Διηγήθηκε ὁ παπα–Ἀρτέμιος, παλαιός Κωνσταμονίτης: «Κατάγομαι ἀπό τόν Βόλο καί στόν κόσμο ἤμουν ποδοσφαιριστής. Μοῦ εἶπαν τρεῖς γνωστοί μου ὅτι θά πήγαιναν στό Ἅγιον Ὄρος νά γίνουν μοναχοί. Πῆγα καί ἐγώ μαζί τους νά ἐπισκεφτῶ τό Ἅγιον Ὄρος. Διερωτώμουν ἄν καί σήμερα ὑπάρχουν Ἅγιοι. Ἤμουν περίεργος νά δῶ πῶς εἶναι οἱ Ἅγιοι. Ἀκούσαμε γιά τόν γερω–Ἰωσήφ. Τόν ἐπισκεφτήκαμε καί τοῦ πήγαμε εὐλογίες. Δέν μᾶς εἶπε τίποτε. Ὅλη τή νύχτα ἔκανε ἀγρυπνία μέ προσευχή. Τό πρωΐ μᾶς φίλεψε καί στό τέλος μᾶς εἶπε νά μαζέψουμε τά ψίχουλα, νά ρίξουμε νερό καί νά τά πιοῦμε, διότι μέ δυσκολία ἀνέβαιναν ἐκεῖ πάνω τά τρόφιμα. Ἔπειτα εἶπε σέ μένα ὅτι θά μείνω γιά καλόγερος. Στούς ἄλλους τρεῖς πού εἶχαν λογισμό νά καλογερέψουν, εἶπε ὅτι θά γύριζαν στόν κόσμο. Σκέφτηκε γιά λίγο, ἄν θά μποροῦσα νά μείνω μαζί τους, καί γιά νά μέ δοκιμάση στήν ὑπακοή, μοῦ εἶπε νά πάρω τόν κουβᾶ, νά βγάζω νερό ἀπό τήν στέρνα καί νά τό χύνω στά βράχια. Ἀφοῦ ἔβγαλα μερικούς κουβάδες, ὕστερα σκέφτηκα ὅτι, ἄν ἀδειάσω ὁλόκληρη τή στέρνα, ποῦ θά βροῦν νερό νά πίνουν, καί εἶπα τόν λογισμό μου στόν Γέροντα. Μοῦ εἶπε: “Ψαράκια, ψαράκια”. Δηλαδή δέν κάνω γιά τήν ἔρημο, ἀλλά γιά Κοινόβιο, ὅπου τρῶνε ψάρια.
»Συνέβησαν ὅλα ὅπως τά προεῖπε ὁ Γέροντας. Οἱ τρεῖς φίλοι μου πού εἶχαν ἔρθει νά μονάσουν ἐπέστρεψαν στόν κόσμο καί ἐγώ πού ἦρθα σάν ἐπισκέπτης κοινοβίασα στοῦ Κωνσταμονίτου. Ἐκεῖ ἦταν λίγοι πατέρες καί ἐγώ βοηθοῦσα. Εἶχα στήν ζώνη μου κλειδιά πολλά, ἔκανα ἑπτά διακονήματα.
»Στόν πόλεμο τοῦ ᾿40 ἦρθε ἡ Ἀστυνομία καί πῆρε ὅλους τούς νέους μοναχούς. Ἐμένα μέ ρώτησε ὁ Ἀστυνομικός: “Θέλεις νά ὑπηρετήσης τήν Πατρίδα;”. Ἐγώ τοῦ εἶπα: “Πῶς; Τήν Πατρίδα δέν θέλω νά ὑπηρετήσω;”. Εἶδε τήν λειψανδρία τοῦ Μοναστηριοῦ μας καί μοῦ εἶπε: “Κάθησε ἐσύ νά ὑπηρετήσης ἐδῶ τά γεροντάκια, εἶναι ἄλλοι νά πᾶνε νά πολεμήσουν”.
»Τά γεροντάκια ἦταν πολύ ἐνάρετα καί ἀγωνίζονταν μέ βία. Ὁ ἡγούμενος Συμεών ἦταν πολύ ἐνάρετος καί τόν ὑπηρετοῦσα. Κάποτε πού τοῦ πῆγα τό φαγητό, τόν βρῆκα νά εἶναι στραμμένος πρός τόν τοῖχο, προσευχόταν καί ἔκλαιγε. Τοῦ μιλοῦσα καί ἐκεῖνος δέν μέ ἄκουγε.
»Ἐπίσης ὁ παπα–Φιλάρετος πού ἐχρημάτισε Ἡγούμενος, ὅταν ἐκοιμήθη, ἔλαμψε τό πρόσωπό του καί τοῦ ἔμεινε τό χαμόγελο στά χείλη του τόσο, πού δέν φαινόταν νεκρός».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα