Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ο γερω–Εὐθύμιος γεννήθηκε τό ἔτος 1915 στό χωριό Γομάτι Χαλκιδικῆς ἀπό τόν Ἀθανάσιο Παπουτσῆ καί τήν Ἑλένη. Στήν βάπτιση ὠνομάσθηκε Ἀστέριος. Ὡς λαϊκός ἐργαζόταν καί βοηθοῦσε τούς γονεῖς του στίς ἐργασίες τους ἀλλά τοῦ ἄρεσε καί ἡ μουσική. Ἦταν καλλίφωνος, ἔπαιζε βιολί καί τραγουδοῦσε.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τόν φώτισε καί ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος νά μονάση, μετά τήν στρατιωτική του θητεία. Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1950 κοινοβίασε στήν Ἱερά Μονή Κωνσταμονίτου, ὅπου μετά τήν κανονική δοκιμασία ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Εὐθύμιος. Ἔμεινε πέντε–ἕξι χρόνια στήν ὑπακοή τοῦ κοινοβίου καί ὕστερα ἐπεθύμησε τήν ἐρημική ζωή. Εἶπε τόν λογισμό του στόν Ἡγούμενο καί ἐκεῖνος τόν ἔστειλε γιά μία ἑβδομάδα στό δάσος νά κόβη ξύλα μέ τό τσεκούρι, χωρίς φαγητό. Πέρασε ἡ ἑβδομάδα καί ὁ γερω–Εὐθύμιος ἄντεξε τόν κανόνα. Εἶχε πολλές δυνάμεις καί πολύ ζῆλο, ὁ ὁποῖος τόν ὡδήγησε στήν ἔρημο τῆς Βίγλας γιά μεγαλύτερους ἀγῶνες.
Ὑποτάχθηκε στόν ἐνάρετο ἱερομόναχο καί Πνευματικό, γέροντα Βαρλαάμ, πρώην χωροφύλακα, στήν Καλύβη τῶν ὁσίων Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ. Ὁ γερω–Εὐθύμιος ἔλεγε γιά τόν Γέροντά του ὅτι ἔλαμπε (ἀπό ἀρετές) σ᾽ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος. «Ἦταν ἅγιος ὁ Γέροντάς μου», διηγεῖτο ἀργότερα καί ἔκλαιγε ἀπό συγκίνηση καί ἀγάπη.
Ἐκεῖ στήν ὑπακοή τοῦ γέροντος Βαρλαάμ ἐπιδόθηκε ὁ γερω–Εὐθύμιος σέ μεγάλες ἀσκήσεις. Νήστευε πολύ, ἔκανε διπλές, δηλαδή ἔτρωγε κάθε δύο μέρες ἕνα πιάτο ἀλάδωτο. Γιά τόν Γέροντά του πήγαινε στήν θάλασσα, ψάρευε καί τόν ἀνέπαυε καθώς ἦταν ἡλικιωμένος, ἀλλά ὁ ἴδιος γευόταν τῆς ἐγκρατείας τήν τρυφήν, παξιμάδι καί νερόβραστα ὄσπρια ἤ λαχανικά, ἀνέλαια φυσικά. Μαζί μέ τή νηστεία ἔκανε μετάνοιες ἀμέτρητες καί εὐχή ἀδιάλειπτη. Φρόντιζε καί τήν μικρή περιοχή τῆς Καλύβης τους καί ἔκανε καί λίγο ἐργόχειρο. Ἔμαθε νά κάνη κουτάλες.
Ἀγωνιζόμενος μέ τόση αὐταπάρνηση δέν ἄργησε νά γευθῆ τούς καρπούς τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων.
Καταγινόμενος μέ ἐπιμονή στήν εὐχή εἶχε ἄφθονα δάκρυα ὅταν προσευχόταν. Μία φορά πῆγε στήν Ρουμανική Σκήτη νά λειτουργηθῆ καί ὁ Τυπικάρης πῆγε νά τοῦ πῆ νά ψάλη. Ἀλλά εἶδε τόν Γέροντα πνιγμένο στά δάκρυα καί ἀπό εὐλάβεια δέν τοῦ μίλησε.
Γιά περισσότερη ἡσυχία καί ἀπερίσπαστη ἐπίδοση στήν εὐχή ἔκτισε παραδίπλα ἕνα κελλάκι μικρό μέ κτιστό κάθισμα. Ἐκεῖ ὁ γερω–Εὐθύμιος ἀγρυπνοῦσε τίς νύχτες λέγοντας τήν εὐχή. Ὅταν ἤθελε νά ξεκουραστῆ, κοιμόταν καθιστός στό κτιστό κάθισμά του, καί πάλιν, ὅταν ξυπνοῦσε, συνέχιζε τή νοερά του ἐργασία.
Ἕνα Σάββατο, ἐνῶ ἔκανε κομποσχοίνι στούς ἁγίους Πάντες, εἶδε τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, ἀκριβῶς ὅπως εἶναι σέ μία τοιχογραφία στήν Λιτή τοῦ Καθολικοῦ τῆς Λαύρας, μέ ξίφος καί μανδύα. «Βάδιζε», διηγεῖτο, «καί ἡ οὐρά τοῦ μανδύα ἄνοιγε–κλοῦσε». Τό ἐξωμολογήθηκε στόν Γέροντά του καί ἐκεῖνος σταυροκοπιόταν καί ἐπαναλάμβανε: «Δόξα σοι ὁ Θεός!».
Ἄλλη φορά ἡρπάγη σέ θεωρία καί εἶδε τό ἄκτιστο φῶς. Τό ἐκμυστηρεύτηκε στόν γέροντα Παΐσιο, καί ἐκεῖνος γιά νά ὠφελήση κάποιον νέον θεολόγο καί μοναχό τοῦ ἀνέφερε τό γεγονός. Ὁ νέος πῆγε στόν γερω–Εὐθύμιο καί τόν ρωτοῦσε ἐπίμονα μέ ἐνδιαφέρον πῶς εἶδε τό ἄκτιστο φῶς καί ἄν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἦταν μία ἑβδομάδα σέ θεωρία. Ἐκεῖνος ἀποφεύγοντας νά ἀποκαλύψη τά μυστικά του βιώματα τοῦ εἶπε: «Ναί, μ᾿ ἔβαλε ὁ Γέροντάς μου κανόνα μία βδομάδα θεωρία. Μαλώσαμε κάποτε· τόν ἔδειρα καί μέ κανόνισε ἔτσι». Ὁ νέος φυσικά τά ἔχασε καί δέν κατώρθωσε νά βρῆ ἄκρη μέ τόν ἀσκητή τῆς Βίγλας, τόν γερω–Εὐθύμιο.
Ἀφοῦ ἐκοιμήθη ὁ Γέροντάς του, τόν ἔθαψε καί πῆρε τήν εὐχή του, συνεχίζοντας τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες μέ πιό μεγάλη ἔνταση. Λίγοι μοναχοί στήν ἐποχή μας ἀντέχουν σέ τόσο μεγάλες νηστεῖες. Ὁ βίος του ἦταν ἀνόμοιος καί ἀπροσπέλαστος στούς πολλούς. Ἡ αὐταπάρνησή του ἔφθανε ὥς τό κατά προαίρεση μαρτύριο καί τόν θάνατο. Κάποτε νήστεψε ὀκτώ ἡμέρες μέ τελεία ἀσιτία καί ἐξαντλήθηκε. Ἔλεγε: «Ἔπρεπε νά εἶχα πεθάνει τότε· εἶχα γίνει σάν σταφίδα. Ἀποροῦσα ποῦ βρίσκονταν τά ὑγρά στόν ὀργανισμό μου».
Μαζί μέ τ᾽ ἄλλα ἀγωνίσματά του ἔκανε καί πολύ ὡραῖες, ἐπιτυχημένες σαλότητες.
Πήγαινε στοῦ Φιλοθέου, παλαιά πού ἦταν ἰδιόρρυθμο, καί ὅταν ὁ ὑπεύθυνος μοναχός μοίραζε τήν κουμπάνια στούς πατέρες, ὁ γερω–Εὐθύμιος ἔλεγε σ᾽ ἕνα καλογέρι· «τώρα νά δῆς τί θά τούς κάνω». Πήγαινε καί ἔμπαινε μπροστά στήν γραμμή πρίν ἀπ᾽ ὅλους τούς πατέρες, καί ἐνῶ δέν ἐδικαιοῦτο κουμπάνια, γιατί δέν ἦταν ἀπό τό Μοναστήρι, ἔλεγε ἀπαιτητικά: «Θά μοῦ δώσεις δύο κουτιά καλαμαράκια, μία πλάκα τυρί, ἐκεῖνο καί ἐκεῖνο», καί ἀφοῦ γέμιζε τόν ντορβά του μέ τρόφιμα, πήγαινε καί τά μοίραζε σέ φτωχά καί ἀνήμπορα γεροντάκια. Ἔδινε τήν ἐντύπωση τοῦ παράξενου, τοῦ ἰδιότροπου, τοῦ σαλοῦ, τοῦ πλεονέκτη, ἐνῶ ὁ ἴδιος ζοῦσε τόσο πτωχικά καί ἀσκητικά.
Πῆγε στήν πανήγυρη ἑνός Κελλιοῦ καί ἔψαλλε. Στό τέλος εἶπε ἐπιτακτικά στόν Γέροντα τῆς συνοδείας: «Θά μοῦ δώσεις αὐτό καί κεῖνο καί κεῖνο καί ἕνα μουλάρι νά τά φορτώσω, καί ἕνα καλογέρι νά φέρη πίσω τό μουλάρι».
Κάποτε εἶχε καρφώσει ἕνα καρούλι στόν τοῖχο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Καθολικοῦ τῆς Λαύρας. Ἐκεῖ κρεμοῦσε τό τριακοσάρι του κομποσχοίνι καί καθήμενος στό στασίδι του «τραβοῦσε κομποσχοίνι». Ἀλλά τό καρούλι γυρίζοντας ἔκανε θόρυβο. Ἕνας προϊστάμενος τόν παρατήρησε καί ὁ γερω–Εὐθύμιος τοῦ ἔδωσε ἕνα χαστούκι.
Κάποτε πού πλησίασε στήν παραλία ἕνα καράβι μέ γυναῖκες, ὁ Γέροντας τούς ἔδιωχνε μέ τίς πέτρες.
Ἄλλη φορά ἔδωσε χρήματα σέ μία συνοδία νά κάνουν Σαρανταλείτουργο γιά τούς κεκοιμημένους γονεῖς του, καί μετά πῆγε καί τά ζητοῦσε, γιατί, ὅπως ἔλεγε, τούς εἶδε στήν κόλαση.
Ἡ ἑκούσια διά Χριστόν πτωχεία του ἦταν μεγάλη. Τά ράσα του ἦταν μπάλωμα στό μπάλωμα. Κανείς δέν θά τά ἔπαιρνε. Οὔτε καί γιά σκιάχτρα ἔκαναν. Τό καλυβάκι του παλαιό καί ἁπλό, ἀλλά καθαρό καί περιποιημένο. Ἀργότερα ἄφησε καί τό ἐργόχειρο καί ἀσχολεῖτο μόνο μέ τά πνευματικά. Ἀπό χρήματα εἶχε μόνο 200 δραχμές καί δύο–τρία τάλληρα, μήπως περάση κάποιος φτωχός μέ «πανταχοῦσα» νά δώση ἐλεημοσύνη.
Ὅταν πήγαινε στήν Λαύρα νά λειτουργηθῆ καί νά κοινωνήση, ἔπαιρνε μαζί του τήν κουμπάνια τῆς ἑβδομάδος. Γιά νά μήν τρώη δέ ἄρτον ἀργόν, διακονοῦσε στήν τράπεζα μέ σβελτάδα.
Εὐλογίες δέν δεχόταν καθόλου. Μία εὐλαβής κυρία ἀπό τό χωριό του, πού ὕστερα ἔγινε μοναχή, τοῦ ἔστειλε ἕνα δέμα μέ τρόφιμα ἀλλά ὁ Γέροντας τό γύρισε πίσω. Στίς Καρυές εἶχε νά πάη ἴσως περισσότερο ἀπό μισόν αἰῶνα. Ὅταν ἦταν νεώτερος πήγαινε σέ πανηγύρια καί ἔψαλλε πολύ γλυκά καί μέ συναίσθηση. Κάποτε πῆγε σέ μία πανήγυρη στόν Ἅγιο Παῦλο καί εἶδε τόν διάβολο κάτω ἀπό τόν πολυέλαιο νά χορεύη.
Ἄλλη φορά, ὅταν ἦταν νεώτερος, σέ μία πανήγυρη πού παραβρέθηκε, ἤπιε κρασί. Ὕστερα τοῦ παρουσιάστηκε ὁ διάβολος καί τόν ὀνείδισε καί ἔκτοτε θεώρησε καλό νά μήν ξαναπιῆ κρασί, πρᾶγμα πού τό κράτησε.
Ἔγραφε γράμματα στ᾽ ἀδέλφια του καί τούς συμβούλευε νά μετανοήσουν καί νά ἐξομολογηθοῦν, ἀλλά ἐκεῖνοι δέν ἔδιναν σημασία στίς συμβουλές του. Τούς καλοῦσε νά ᾽ρθοῦν στό Ἅγιον Ὄρος νά τούς μιλήση γιά τήν σωτηρία τους, ἀλλά ἐκεῖνοι ἀδιαφοροῦσαν. Τότε γράφει ἕνα γράμμα ὅτι δῆθεν αὐτός σέ λίγο θά πεθάνει καί νά ᾽ρθοῦν γρήγορα νά τόν κληρονομήσουν, νά πάρουν αὐτοί τίς λίρες, νά μήν προλάβη ἡ Λαύρα. Ἀμέσως τότε ἦρθαν στό Κελλί του καί ὅταν εἶδαν τήν κατάσταση καί τήν πτωχεία του, κατάλαβαν τό τέχνασμά του καί ἔφυγαν ἀπογοητευμένοι. «Οὔτε ἕνα μπουκάλι κρασί δέν εἶχε, μόνο ξεροκόμματα (παξιμάδια)», εἶπαν.
Πολλοί νέοι μοναχοί ζήτησαν νά μείνουν μαζί του, ἀλλά κανείς δέν μπόρεσε νά τόν ἀκολουθήση στήν ἄσκηση. Αὐτούς πού ἔβλεπε ὅτι δέν κάνουν γι᾽ αὐτήν τήν ζωή, γιά νά τούς διώξη, τούς ἔκανε διάφορες δοκιμασίες καί ἔτσι ἀναγκάζονταν νά φύγουν.
Ὁ γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «Ὁ γερω–Εὐθύμιος μοιάζει μέ ἕναν γιατρό πού δίνει στόν ἀσθενῆ ἕνα δυνατό φάρμακο. Ἄν τό ἀντέξη, σώθηκε». Δηλ. ἄν κάποιος πάη κοντά του καί μπορέση νά τόν ἀκολουθήση, θά ἁγιάσει.
Ἕνας ἱερομόναχος ζήτησε νά μείνη μαζί του. Τόν δέχτηκε καί τοῦ εἶπε νά ποτίση τά δέντρα. Μετά ὁ ἱερομόναχος περίμενε νά τοῦ στρώση τράπεζα.
Ἔλεγε ὁ γερω–Εὐθύμιος: «Νόμιζε ὅτι μετά θά τόν τραπεζώσω. Μοῦ λέει: “Θά φύγω”. “Νά φύγης τώρα πού εἶναι ἥλιος”. Καί ἔφυγε καί αὐτός».
Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἐργαζόταν τό καλοκαίρι χωρίς φαγητό καί νερό, καί μάλιστα γυμνός ἀπό τήν μέση καί πάνω στόν ἥλιο, γιά νά ταλαιπωρῆ τόν ἑαυτό του.
Ἄλλος Ἱερομόναχος ζητοῦσε νά μείνη μαζί του καί ὁ γερω–Εὐθύμιος τοῦ ἔγραψε τήν ἑξῆς ἐπιστολή:
«Ἐγώ ὁ Γέρων Εὐθύμιος πρός σέ τόν Κύριον Πρεσβύτερον… ὑποκλινόμενος σᾶς χαιρετῶ.
»Πολλάκις μοῦ πείραξες γιά νἄρθης γιά συνοδία. Ἐάν λοιπόν ἐν ἀληθείᾳ θέλεις νά συμβιοτεύσωμε τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μας, ἔλα σοῦ δέχομαι. Καί ὅπως βρίσκομαι ἐγώ καθώς ξέρεις καί δέν ἠμπορῶ νά διαλεχθῶ μέ ἀνθρώπους, ἐσύ θά ἔχεις ὅλη τήν προστασία τοῦ Ἡσυχαστηρίου, καί ἄν εὕρης καί κανέναν ἀκόμα, νά τόν ἔχης βοηθόν καί εἰς τάς Λειτουργίας καί εἰς τάς λοιπάς ἀνάγκας, ἄσχημα δέν θά εἶσαι. Καί ἐμένα, ἄν μέ ρωτᾶτε, ἔξω δέν θά πέσετε εἰς οἱονδήποτε ζήτημα, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἕνα κομμάτι ψωμί νά μοῦ δίνετε, εὐχαριστημένος θά εἶμαι. Ὅ,τι ἔζησα δέν θά ζήσω. Τό ψωμί μου τὄφαγα. Ἴσως καί νά εἶναι καί θέλημα Θεοῦ, δέν ξέρω, καί γι᾽ αὐτό ἄς τ᾽ ἀφήσω στόν Θεό καί, ὅπως εἶναι θέλημά Του, ἄς γίνη.
»Μέχρι τώρα ἀντιστέκομαν καί δέν κράτησα κανέναν ἀπό ὅσους πέρασαν ἀπ᾽ ἐδῶ. Τώρα θά τ᾽ἀφήσω στόν Θεό καί ὅπως θέλει ἄς γίνη.
»Ὑποκλινόμενος σέ χαιρετῶ.
»Εὐθύμιος Βιγλολαυριώτης».
Τελικά οὔτε αὐτός πῆγε νά μείνη μαζί του. Καί ἔτσι συνέχισε μόνος του τόν ἀγῶνα του. Ἦταν ἀσυγκατάβατος καί ἀκριβής. Δέν ἐπέτρεπε καμμία οἰκονομία, οὔτε στόν ἑαυτό του οὔτε σ᾽ αὐτόν πού θά ἔμενε μαζί του. Τό 1985 ἔκανε τή νηστεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων μέ διπλές. Ἦταν 72 χρόνων καί ἡ νηστεία ἕνας μῆνας.
Κάποτε φιλοξένησε φιλομόναχο νέον. Τόν ἔβαλε νά κοιμηθῆ στό κελλί τοῦ Γέροντός του. Οἱ κουβέρτες καθαρές, ἀλλά κουρελιασμένες. Ἀνάμεσα ἔβαζε ἕνα νάϋλον γιά νά συγκρατοῦνται νά μή διαλυθοῦν.
Ἐντύπωση προξένησε στό νέο ἡ ταχύτητα, ὁ ζῆλος, ἡ ὁρμή καί ἡ εὐκαμψία τοῦ Γέροντα, ὅταν ἔκανε τίς μετάνοιες στήν Ἐκκλησία. Ἔμοιαζε σάν γυμνασμένος ἀθλητής, παρά τά ἑβδομῆντα χρόνια του, ὁ ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ γερω–Εὐθύμιος. Ἦταν Μεγάλη Σαρακοστή. Διάβαζε ἕνα μέρος τῆς ἀκολουθίας μέ ἕνα μεγεθυντικό φακό μέ χερούλι, γιατί εἶχε ἀδυνατίσει ἤδη ἡ ὅρασή του. Φοροῦσε ράσα παμπάλαια, τριμμένα, ἀλλά καθαρά, κουκούλι καί ἕνα σκουφί δικῆς του κατασκευῆς. Καί ἡ θέα του, τό σχῆμα του καί ἡ ζωή του ἦταν ἀσυνήθιστα, ὅπως καί ὁ ἴδιος φαινόταν ἀσυνήθιστος καί παράξενος στούς ἄλλους. Ἀλλά αὐτές οἱ παραξενιές του ἔκρυβαν πνευματικό νόημα.
Μετά τόν Ἑσπερινό παρέθεσε τράπεζα. Ὅ,τι καλύτερο εἶχε γιά νά ἀναπαύση τόν ἐπισκέπτη του: Ρεβύθια βρασμένα ἀλάδωτα, παξιμάδι βρεγμένο καί δύο εἴδη ἐλιές. «Αὐτές εἶναι καλύτερες», εἶπε. Ἀλλά καί οἱ δύο ἦταν κατάπικρες. Τά πιάτα ἦταν πήλινα, τό τραπέζι παλαιό, ἡ κουζίνα μισοσκότεινη καί κάτω στρωμένη μέ χῶμα, ἀλλά ὅλα ἦταν ταιριαστά, εἶχαν χάρι ἀσκητική, ἁπλότητα καί ἦταν πιό εὐχάριστα ἀπό τό πολυτελέστερο ξενοδοχεῖο.
Ὕστερα στήν συζήτηση ὁ Γέροντας ἦταν πατρικός καί στοργικός· συμβούλευε πολύ ὡραῖα καί πρακτικά τόν ἐπισκέπτη. Μιλοῦσε μέ μία ἐλευθερία, μέ ἀπάθεια, ἐνῶ τά γαλανά του μάτια, ὅμοια μέ τόν καταγάλανο οὐρανό, ἔδειχναν μία ἀθωότητα μικροῦ παιδιοῦ.
Στό Καλύβι του ὅλα τά πράγματα ἦταν ἁπλά, παμπάλαια· τίποτε καινούργιο δέν εὕρισκες. Σέ μετέφεραν σέ παλαιότερη ἐποχή, ἀκόμη καί τά λίγα βιβλία του. Εἶχε τήν Φιλοκαλία ἐπίτομη τῆς πρώτης ἐκδόσεως. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος αἰσθανόταν ὅτι ζοῦσε σέ ἄλλη ἐποχή. Ἤ μᾶλλον ἀπό ἄλλη ἐποχή ἦρθε στήν γενεά μας. Φεύγοντας ὁ ἐπισκέπτης τοῦ ἔγραψε ἐπιστολή, εὐχαριστώντας τον γιά τήν ἀβραμιαία φιλοξενία καί τοῦ ἔστειλε λίγους φακέλλους καί κόλλες. Καί αὐτά τά ἐπέστρεψε. Μέχρις αὐτό τό σημεῖο τηροῦσε ἀκρίβεια.
Μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων, κατέπεσαν οἱ δυνάμεις του. Αἰσθανόταν ἀδυναμία καί δυσκολευόταν νά πηγαίνη στίς Λειτουργίες, ὄχι μόνο στήν Λαύρα ἀλλά ἀκόμη καί στήν γειτονική Ρουμανική Σκήτη. Ἔλεγε τότε: «Τώρα τρώω καμμία φορά καί δύο φορές τήν ἡμέρα (τήν Διακαινήσιμο)». Ἀσυνήθιστος στίς οἰκονομίες γιά τόν ἑαυτό του καί ἐπιθυμώντας ἀνώτερη ἀσκητική ζωή ἔλεγε: «Νά μποροῦσα νά κάνω ἕνα καλυβάκι στοῦ κυρ–᾽Σαΐα καί νά ἀναλάβω πολιτεία». Δηλ. νά ἀρχίση ἀγῶνες.
Ἔτσι ἀναγκάστηκε λόγῳ γήρατος καί ἀδυναμίας νά κοινοβιάση στήν Λαύρα. Ἤδη εἶχε ἀπολέσει τήν ἀκοή του καί ἐνίοτε ὑπέγραφε «Εὐθύμιος ὁ κωφός». Ἀργότερα ἔμεινε καί τυφλός, γιατί δέν θέλησε νά βγῆ στόν κόσμο νά κάνη ἐγχείρηση. Ἔσπασε τό πόδι του καί δέν θέλησε μέ τίποτε νά βγῆ ἔξω.
Στήν Λαύρα ἀκολουθοῦσε τό τυπικό καί πρόσεχε νά μήν τρώη τίποτε ἐκτός τραπέζης.
Τό ἔτος 2001, σέ ἡλικία 86 ἐτῶν, ἔκανε τριήμερο, ἀλλά κρυφά, γιατί δέν τοῦ ἐπέτρεπε ὁ νοσοκόμος. Ἔλεγε προσποιητά: «Τώρα πάει ἐγώ, δέν μπορῶ. Κάποτε τά ἔκανα αὐτά». Ἀλλά κατάφερε παρά τό γῆρας του νά κάνη τό τριήμερο.
Κάποτε Καθαρά Δευτέρα, ἐνῶ ἦταν στό παρεκκλήσι τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἄκουσε ἕναν δαίμονα νά φωνάζη στούς ἄλλους: «Συναχθῆτε, ἔχομε πόλεμο».
Στό νοσοκομεῖο τόν ἐπισκέπτονταν πολλοί, γιά νά ἀκούσουν τίς συμβουλές του. Ἔλεγε: «Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ νηστεία. Ἀπό δῶ γεννῶνται ὅλα τ᾽ ἄλλα· καί ἡ προσευχή, ἡ ὑπακοή, ἡ ἀγρυπνία. Ὅταν νηστεύη ὁ ἄνθρωπος, ὁ νοῦς ἀποκτᾶ δύναμη καί νικᾶ τούς λογισμούς. Τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με”, ἀκούγεται μέσα του. Τήν μονοφαγία τό παλιόκορμο δέν τήν φοβᾶται. Ἡ μονοφαγία (δηλ. νά τρώη κανείς μία φορά τήν ἡμέρα μετά τόν Ἑσπερινό), δέν θέλει καθησιό, θέλει καί δουλειά. Ὅταν νηστεύη ὁ ἄνθρωπος, ἀπό δύο ἡμέρες καί πάνω τότε μπορεῖ νά μή δουλεύη.
»Ὁ καλόγηρος νά μήν ξανοίγεται σέ πολλές μέριμνες. Νά ἐξασφαλίζη τά βασικά καί νά εἶναι ἀπερίσπαστος, νά μήν ἔχη προσπάθεια. Τότε, ὅ,τι κάνει, τοῦ μένει ὁ καρπός. Μέ τόν περισπασμό ἔρχεται ἡ λήθη καί ἡ ἄγνοια σάν ἕνα σφουγγάρι πού σβήνει ἀπό τό νοῦ ὅ,τι διαβάζει ἤ ὅ,τι (πνευματικό) ἀκούει. Πολλοί φεύγουν ἀπό τά Κοινόβια στήν ἔρημο, γιά νά κάνουν τό θέλημά τους. Τά καθήκοντα τοῦ ὑποτακτικοῦ πρός τόν Γέροντα εἶναι ἕξι. Γράφονται στήν Ἁγιορείτικη φυλλάδα». (Ἀκολουθία Ἁγιορειτῶν Πατέρων).
Ὁ γερω–Εὐθύμιος τόν μοναχό καί ἰδιαίτερα τόν ἐρημίτη τόν ἤθελε ἀσκητή, νηστευτή. Πίστευε ὅτι «τά θηρία τῶν παθῶν διά νηστείας ἀποκτείνονται». Ἔγραφε σέ νέο φιλομόναχο πού ὑπηρετοῦσε στρατιώτης: «Καί ἄν σοῦ ἐπιβάλλουν οἱ λογισμοί νά κάνης τριήμερα, ἐσύ μήν τούς ἀκοῦς. Νά κρατᾶς ἐνάτη κάθε μέρα καί μέχρι τόν Ἑσπερινό νά μήν παίρνης οὔτε ἀντίδωρο». Ὅπως ζοῦσε καί ἀγωνιζόταν, ἔτσι καί συμβούλευε καί φανταζόταν ὅτι καί οἱ ἄλλοι μποροῦν νά κάνουν παρόμοιες σχεδόν ἀσκήσεις. Ἀπό τόν ὑπερβολικό του ζῆλο καί τήν ἀγωνιστικότητά του ἔφθανε σέ ἀδιακρισία. Αὐτό πού ὁ ἴδιος θεωροῦσε οἰκονομία καί συγκατάβαση γιά τούς ἄλλους ἦταν κατόρθωμα.
Ὁ γερω–Εὐθύμιος δίνοντας ὅλο του τό εἶναι στόν ἀσκητικό του ἀγῶνα καί χρησιμοποιώντας τήν «ἀποτομία» γιά τήν κάθαρση τῶν παθῶν, ἔζησε δεκαετίες μόνος του, διό καί ὑπέγραφε ἐνίοτε «ἐρημοπολίτης». Ὄχι μόνο στεροῦνταν τίς ὑλικές παρηγοριές, ἀλλά ἀπέφευγε καί τήν ἐπικοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους. Ζοῦσε πολύ ἀπομονωμένος, χωρίς φίλους, γνωστούς καί συμμύστες. Αὐτό ἴσως δέν τόν ὠφέλησε, γιατί ἀπέκτησε κάποια καχυποψία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας φιλονικοῦσε μέ μερικούς καί ἦταν ἐριστικός, ἄν φυσικά δέν ἐπρόκειτο γιά προσποιητές σαλότητες. Ἀλλά εὐχόμαστε ὁ καλός Θεός μπροστά στήν μεγάλη του θυσία γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νά μήν τήν καταλογίση αὐτήν τήν μικρή ἀνθρώπινη ἀδυναμία.
