Η πνευματική ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μυστήριο ἀνεξιχνίαστο γιά τούς ἄλλους, καί μόνο στόν Θεό εἶναι γνωστή. Γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά κρίνουμε κατ᾿ ὄψιν, διότι πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αὐτό πού φαίνεται. Κάτι τέτοιο συνέβη καί μέ τόν γερω–Χρύσανθο τόν Κουτλουμουσιανό. Ἀπό τήν ἐμφάνισή του καί τήν συμπεριφορά του ὅλοι οἱ πατέρες εἶχαν πεισθῆ ὅτι πρόκειται γιά μοναχό ἀξιολύπητο.
Ὁ γερω–Χρύσανθος ἀγάπησε τήν ἀλουσία. Ποτέ του δέν πλύθηκε σέ ὅλα τά χρόνια τῆς καλογερικῆς του καί ποτέ δέν χτενίστηκε. Οὐδέποτε ἔκοψε τά νύχια του πού μεγάλωσαν, ἔθρεψαν καί ἔγιναν σάν τοῦ ἀετοῦ. Συνήθως τήν ὥρα τῆς ἀκολουθίας καθόταν πίσω στήν Λιτή καί παρακολουθοῦσε μέ προσοχή. Ὅταν ἔκαναν λάθος οἱ ψάλτες καί ὁ ἀναγνώστης, τούς διώρθωνε.
Ὅταν κάποτε ἀρρώστησε καί ἦταν στό κρεββάτι, θέλησαν νά τοῦ κόψουν τά νύχια καί νά τόν περιποιηθοῦν. Αὐτός ἀντέδρασε καί προσποιήθηκε ὅτι ἤθελε νά βγάλη τά μάτια μέ τά μεγάλα νύχια του ἀπό τό καλογέρι πού τόν διακονοῦσε.
Ἄλλη φορά εἶδε τόν Ἐκκλησιαστικό ἀπό τό κελλί του καί τόν φώναξε νά χτυπήση τό σήμαντρο. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι ἀκόμη δέν ἦρθε ἡ ὥρα, καί ὁ γερω–Χρύσανθος ἄρχισε νά τόν μουτζώνη καί νά τόν ξεπλένη μέ τό συνηθισμένο του ὑβρεολόγιο. Τό ἴδιο ἔκανε καί σέ ἄλλους. Δέν χωροῦσε πλέον ἀμφιβολία γιά τούς πατέρες. Ὁ γερω–Χρύσανθος ἤ τρελλός ἧταν ἤ πλανεμένος.
Ἀλλά στήν κοίμησή του ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά συμβῆ τό ἑξῆς: Ἔλαμψε μέ μία ὡραία καί γλυκειά λάμψη τό ἄπλυτο πρόσωπο τοῦ γερω–Χρύσανθου· οἱ πατέρες ἀπέμειναν νά κοιτάζουν μέ δυσπιστία καί μέσα τους νά διερωτῶνται, «μήπως… ὁ γερω–Χρύσανθος ἦταν διά Χριστόν σαλός καί παρουσιαζόταν γιά τρελλός;».
*
Ο μοναχός Χρυσόγονος Κουτλουμουσιανός μία χρονιά κατά τό τριήμερο πῆγε μέ τό θέλημά του στό δάσος καί νήστεψε. Ὅταν γύρισε στό Μοναστήρι, τό πρόσωπό του ἦταν ἐξαγριωμένο, δέν μιλοῦσε καί κλείσθηκε στό κελλί του. Δέν εἶναι γνωστό τί συνέβη, ἀλλά εἶχε πλανηθῆ, διότι δέν ἤθελε πλέον νά παίρνη ἀντίδωρο καί νά κοινωνάη. Ὅλοι τόν εἶχαν γιά τρελλό. Ἔκοβε τά μαλλιά του καί τά γένια του καί ἔλεγε παλαβά πράγματα.
Στό τέλος τῆς ζωῆς του ζήτησε νά ἐξομολογηθῆ, ἀλλά δέν μποροῦσε, γιατί μπερδευόταν ἡ γλῶσσα του. Ὁ διακριτικός Ἡγούμενος πού πῆγε νά τόν ἐξομολογήση, τόν ρώτησε, ἄν πιστεύη εἰς Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα. Κατώρθωσε καί εἶπε Ἀμήν. Τόν ρώτησε, ἄν θέλη νά κοινωνήση, καί κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του. Κοινώνησε καί ἀμέσως ἐκοιμήθη.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα