ πάνω γιὰ νὰ βάζουν ἀποσκευές; Ἔ κάτι σὰν αὐτά, ἀλλά τό…προηγούμενο μοντέλο, ἕνα πράσινο (μετὰ λίγα χρόνια εἶχαν φέρει κι ἕνα πιὸ καινούριο), ἐρχόταν ἀγκομαχῶντας πρὸς τὸ μέρος μας. Ἔφτασε, σταμάτησε κατέβηκαν οἱ λιγοστοὶ ἐπιβάτες μέ τὰ πράγματά τους κι ἄρχισε ἡ ἐπιβίβαση μας. Ξεκινήσαμε. 
Ἔκατσα ἀναπαυτικὰ δίπλα στὸν πατέρα μοῦ στὸ παράθυρο καὶ παρατηροῦσα τὰ πάντα γύρω μου. Εἶχα ἤδη δεῖ, τὰ πρῶτα μοναστήρια ἀπό τὸ καράβι καὶ μοῦ εἶχε κάνει μεγάλη ἐντύπωση τὸ ρωσικὸ ποὺ ἦταν τεράστιο σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα. Τώρα περνούσαμε ἀπὸ κοντά του. Γκουχου γκουχου, βρούμ, σβήνει σὲ μιὰ ἀνηφόρα ἡ μηχανή, κατέβηκαν οἱ μισοὶ νὰ τὸ ἐλαφρώσουν τὸ ἔρμο, πήγαινε δὲν πήγαινε, βογγοῦσε. Πῆρε ξανά μπροστά, συνεχίσαμε. Μετὰ ἀπὸ λίγο σταματάει, κοντὰ σὲ ἕνα ἄλλο μοναστήρι σὰν ξερὸ ποτάμι το ἄκουσα, ἔτσι τὸ ἐξέλαβα (Ι.Μ Ξηροποτάμου) Σὰν πολὺ ὥρα κάνουμε, βαρέθηκα ἀκίνητος. Μπαμπᾶ ἐμεῖς ποὺ θὰ μείνουμε; Σὲ αὐτὸ τὸ μοναστήρι; -Ὄχι ἔχουμε δρόμο ἀκόμα. Ἔ ἀμάν, πόσο δρόμο ἀκόμα. Ἔκανε πάνω ἀπὸ μιὰ ὥρα γιὰ νὰ φτάσει στὶς Καρυές. Ἂν τύχαινε καὶ καμιὰ βλάβη, μέχρι νὰ τὴν φτιάξει  ὁ κυρ Στέλιος ἦταν ἀπροσδιόριστη ἡ ὥρα ἄφιξης.
Φτάσαμε στὶς Καρυές. Πρωτάτο, Ἄξιον Ἐστίν, δίπλα το κτίριο τῆς Κοινότητας, λέω ἀπὸ μέσα μου, μιὰ χαρὰ εἶναι ἐδῶ στὸ χωριό. Ἄλλωστε σὲ χωριὸ ζοῦσα καὶ γώ. Τὸ ἴδιο μοῦ φαινόταν. Δὲν εἶχα δεῖ ἄλλα παιδιὰ ὅμως κι εἶχε στὸ δρόμο κάτι περίεργες πέτρες ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Πρώτη φορά ἔβλεπα καλντερίμι. Ὄχι πολλὰ μέτρα, ὅπως ἔγινε πιὸ μετά, ἀλλὰ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση καὶ τό σχεδίαζα στὸ μυαλό μου, μέτραγα καὶ πηδοῦσα ἀπὸ πέτρα σὲ πέτρα μὴν πατήσω σὲ δεύτερη, σάν τὸ παιχνίδι τὸ κουτσό. Εἴχαμε φτάσει στὴν Ι.Μ. Κουτλουμουσίου, σὰν κάστρο μου φαινόταν κι
ἔβαζαν ἐμπόδια γιὰ τὰ μουλάρια νὰ μὴν μπαίνουν καὶ πατᾶνε τοὺς κήπους καὶ τὶς καλλιέργειες των μοναχῶν. Κάνε τὸ Σταυρό σου μοῦ λένε περνῶντας ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς, κάνω κι ἐγώ τὸν Σταυρό μου. Λίγο παρακάτω, μοῦ εἶχαν πεῖ ὅτι θὰ φτάναμε νὰ ἀφήναμε τὰ πράγματά μας. Φτάσαμε σὲ αὐτὸ ποὺ γιὰ τὰ ἑπόμενα χρόνια θὰ ἦταν τό… κελάκι μας. Κελὶ Ἁγίων Ἀποστόλωνστὸν π. Χρυσόστομο. Ὅλα τὰ χρόνια ποὺ πήγαινα μὲ τὸν μπαμπᾶ, ἢ ἐκεῖ μέναμε, ἢ στὴν Καψάλα στὸν παπᾶ Ἰσαάκ. Ἐλάχιστες φορὲς πήγαμε σὲ ἄλλα μοναστήρια, κάποιες φορὲς κατεβαίναμε στήν
Ἰβήρων στὴν Πορταίτισσα. -Θὰ πᾶτε κάτω στὸν Γέροντα Ἄγγελε; ρωτάει ὁ πάτερ Χρυσόστομος τον μπαμπᾶ. 
-Ναὶ θὰ πᾶμε νὰ πάρουμε τὴν εὐχή του.
-Ἔ πᾶτε τώρα ποὺ ναὶ ἀκόμα νωρίς, 9 εἶναι ἡ ὥρα.