Στά τελευταῖα χρόνια ὁ γερω–Εὐθύμιος, καθισμένος στό νοσοκομεῖο τῆς Λαύρας, κωφός καί τυφλός, κρατοῦσε τή νηστεία του παρά τά σχεδόν ἐνενήκοντά του χρόνια, καί ρωτοῦσε, ὅταν τοῦ προσέφεραν κάτι γιά φαγητό, ἄν εἶναι ἀπό τήν τράπεζα. Ὅ,τι δέν ἦταν ἀπό τήν τράπεζα δέν τό ἔτρωγε. Ἔκανε ἐνάτη κάθε μέρα καί μόνο τήν Τρίτη καί τό Σαββατοκύριακο κατέλυε λάδι. Τήν εὐχή δέν τήν ἄφηνε ποτέ. Ἄν καί ἦταν στό κρεββάτι τραβοῦσε τό κομποσχοίνι του πού τό εἶχε κρεμασμένο σέ ἕνα καρούλι καρφωμένο στόν τοῖχο.
Στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς θυμήθηκε κάποια πρόσωπα πού τόν εἶχαν στενοχωρήσει καί ἄρχισε νά τούς κατακρίνη καί νά τούς καταδικάζη, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν ἐγκαταλείψη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Διακόπηκε ἡ προσευχή του καί βυθίστηκε σέ μία κατάσταση ἀπογνώσεως. Ἐπί ἕξι μῆνες ὑπέφερε, ζοῦσε τήν κόλαση. Οἱ πατέρες πού τόν διακονοῦσαν κατάλαβαν τήν αἰτία τοῦ πειρασμοῦ καί κάλεσαν τούς πατέρες μέ τούς ὁποίους ὁ γερω–Εὐθύμιος εἶχε διαφορές. Συγχωρήθηκαν μεταξύ τους καί σταδιακά συνῆλθε τελείως καί ξαναβρῆκε τήν εἰρήνη καί τήν εὐχή.
Σέ ὅσους τόν ρωτοῦσαν, ἔδινε πρακτικές καί ὠφέλιμες συμβουλές, ἐνῶ προετοιμαζόταν ὁ ἴδιος γιά τό μεγάλο ταξίδι. Προσευχόταν συνεχῶς γιά τόν ἑαυτό του καί τόν κόσμο. Ἔλεγε συχνά: «Τί νά κάνω; Δέν ἔχω δάκρυα γιά νά κλάψω τόν κόσμο».
Κάποιος τοῦ ἀνέφερε γιά ἕναν Ἐπίσκοπο πού ἔχει καταργήσει τά κωλύματα τῆς ἱερωσύνης. Ὁ γερω–Εὐθύμιος ἀπάντησε: «Αὐτός θέλει δέσιμο στόν μῶλο καί τουφέκισμα». Ἀνέφερε μία περιοχή καί θαύμασε ὁ ἄλλος, γιατί κατάλαβε ὅτι ὁ Γέροντας διέβλεψε ποιός Ἐπίσκοπος ἦταν.
Σέ ἄλλον μοναχό πού τόν ἐπισκέφθηκε, τοῦ περιέγραψε λεπτομερῶς τό Καλύβι του χωρίς νά τό γνωρίζη.
Προαισθανόμενος τήν κοίμησή του συγχωρήθηκε μέ ὅλους τούς πατέρες καί ἐκοιμήθη εἰρηνικά στίς 9 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 2004.
Ὁ βίος του ἀποτελεῖ σιωπηρή διαμαρτυρία καί ἔλεγχο γιά τή νωθρή πλειονότητα τῶν μοναχῶν τῆς γενεᾶς μας, ἀλλά καί παράδειγμα πρός μίμηση.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα