Φτάνοντας στὸ Θεό, μέσα ἀπ’τοὺς ἄλλους

τῆς Μαρίας Κορνάρου

Ἡ ἀγάπη στὸν πλησίον εἶναι τὸ πνεύμα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο αὐτὴ κινεῖται. Εἶναι τὸ διακριτικὸ γνώρισμα τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω. ιγ΄ 35). Γιατὶ εἶναι πράγματι ἡ μία ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ποὺ διαφοροποιεῖ ριζικὰ τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ κάθε ἄλλη θρησκεία. Σὲ ὅλες τὶς μεγάλες θρησκευτικὲς τάσεις βρίσκουμε ἰδέες ὅπως ὁ σεβασμός, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ εἰλικρίνεια. Δὲν βρίσκουμε ὅμως αὐτὴ καθ’αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ὡς δόσιμο στὸν πλησίον, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε ὑστεροβουλία καὶ προβολή. Ἡ Εὐαγγελικὴ ἀγάπη δὲν εἶναι κώδικας ἠθικῆς, γιατὶ ἡ ἠθικὴ ἐντολὴ ἀναφέρεται στὸν πράττοντα –ἀντιθέτως, ἡ ἀγάπη ἀναφέρεται σ’ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶμε, ὄχι σὲ μᾶς ποὺ ἀγαπᾶμε. Ἡ ἀγάπη ξεχνᾶ ὅτι ἀγαπᾶ, γιατὶ δὲν εἶναι ποϊὸν μίας ἐπιτηδευμένης κίνησης ἢ μίας ὑπακοῆς. Εἶναι σὰν τὴν ἀναπνοὴ γιὰ τὸ πνεύμα ποὺ παραδίνεται σ’ἐκείνη, πράξη φυσικὴ καὶ ἀδιάκοπη. Γι’αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι πλήρωση καὶ ὑπέρβαση τοῦ Νόμου: γιατὶ ἡ ἐφαρμογή της δὲ μοιάζει μὲ τὴν ἐφαρμογὴ καμίας ἐντολῆς, ἀλλὰ εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῶν ἐντολῶν.

Πόσες ἀφορμὲς μᾶς δίνει στὸ Εὐαγγέλιο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε νὰ ἀγαπᾶμε. Καὶ παρὰ τὴν θεϊκὴ προέλευση τῆς διδασκαλίας Του, καὶ τὴν δύναμή της νὰ μιλᾶ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, Ἐκεῖνος διαλέγει τὶς πράξεις Του γιὰ νὰ διδάξει στοὺς μαθητὲς τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Ἐκεῖνος δέχεται ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ τοὺς πιὸ ἁμαρτωλούς, δέχεται τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς κακόφημους γιὰ φίλους καὶ ἀκολούθους. Θαυματουργεῖ ἀπὸ εὐσπλαγχνία πρὸς τοὺς δοκιμαζομένους καὶ ὄχι γιὰ νὰ γίνει πιστευτὸς –γι’αὐτὸ συχνὰ ὁ Κύριος θαυματουργεῖ κρυφά. Ποτὲ δὲν κατακρίνει τοὺς μετανοοῦντες, ποτὲ δὲν εἶναι σκληρὸς μὲ τοὺς δύσπιστους, δὲν τολμᾶ κὰν νὰ διώξει τοὺς ἐχθρούς Του ἀπὸ τὸ πλάι Του, ἀλλὰ παραμένει μέχρι τὸ τέλος πράος καὶ ἔτοιμος νὰ δεχτεῖ τὴ συγγνώμη τῶν διωκτῶν Του. Ἀκόμη καὶ ἐπάνω στὸ Σταυρό, Ἐκεῖνος ἀγαπᾶ τοὺς αἴτιους τῶν δεινῶν του, ἀγαπᾶ ὅσους τὸν ἐγκατέλειψαν καὶ ὅσους πονᾶνε μαζί του τὴν ἔσχατη ὥρα. Γι’αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ Τὸν προσφωνοῦμε «Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη», γιατὶ αὐτὸ ἦταν ποὺ ὑπῆρξε, καὶ ὄχι ἀπλῶς ποὺ δίδαξε. Ἡ πείρα τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῶν αἰώνων ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἀπαράλλαχτη ἔμεινε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴ θυσία Του τὴν θεμελίωσε, ὅπως ἀπαρασάλευτη μένει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐπάνω στὴν ὁποῖα στηρίζεται ἡ Κτίση.

Ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ἴσως εἶναι ἡ πλέον προβεβλημένη ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ πιὸ εὔηχη. Καὶ δικαίως, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς πλησιάσει πρὸς τὸν Κύριο, ποὺ θὰ ἀφήσει νὰ φανεῖ  Ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ μέσα μας. Καὶ ἀντιστρόφως, ὅταν διώχνουμε τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴν καρδιά μας, τότε διώχνουμε καὶ τὸν Θεὸ ἀπὸ ἐκεῖ. Συχνὰ μάλιστα μπορεῖ νὰ ξεχάσουμε τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὶς ἀνησυχίες τῆς πνευματικῆς ζωῆς μας. Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ ἀγωνιᾶ κανεὶς γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο, γιὰ τὴν διόρθωση τῆς ζωῆς, γιὰ τὴν συγχώρεση ἀπ’τὸ Θεό, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ ἔχει παραμελήσει τὸν ἀδελφὸ ποὺ βρίσκεται ἀκριβῶς μπροστά του, δίπλα του! Ποὺ ἕνας καλὸς λόγος πρὸς αὐτόν, ἀληθινός, θὰ ἀνέβαζε τὴν ψυχή του στὸν οὐρανὸ πιὸ γρήγορα ἀπ’ὅτι χιλιάδες προσευχές. Ὅμως ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουμε τὴν ἀγάπη, μᾶς ἀρέσει νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε σὰ νὰ εἶναι ἠθική: ἐγὼ δὲν ἔκλεψα, δὲν ἔβρισα, δὲν ἀδίκησα κανέναν, λοιπὸν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ἀγαπῶ. Θέτουμε δηλαδὴ στὴν ἀγάπη ὅρια ἐπίπλαστα, κατασκευασμένα ἀπ’τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἀντιμετωπίζουμε σὰν τὴν ἔλλειψη τῆς ἀδικίας. Ὀρθότερο εἶναι ν’ἀναρωτηθοῦμε ἂν ἀγαπήσαμε τὸν πλησίον, χωρὶς προϋποθέσεις συμβιβαστικές. Δηλαδή, εἶχα ἀγαπητικὲς σκέψεις γιὰ τὸν ἀδελφό μου; Τὸν δικαιολόγησα; Μπῆκα στὴ θέση του; Νοιάστηκα νὰ τὸν βολέψω, νὰ τὸν ἀναπαύσω, νὰ τοῦ μιλήσω ὄμορφα; Καὶ ἂν τὰ ἔκανα αὐτά, ποιὸν κοιτοῦσα ὅταν τὰ ἔκανα –κοιτοῦσα ἐκεῖνον, ἢ κοιτοῦσα ἑμένα, γιὰ νὰ δῶ πὼς τὰ κάνω καλά;

Μὲ τὴν πνευματικὴ ἀγάπη, αὐτὴ ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός, συγγενεύουμε μὲ τὸν Θεό. Μαλακώνει τὸ μέσα μας, γιατὶ θερμαίνεται καὶ πλάθεται ἀπὸ τὸ πὺρ τῆς Χάριτος, ποὺ τὴ σπίθα του ἀνάβει στὰ στήθια μας ἡ ἀγάπη.