Τί ἐννιά; Βλέπω τὸ ρολόϊ καὶ ἔλεγε 9. Τοὺς ἤξερα τοὺς ἀριθμοὺς (τόσα χρόνια νηπιαγωγεῖο, τὰ εἶχα ἀκούσει πολλὲς φορὲς) καὶ πάνω κάτω νὰ διαβάζω τὴν ὥρα. Μεσημέρι κι εἶναι ἐννιὰ ἡ ὥρα;
Περίεργο… -Γιατί εἶναι 9 ἡ ὥρα πάτερ; -Ἂ ἐδῶ πᾶμε μὲ ἄλλη ὥρα, τὴν βυζαντινή. Ἔμεινα μὲ τήν περιέργεια… Κινήσαμε γιὰ κάτω, πήραμε τὸ μικρὸ μονοπατάκι, περάσαμε κι ἀπὸ κάτι ἄλλα μικρά σπιτάκια (κελιὰ) εἴδαμε κάποιους μοναχούς, τὸν μπαμπᾶ καὶ τὸν ἄλλον κύριο τοὺς ἤξεραν, ἀλλά ἤξεραν καὶ τὸ ὄνομά μου, χωρὶς νὰ τοὺς τὸ πῶ, μοῦ ἔδιναν γλυκὰ στὸ χέρι ὅλοι. Περίεργο κι αὐτό…  Δὲ συγκράτησα ὀνόματα (πρώτη φορά του ἔβλεπα ἄλλωστε), τελικὸς προορισμὸς ἦταν ἡ Παναγούδα. Θυμᾶμαι τὸ ρυάκι ποὺ περάσαμε καὶ πήδηξα πάνω ἀπὸ κάτι πέτρες γιὰ νὰ μὴ βραχῶ.
Τότε ἡ εἴσοδος ἦταν κάτω ἀπὸ τὸ κελί. Θὰ χτυπήσεις τὸ κουδούνι; μοῦ λένε. Ναιιιιιι. Τράβηξα ἕνα σχοινί, ποὺ στὴν ἄκρη εἶχε ἕνα κομμάτι λάστιχο πράσινο κι ἀκούστηκε ἕνα καμπανάκι, πάνω στό κελί. Παιχνιδάκι γιὰ μένα τὸ τράβηξα παραπάνω φορὲς ἀπὸ ὅσο θὰ τὸ χτυποῦσε ἕνας μεγάλος. Ντάν, ντρίν, ντάν. Ὡραῖο παιχνίδι αὐτό. Βγῆκε ἕνας παπποῦς, ὁ Παππούλης ἦταν, μᾶς εἶδε καί κατέβηκε. Μέχρι νὰ ἔρθει πρόλαβα καὶ τὸ τράβηξα λίγες φορὲς ἀκόμα, μέχρι ποὺ μὲ πῆρε ὁ μπαμπᾶς μακριὰ ἀπὸ τὸ σχοινί. Τοῦ ζήτησαν συγγνώμη ποὺ χτυποῦσα ἐπίμονα κι αὐτὸς γέλασε. Γέλασα κι ἐγώ. Ἄ, αὐτὸς δὲν μαλώνει εἶναι καλός, σκέφτηκα ἀπὸ μέσα μου. Ἄνοιξε τὴν πόρτα πήραμε τὴν εὐχή του, ἀνεβήκαμε πρὸς τὸ σπίτι του, μᾶς ἔβαλε μέσα στὸ κελάκι καὶ προσκυνήσαμε
τὶς εἰκόνες. Μετὰ καθίσαμε, μᾶς κέρασε, μιλοῦσαν οἱ μεγάλοι κι ἐγὼ ἁπλὰ ἄκουγα. Κοιτοῦσα μέ περιέργεια τὸν Παππούλη, γιατί ἤδη εἶχα ἀκούσει γιὰ αὐτόν. Κάτι εἶπε ὁ μπαμπᾶς γιὰ μένα, ὅτι ἤμουν ἄτακτος, ζιζάνιο μὲ εἶπε. Τότε γυρίζει πρὸς τὰ μένα καὶ μοῦ δίνει ἕνα κομποσχοίνι καὶ μοῦ λέει. 
-Τὴν ξέρεις τὴν εὐχή; Τὴν ἤξερα στὸ περίπου. 
-Τὴν ξέρω τοῦ λέω. 
-Πές την. 
Τὴν εἶπα στό περίπου… Μοῦ λέει ἔτσι θὰ τὴν λὲς καὶ μοῦ τὴν εἶπε, λέξη λέξη… Τοὺς κόμπους τους ἔκανα μπόλικους μπόλικους γιὰ νὰ τελειώσει γρήγορα τὸ κομποσχοίνι. Μὲ εἶδε. 
-Ὄχι ἔτσι βρὲ εὐλογημένε,
ἕναν ἕναν τὸν κόμπο. Προσπάθησα νὰ γυρίζω ἕναν ἕναν τὸν κόμπο, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς πατοῦσα γκάζι καὶ ἔκανα πιὸ γρήγορα. Ἀφοῦ τελειῶσαν τὴν κουβέντα, μᾶς λέει. -Ἄντε τώρα νὰ σᾶς δώσω εὐλογία. 
Ἔδωσε καὶ στὸν μπαμπᾶ καὶ στὸν ἄλλον κύριο ἀλλὰ ἔδωσε καὶ σὲ μένα Σταυρουδάκια γιά τὰ ἀδελφάκια καὶ τὴ μαμά… Τὰ ἔβαλα σὲ μία ἄδεια τσέπη, σὲ ἄλλες εἶχα γλυκά, φίλησα τὸ χέρι του καὶ φύγαμε. Κράτησα καὶ τὸ κομποσχοίνι… Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ἐμπειρία μὲ τὸν Παππούλη. (…)