Ο γερω–Ἀρσένιος ὁ Γρηγοριάτης, ὅταν ἦρθε νά μονάση, εἶχε ὕφος ἀστυνομικοῦ, διότι αὐτό ἦταν τό ἐπάγγελμά του στόν κόσμο, καί θύμωνε. Ἐξ ἀρχῆς ἔβαλε σκοπό νά νικήση τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Ὅσες φορές πήγαινε νά θυμώση, κατέβαινε στό δοχειό τοῦ Μοναστηριοῦ καί μέ ἕνα ξύλο χτυποῦσε τά πόδια του λέγοντας: «Θέλεις νά κάνης τόν χωροφύλακα στό Μοναστήρι; Ἐδῶ θά πεθάνει ὁ χωροφύλακας». Καί βλέποντας ὁ Θεός τόν ἀγῶνα του τοῦ χάρισε ἀοργησία. Ἦταν πρᾶος, εἰρηνικός μέ ὅλους, εὐδιάθετος καί ἔλεγε νόστιμα ἀστεῖα, γιά νά δίνη χαρά καί παρηγοριά στούς θλιμμένους. Ὅποιος εἶχε στενοχώριες κατέφευγε στόν γερω–Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος τόν παρηγοροῦσε μέ τόν καλύτερο τρόπο, γιατί ἦταν ἄνθρωπος σοφός καί εἶχε πολλή ἀγάπη.
Τό παράθυρο τοῦ κελλιοῦ του ἦταν πολύ στενό. Ὅμως τοῦ ἄρεσε ἡ φύση καί τό φῶς. Ἔλεγε: «Τί ὡραῖο κόσμο ἔκανε ὁ Θεός καί μεῖς οἱ καλόγεροι κάναμε κάτι μπουντρούμια καί κλειστήκαμε μέσα. Δέν μποροῦμε αὐτό τό παράθυρο νά τό μεγαλώσουμε λίγο νά μπῆ λίγο φῶς;». Πῆρε ἕνας συγκοινοβιάτης του σφυρί καί καλέμι καί ἄρχισε νά ἀνοίγη τόν παχύ τοῖχο, νά μεγαλώση τό παράθυρο. Ἕνα γεροντάκι πού ἔμενε σέ διπλανό κελλί ἄκουσε τόν θόρυβο, καί ὅταν ἔμαθε τί γίνεται, τοῦ εἶπε αὐστηρά: «Ἄν θέλης νά γκρεμίσης τό Μοναστήρι, καλύτερα νά πᾶς στά Μετέωρα», ἐπειδή γιά κάποιο διάστημα εἶχε φύγει ἀπό τήν μετάνοιά του καί εἶχε πάει στά Μετέωρα. Ὁ γερω–Ἀρσένιος δέν μίλησε καθόλου. Ἕνα ἄλλο γεροντάκι ἄκουσε τήν φασαρία καί ρώτησε τί ἔγινε. Καί ὁ γερω–Ἀρσένιος μέ τό χαριτωμένο του τρόπο καί τήν εὐστροφία του ἀπάντησε: «Ἀδελφάκι μου, χρειάζεται πότε–πότε κανένα λούσιμο μέ ἁλυσίβα γιά νά καθαρίζη ἡ πιτυρίς!».
Ὅταν γήρασε καθόταν στό κελλί του σέ μία καρέκλα καί ἔλεγε τήν εὐχή στραμμένος πρός τίς εἰκόνες. Κάποια μέρα ἦταν πολύ χαρούμενος καί εἶπε σέ κάποιον: «Ἔχει μία χαρά ἡ ψυχή μου, τρέλλα χαρᾶς, τώρα πού θά φύγω ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο».
Τήν ἑπομένη ὅμως ἡμέρα ἦταν κατηφής καί στενοχωρημένος.
–Τί ἔχεις, γερω–Ἀρσένιε, τόν ἐρώτησε ὁ ἴδιος μοναχός.
–Τί νά σοῦ πῶ! Κοιτάζω τίς εἰκόνες καί γυρνάει ἡ Μαννούλα (Παναγία) τό πρόσωπό της ἀλλοῦ, δέν θέλει νά μέ δῆ, τό ἴδιο καί ὁ Χριστός καί ὁ Ἅγιος Νικόλαος… ”Μά τί σᾶς ἔφταιξα;”, τούς λέω.
Αὐτό κράτησε γιά 3–4 μέρες ἀκόμα. Ὅμως τήν πέμπτη ὁ γερω–Ἀρσένιος ἦταν πάλι χαρούμενος, κατενυγμένος καί δακρυσμένος, καί ἐξήγησε τήν ἀλλαγή του: «Ἄρχισα νά ψάχνω τί φταίει. Καί σκέφτηκα μήπως ἐκεῖνος ὁ λόγος πού εἶπα ὅτι ἔχει μία χαρά ἡ ψυχή μου πού θά φύγει ἀπό τόν κόσμο, μήπως αὐτό εἶναι ὑπερηφάνεια; Καί ἄρχισα νά λέω: ”Χριστέ μου, καί αὐτό δικό σου εἶναι, ἐγώ εἶμαι μία βρῶμα. Κι ἄν αἰσθάνωμαι ἔτσι, ἐσύ μοῦ ἔδωσες αὐτό τό αἴσθημα∙ δέν εἶναι δικό μου».
Μέ τήν αὐτομεμψία του ταπεινώθηκε καί τήν ἄλλη ἡμέρα εἶπε ὅτι ὅλες οἱ εἰκόνες τόν κοιτοῦσαν μέ ὁλάνοιχτα τά μάτια.
Ἀγαποῦσε καί εὐλαβεῖτο πάρα πολύ τήν Παναγία, γιατί τόν ἔσωσε ἀπό τούς Γερμανούς καί τόν βοήθησε πολλές φορές. Τήν ἀποκαλοῦσε «Μαννούλα» καί ὅταν ἔφευγε ἀπό τό Μοναστήρι γιά διακονία ἔξω, ἔπαιρνε πάντα μαζί του μία παλαιά εἰκόνα της.
Κάποτε ἔπαθε ἐγκεφαλικό. Στό κελλί του ἦταν κοντά του μερικοί πατέρες καί ὁ Ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος τόν ρώτησε ἄν εἶχε δεῖ τήν Παναγία. Στήν κατάσταση πού ἦταν δέν μποροῦσε νά ἀποκρύψη τίποτε καί ἀπάντησε ὅτι τήν βλέπει. «Στήν Ἐκκλησία ἤ στό κελλί σου;», τόν ρώτησε πάλι ὁ Ἡγούμενος καί ἀπάντησε: «Καί στήν Ἐκκλησία καί στό κελλί μου».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα