Ἐμεῖς τί θὰ ἀπαντούσαμε;

Μιχάλη Βασίλα

Ὅλη μας ἡ ζωὴ εἶναι σὰν ἕνα σχολικὸ διαγώνισμα. Οἱ περιστάσεις, οἱ γύρω μας ἄνθρωποι, ἡ ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε ἀλλὰ καὶ .ο ίδιος ο ἑαυτός μας, λόγῳ τῶν παθῶν καὶ ἀδυναμιῶν μας, μᾶς θέτουν καθημερινὰ διάφορα ἐρωτήματα στὰ ὁποῖα ἄλλοτε ἀπαντοῦμε κατόπιν σκέψεως καὶ ἄλλοτε αὐθόρμητα. Πολὺ συχνά, οἱ ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ εἶναι καθοριστικὲς  γιὰ τὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ γιὰ τὴν ἐν γένει πορεία τῆς ζωῆς του, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ μέλλον ἑνός ἒθνους ἢ καὶ ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας.

Γιὰ ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε Ἕλληνες καὶ Ὀρθόδοξοι, ἀπαντήσεις ὅπως αὐτὲς ποὺ θὰ ἀναφέρουμε παρακάτω ἀποτελοῦν ὁδοδείκτη γιὰ τὴ δική μας προσωπικὴ ἀλλὰ καὶ συλλογικὴ πορεία, καθὼς μᾶς διδάσκουν καὶ μᾶς ἐμπνέουν ὥστε νὰ μένουμε σταθεροὶ στὶς ἀξίες καὶ τὰ ἰδανικὰ τῆς Ρωμηοσύνης. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶχαν γνωρίσει ἀκόμη τὴ μία καὶ μόνη ἀληθινὴ πίστη, ἀλλὰ τὰ ἰδανικὰ τῆς φυλῆς μας ἀποτυπώνονται καὶ στοὺς ἀγῶνες τῶν ἀρχαίων προγόνων μας γιὰ τὸ δίκαιο καὶ τὴν ἐλευθερία. Ἡ μάχη τῶν Θερμοπυλῶν ἔμεινε στὴν ἱστορία, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ γιὰ τὸ ἡρωικὸ «Μολὼν Λαβὲ» τοῦ Λεωνίδα στοὺς ἀγγελιοφόρους τοῦ Ξέρξη. Ἐξίσου ἡρωικὴ καὶ ἀξιοπρόσεκτη εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Σπαρτιάτη Διηνέκη, ὅταν κάποιος παρατήρησε ὅτι οἱ Πέρσες εἶναι τόσοι πολλοὶ ποὺ τὰ βέλη τους θὰ κρύψουν τὸν ἥλιο:
«Καλύτερα, θὰ πολεμήσουμε στὴ σκιά». 

Ἔγινε ἔτσι ὑπόδειγμα θαρραλέου στρατιώτη σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ ὁ ἱστορικὸς Ἡρόδοτος τὸν ἀποκαλεῖ «Ἄριστο». Στὴ μετὰ Χριστὸν ἐποχή, οἱ ἀγῶνες πλέον εἶναι ὄχι μόνο ὑπὲρ πατρίδος ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ πίστεως. Ἑκατομμύρια ἅγιοι, ἱεράρχες, μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς κηρύσσουν μὲ παρρησία τὴν ἀληθινὴ πίστη χωρὶς νὰ λογαριάζουν τοὺς ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου, τὰ μαρτύρια ἢ τὸν θάνατο. Ἡ στάση τοῦ καθενὸς ἐξ αὐτῶν εἶναι καὶ μιὰ ἠχηρὴ ἀπάντηση ἀπὸ μόνη της. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὴν ἀπάντηση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὸν ἔπαρχο Μόδεστο, ὅταν ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι πρώτη φορὰ κάποιος ἐπίσκοπος τοῦ μιλᾶ ἔτσι δηλ. χωρὶς νὰ ὑποκύπτει στὶς ἀπειλές του: «(Φαίνεται πὼς) δὲν συνάντησες ὡς τώρα ἀληθινὸ ἐπίσκοπο». Ἐδῶ ὁ Ἅγιος οὔτε ἐπαίρεται οὔτε καυχᾶται, παρὰ μόνο ὁλοκληρώνει μὲ τρόπο ἀπόλυτο καὶ κατηγορηματικὸ τὴ συνομιλία του μὲ τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει στὸν αὐτοκράτορα ἡττημένος καὶ ντροπιασμένος.


Μπορεῖ ἡ πλήρης παράθεσή της νὰ ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ παρόντος ἄρθρου, ὅμως ὀφείλουμε νὰ ἀναφερθοῦμε ἔστω συνοπτικὰ στὴ μνημειώδη ἐπιστολὴ-ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Βασιλέα Ἰωάννη Δούκα Βατάτζη πρὸς τὸν πάπα Γρηγόριο Θ’, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε στείλει προηγουμένως ἕνα γράμμα σὲ ὕφος ἰδιαίτερα θρασὺ καὶ αὐταρχικό. Ὁ Βατάτζης ἀπάντησε μὲ ἀξιοπρέπεια ἀλλὰ καὶ ἀρκετὴ εἰρωνεία, διατρανώνοντας μὲ θάρρος τὴ συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς
φυλῆς, τὰ κληρονομικὰ δικαιώματα τῶν Ἑλλήνων Αὐτοκρατόρων στὴ Βασιλεύουσα καὶ τὴν ἀσυμβίβαστη μαχητικότητά
του γιὰ τὴν ἀνακατάληψή της: «…οὐδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι καὶ πολεμοῦντες τοῖς κατέχουσι τὴν Κωνσταντινούπολιν. »


Ἡ τελευταία ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ποτὲ Ἕλληνας αὐτοκράτορας ἦταν ἐκείνη τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ὅταν ὁ Μωάμεθ ὁ Β’ τοῦ εἶχε ζητήσει προηγουμένως νὰ παραδώσει τὴν Πόλη: «Τὸ νὰ σοῦ παραδώσω τὴν Πόλη οὔτε δικό μου δικαίωμα εἶναι οὔτε κανενὸς ἄλλου ἀπὸ τοὺς κατοίκους της· γιατί ὅλοι μὲ μιὰ ψυχὴ προτιμοῦμε νὰ πεθάνουμε μὲ τὴ θέλησή μας καὶ δὲ λυπόμαστε γιὰ τὴ ζωή μας». Στοὺς μαύρους αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς τὸ συναξάρι τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ γένους μας γέμισε ἀπὸ μάρτυρες ποὺ ἔδωσαν ἀκόμα καὶ τὴ ζωή τους, μένοντας σταθεροὶ μέχρι τέλους στὴν Ἅγια πίστη τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὴ καὶ συγκινητικὴ ἡ ἀπόκριση ποὺ ἔδωσε στοὺς βασανιστὲς του ὁ ἃγιος Ἰωάννης ὁ ράπτης ἐξ Ἰωαννίνων.

Ὅταν ἐρωτήθηκε γιὰ τελευταία φορὰ ἐὰν ἀρνεῖται τὸν Χριστό, ἀπάντησε ὅτι ποτὲ δὲν θὰ Τὸν ἀρνηθεῖ καὶ ἔψαλε ἐνώπιον ὅλων τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», κι ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ τὸν κάψουν ἐκεῖνος πήδησε μόνος του στὴ φωτιά, συνεχίζοντας νὰ ψάλλει… Οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔδιναν τὶς ἀπαντήσεις τους μόνο στοὺς ἐχθρούς τῆς πίστης μας, ἀλλὰ ἐνίοτε ἒπρεπε νὰ φανοῦν σταθεροὶ ἀκόμα καὶ ἀπέναντι σὲ δικά τους καὶ πολυαγαπημένα πρόσωπα. Ὁ ἃγιος Ἰωάννης ὁ Μονεμβασιώτης εἶχε ἕναν Τοῦρκο ἀφέντη, ὁ ὁποῖος βασάνιζε καὶ πίεζε τὸν Ἅγιο γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρτυθεῖ καὶ νὰ χαλάσει τὴ νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου. Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου, βλέποντάς τον νὰ μένει νηστικὸς καὶ νὰ ταλαιπωρεῖται, προσπάθησε μὲ παρακάλια νὰ τὸν πείσει νὰ φάει ἀπὸ τὰ φαγητὰ ποὺ τοῦ ἔστελνε ὁ ἀφέντης του: «Φάε, γιέ μου, ἀπὸ αὐτὰ τὰ φαγητά, γιὰ νὰ μὴν πεθάνεις, καὶ ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παναγία σὲ συγχωροῦν, γιατί δὲν τὸ κάνεις μὲ τὸ θέλημά σου, ἀλλὰ ἀπὸ ἀνάγκη. Λυπήσου καὶ ἐμένα τὴ φτωχὴ καὶ στεναχωρημένη μητέρα σου καὶ μὴ θελήσεις νὰ πεθάνεις παράκαιρα καὶ μὲ ἀφήσεις ἔρημη σ’ αὐτὴ τὴ σκλαβιὰ καὶ ξενιτιά».

Ὁ Ἅγιος, ὅμως, τῆς ἔφερε ὡς παραδείγματα τὸν Ἀβραάμ, τοὺς Τρεῖς Παῖδες, τὴν ἁγία Σολομονὴ καὶ τοὺς Μακκαβαίους, ποὺ τήρησαν τὶς ἐντολὲς Τοῦ Θεοῦ μὲ θάρρος καὶ αὐταπάρνηση, κι ἔπειτα ἔκλεισε τὴν ἀπάντησή του λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ἐσὺ εἶσαι Πρεσβυτέρα κι ἐγὼ γιὸς Ἱερέα καὶ Μάρτυρα καὶ πρέπει νὰ εἴμαστε ὄχι μόνο πιστοί, ἀλλὰ καὶ ὑποδείγματα στοὺς ἀδερφοὺς μας Χριστιανούς. Γιατί, ἂν δὲν φυλᾶμε καὶ τὰ θεωροῦμε μικρὰ ἀπὸ τοὺς Νόμους καὶ τὰ ἔθιμα τῆς Ἐκκλησίας μας, πῶς θὰ φυλάξουμε τὰ μεγάλα;». Ἡ πίστη στὸν Θεὸ ἦταν τὸ μεγάλο στήριγμα γιὰ τὸ γένος μας ὄχι μόνο στὸν καιρὸ τῆς σκλαβιᾶς, ἀλλὰ καὶ στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐλευθερία. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ περιστατικὸ ποὺ μᾶς διασώζεται καὶ ἀφορᾶ στὴν ἡρωικὴ Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Ὅταν οἱ Ἐξοδίτες ἔφτασαν στὸ μοναστήρι τῆς Παναγιᾶς τῆς Βαρνάκοβας, ὁ ἡγούμενος Κοσμᾶς τοὺς ρώτησε: «Πόσοι χάθηκαν τὴ νύχτα τῆς Ἐξόδου;». Ἡ ἀπάντηση ποὺ πῆρε ἀποτελεῖ τὸ καλύτερο ἐπιμύθιο στὴν συγκλονιστικὴ ἱστορία τῶν ἡρώων τοῦ Μεσολογγίου: «Κανεὶς δὲν χάθηκε τὴ νύχτα. Ἄλλοι βαδίζαμε στὴ γῆ κι ἄλλοι στὸν οὐρανό»!


Πολλὰ εἶναι τὰ ἀποφθέγματα ποὺ ἀποδίδονται στὸν σπουδαῖο στρατηγὸ τοῦ ἀγώνα Μακρυγιάννη. Ἑτοιμόλογος καὶ ἑλληνόψυχος, μᾶς ἄφησε μέσα ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματά του ἀρκετὰ περιστατικὰ ποὺ ἀξίζουν ἀναφορᾶς. Ἐπίκαιρη ἀκόμη καὶ σήμερα θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὅταν «δυὸ ἐπιτήδειοι, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, μισομαθεῖς καὶ ἄθρησκοι», τοῦ εἶπαν: «Πουλᾶς Ἑλλάδα, Μακρυγιάννη». Μὲ ἐντιμότητα καὶ ἀρκετὴ δόση εἰρωνείας, τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ἀδελφοί, μὲ ἀδικεῖτε. Ἑλλάδα δὲν πουλάω, νοικοκυραῖγοι μου. Τέτοιον ἀγαθὸν πολυτίμητον δὲν ἔχω εἰς τὴν πραμάτειάν μου. Μὰ καὶ νὰ τὸ ’χα, δὲν τὸ ’δινα κανενός. Κι ἂν πουλιέται Ἑλλάδα, δὲν ἀγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τὸν κόσμον ἐσεῖς λογιώτατοι, νὰ μὴν θέλει νὰ ἀγοράσει κάτι τέτοιο».


Μπορεῖ τὸ νεοσύστατο ἑλληνικὸ κράτος νὰ μὴν τοὺς τίμησε ὅσο καὶ ὅπως τοὺς ἔπρεπε, ὅμως οἱ ἁγνοὶ ἀγωνιστὲς τοῦ ‘21 δὲν μποροῦσαν νὰ ξεστομίσουν κακὸ λόγο γιὰ τὴν ἀγαπημένη τους Πατρίδα. Ὅταν ὁ πρέσβης κάποιας μεγάλης εὐρωπαϊκῆς χώρας ἔμαθε ὅτι ὁ πάμφτωχος καὶ τυφλὸς πλέον Νικηταρᾶς ζητιανεύει στὰ σοκάκια τοῦ Πειραιᾶ, πῆγε νὰ τὸν συναντήσει. Ἀκολούθησε ὁ ἑξῆς διάλογος: 

– Τί κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ὁ ξένος. 
– Ἀπολαμβάνω ἐλεύθερη πατρίδα.
– Μὰ ἐδῶ τὴν ἀπολαμβάνετε, καθισμένος στὸν δρόμο; ἐπέμενε ὁ ξένος.
– Ἡ πατρίδα μοῦ ἔχει χορηγήσει σύνταξη γιὰ νὰ ζῶ καλά, ἀλλὰ ἔρχομαι ἐδῶ γιὰ νὰ παίρνω μιὰ ἰδέα πῶς περνάει ὁ κό-
σμος, εἶπε μὲ ὑπερηφάνεια ὁ Νικηταρᾶς.
Ὁ ξένος δὲν ἐπέμεινε ἄλλο. Ἔκανε νὰ φύγει καί, διακριτικά, ἄφησε νὰ τοῦ πέσει ἕνα πουγκὶ μὲ λίρες. Ὁ Νικηταρᾶς τὸ
ἄκουσε, τὸ σήκωσε καὶ τοῦ φώναξε: «Σοῦ ἔπεσε τὸ πουγκί σου. Πάρε το μὴν τὸ βρεῖ κανένας καὶ τὸ χάσεις!». Τέλος, ὅπως κάνει κύκλους ἡ ἱστορία καὶ ἐπαναλαμβάνεται, εἶναι θαυμαστὸ τὸ πῶς, μὲ παρόμοιο τρόπο, ἐπαναλαμβάνονται καὶ οἱ ἀγῶνες γιὰ τὶς ἀξίες καὶ τὰ ἰδανικά μας, ἐνίοτε καὶ μὲ τὶς ἴδιες ἀκριβῶς θαρραλέες καὶ ἱστορικὲς ἀπαντήσεις. Θὰ
κλείσουμε λοιπὸν αὐτὴν τὴ σύντομη ἀναφορά μας μὲ τὴ φράση μὲ τὴν ὁποία ξεκινήσαμε: «Μολὼν Λαβὲ» ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ ἥρωα τῆς ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αὐξεντίου, ὅταν οἱ Ἄγγλοι τὸν ἐγκλώβισαν μέσα στὸ σπήλαιο ποὺ κρυβόταν καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ παραδοθεῖ. Ὑπερασπιζόμενος μὲ ἀξιοθαύμαστο ἡρωισμὸ τὸ λημέρι του ἔναντι ὑπεράριθμων ἐχθρῶν, ὅπως καὶ οἱ Σπαρτιάτες, ἔμελλε τελικὰ νὰ βιώσει τὶς προσωπικές του «Θερμοπύλες» – ἀφοῦ οἱ Ἄγγλοι, μετὰ ἀπὸ πολύωρη μάχη, τελικὰ τὸν ἔκαψαν – καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὲς νὰ περάσει στὴν αἰωνιότητα.