Μoναχοί: Άγγελοι ανάμεσα στους ανθρώπους

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΜΟΝΑΧΟΙ:

Άγγελοι ανάμεσα στους ανθρώπους

 

Και άγιοι είναι όλοι, όσοι έχουν σωστή πίστη και ζωή· κι αν ακόμη δεν κάμνουν θαύματα, κι αν ακόμα δεν απομακρύνουν δαι­μόνια, είναι άγιοι.

Πήγαινε στις σκηνές των αγίων όπως από τη γη στον ουρανό, έτσι είναι όταν καταφύγεις σε μοναστήρι αγίου ανδρός. Δεν βλέπεις εκεί αυτά που βλέπεις στο σπίτι· ο όμιλος εκείνος είναι καθαρός από όλα· υπάρχει πολλή σιγή και ησυχία· δεν ισχύει εκεί το δικό μου και το δικό σου. Αν μείνεις και μία ημέρα μόνο ή και δεύτερη, τότε περισσότερο θα αισθανθείς την ευτυχία. Η ημέρα έρχεται, ή καλύτερα ο πετεινός λάλησε πριν από τα ξημερώματα και δε συμβαίνει, όπως στα σπίτια, όπου ροχαλίζουν οι υπηρέτες, οι πόρτες είναι κλειστές, όλοι καθώς κοιμούνται μοιάζουν σαν νε­κροί, ο αμαξηλάτης χτυπά τα κουδούνια.

Εκεί δεν συμβαίνει τίπο­τε τέτοιο, αλλ’ αμέσως όλοι σηκώνονται με ευλάβεια, διώχνοντας τον ύπνο, αφού ο ηγούμενος τους ξυπνήσει, και αφού σχηματίσουν τον άγιο χορό και σηκώσουν αμέσως τα χέρια, ψάλλουν τους ιερούς ύμνους. Δεν είναι σαν και μας, που χρειαζόμαστε πολλές ώρες για ν’ απομακρύνουμε από πάνω μας τον ύπνο και τη ζάλη.

Γιατί εμείς, μόλις ξυπνήσουμε, καθόμαστε πολύ ώρα στο κρεβάτι και τεντωνόμαστε για πολλή ώρα, πηγαίνουμε για ανάγκη, έπειτα νίβουμε το πρόσωπο και τα χέρια, μετά από αυτό φορούμε τα πα­πούτσια και τα ρούχα, και πολύς χρόνος ξοδεύεται.

Εκεί όμως τίποτε παρόμοιο δε συμβαίνει· κανένας δεν καλεί υπηρέτη· γιατί ο καθένας επαρκεί για τον εαυτό του· δεν έχει ανάγκη από πολλά ρούχα· δεν έχει ανάγκη να διώξει τον ύπνο, αλλά μόλις άνοιξε τα μάτια, μοιάζει μ’ εκείνον που έμεινε άγρυπνος για πολύ χρόνο, εξ αιτίας της νηφαλιότητας. Γιατί, όταν η καρδιά, χωρίς να έχει γίνει βαριά από το φαγητό, πέφτει να κοιμηθεί, δε χρειάζεται πολύ χρόνο για να ξυπνήσει, αλλ’ αμέσως βρίσκεται σε νηφαλιότητα. Τα χέρια είναι πάντοτε καθαρά· γιατί ο ύπνος είναι κόσμιος· κανένας δεν ακούει εκεί ροχαλίσματα, ούτε αναστενάγματά, ούτε βλέπει κανέναν να τινάζεται στον ύπνο, ούτε να ξεγυ­μνώνεται, αλλά κοιμούνται, ξαπλωμένοι πιο κόσμια και από τους ξύπνιους. Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί υπάρχει ευταξία στην ψυχή.

Πραγματικά αυτοί είναι άγιοι, και είναι άγγελοι ανάμεσα στους ανθρώπους. Και μην απορείς ακούγοντας αυτά. Γιατί ο πολύς φό­βος που αισθάνονται για το Θεό, δεν τους αφήνει να κατέλθουν στα βάθη του ύπνου και να βουτηχθεί το μυαλό τους εκεί, αλλά έρ­χεται αβασάνιστα για να τους αναπαύσει μόνο. Και αφού τέτοιος είναι ο ύπνος τους, κατ’ ανάγκη και τα όνειρά τους είναι τέτοια, όχι φαντασιώδη, όχι τερατώδη. Αλλά, αυτό που είπα, μόλις λαλήσει ο πετεινός και έρθει αμέσως ο προϊστάμενος και ακουμπήσει απλώς με το πόδι τον καθένα που κοιμάται, αμέσως όλους τους σήκωσε. Γιατί δεν είναι σωστό εκεί να κοιμούνται γυμνοί.

Έπειτα, αφού σηκωθούν, αμέσως συγκεντρώνονται, ψάλλο­ντας ύμνους προφητικούς, χωρίς παραφωνίες, και με ωραίες μελω­δίες. Ούτε κιθάρα, ούτε φλογέρες, ούτε κανένα άλλο μουσικό όρ­γανο αφήνει τέτοια φωνή, τέτοια που μπορείς να ακούσεις μέσα στη βαθιά ησυχία και στην ερημιά, όταν ψάλλουν εκείνοι οι άγιοι.

Και αυτά τα άσματα είναι ανάλογα με την ώρα και γεμάτα από αγάπη για το Θεό. «Τις νύχτες», λέγει, «υψώστε τα χέρια σας στο Θεό»· και πάλι, «από την νύχτα ξυπνάει το πνεύμα μου για σένα, θεέ μου, γιατί τα προστάγματά σου είναι φως πάνω στη γη». Και τα άσματα τα δαυιδικά προξενούν πολλές πηγές δακρύων. Γιατί, όταν ψάλλει, λέγοντας, «κουράστηκα στον στεναγμό μου, κάθε νύ­χτα λούζω την κλίνη μου, με τα δάκρυά μου βρέχω το στρώμα μου»· και πάλι, «έφαγα στάχτη σαν ψωμί»· και πάλι, «τι είναι ο άνθρωπος, ώστε να τον θυμάσαι;», «ο άνθρωπος είναι όμοιος με τη ματαιότητα, και οι ημέρες μας φεύγουν σαν τη σκιά»· και, «μη φοβάσαι, όταν πλουτήσει ο άνθρωπος, κι όταν μεγαλώσει η δόξα του σπιτιού του»· και πάλι, «αυτός που αναδεικνύει ευτυχισμένους οικογενειάρχες στο σπίτι», και, «πολλές φορές την ημέρα σε ύμνησα, για τις κρίσεις της δικαιοσύνης σου», και πάλι, «ξύ­πνησα τα μεσάνυχτα για να σού εξομολογηθώ για τις δίκαιες κρί­σεις σου», και «ο Θεός θα σώσει την ψυχή μου από τα χέρια του άδη»· και, «αν πορευθώ ανάμεσα στη σκιά του θανάτου, δε θα φοβηθώ κακό, γιατί εσύ είσαι μαζί μου», και πάλι, «δε θα φοβηθώ από νυχτερινό φόβο, από βέλος που ρίχνεται εναντίον μου την ημέρα, από πράγμα που βαδίζει μέσα στο σκοτάδι, από περαστικό και δαιμόνιο μεσημβρινό»· και πάλι, «μας λογάριασαν σαν πρό­βατα για σφαγή», όλα αυτά δείχνουν τη φλογερή αγάπη τους στο Θεό.

Όταν πάλι ψάλλουν μαζί με το τους αγγέλους (γιατί τότε και άγγελοι ψάλλουν) λέγοντας, «υμνείτε τον Κύριο από τους ουρανούς», ενώ εμείς χάσκουμε, ξυνόμαστε, ροχαλίζουμε, ή και απλώς είμαστε ανάσκελα ξαπλωμένοι, και σκεπτόμαστε μύριες απάτες, όπως φυσικό οι παρόμοιοι να ξοδεύουν σ’ αυτά όλο το μέ­ρος της νύχτας, κι όταν πρόκειται να ξημερώσει, τότε αναπαύονται· και όταν εμείς αρχίζουμε τη δουλειά, εκείνοι τότε αναπαύονται. Και όταν ξημερώσει, καθένας από μας καλεί τον άλλο και του αναφέρει τα έξοδα, πηγαίνει στην αγορά, παρουσιάζεται στον άρχοντα, τρέμει, φοβάται τις τιμωρίες, άλλος πηγαίνει στη σκηνή και άλλος στο επάγγελμά του.

Εκείνοι πάλι, αφού έψαλλαν τις πρωινές προσευχές και τους ύμνους, γυρίζουν στην ανάγνωση των Γραφών υπάρχουν καν μερικοί που έχουν μάθει να γράφουν και βιβλία. Ο καθένας πήρε ένα ξεχωριστό οίκημα, και ασκεί πάντα την ησυχία, και κανένας δε φλυαρεί, κανένας δε λέγει τίποτε. Έπειτα, την τρίτη, την έκτη, και την ενάτη ώρα επιτελούν και τις εσπερινές προσευχές, και αφού χώρισαν σε τέσσερα μέρη την ημέρα, που κάθε μέρος είναι γεμάτο με ψαλμωδίες, δοξολο­γούν το Θεό με ύμνους.

Και ενώ όλοι οι άλλοι τρώγουν, γελούν, παίζουν, σκάζουν από τη γαστριμαργία, αυτοί αφοσιώνονται στους ύμνους. Πουθενά δεν υπάρχει καιρός για τραπέζι, ούτε για κάτι από αυτά τα αισθητά. Πάλι μετά το γεύμα επιδίδονται στα ίδια, αφού προηγουμένως κοιμηθούν. Και οι κοσμικοί βέβαια κοιμού­νται και την ημέρα, ενώ εκείνοι αγρυπνούν και τη νύχτα. Πραγμα­τικά είναι υιοί φωτός.

Έπειτα οι κοσμικοί, αφού κατανάλωσαν το περισσότερο μέρος της ημέρας στον ύπνο, βαδίζουν βαρείς, ενώ αυτοί ακόμα εγκρατεύονται, μένοντας νηστικοί ως αργά και αφοσιωμένοι στους ύμνους. Κι όταν πάλι φθάσει η εσπέρα, οι κοσμικοί τρέχουν στα λουτρά και στις ανέσεις, ενώ εκείνοι, αφού απάλ­λαξαν τους εαυτούς τους από τους κόπους, τότε κάθονται στο τρα­πέζι, χωρίς να ξεσηκώνουν πλήθος υπηρετών, ούτε να περιτρέ­χουν την οικία, ούτε να θορυβούν, ούτε να παραθέτουν πολλά φαγητά, ούτε να είναι γεμάτος ο τόπος από μυρωδιά κρέατος, αλλ’ άλλοι τρώγουν μόνο ψωμί και αλάτι, άλλοι προσθέτουν και λάδι, άλλοι πάλι, όσοι είναι ασθενενέστεροι, έχουν και λαχανικά και όσπρια. Έπειτα, αφού καθίσουν λίγο, ή καλύτερα, αφού κατακλείσουν το παν με ύμνους, αναπαύεται ο καθένας πάνω σε αχυρόστρωμα, που είναι φτιαγμένο μόνο για ξεκούραση, όχι για απόλαυση.

Δεν υπάρχει εκεί φόβος αρχόντων, δεν υπάρχει αλαζονεία δε­σποτών, δεν υπάρχει ο φόβος δούλων, δεν υπάρχει θόρυβος γυναι­κών, δεν υπάρχει ταραχή παιδιών, δεν υπάρχει πλήθος κιβωτίων, ούτε περιττή αποθήκευση ρούχων, ούτε χρυσάφι, ούτε άργυρος· δεν υπάρχουν εκεί φυλακές και προφυλακές· δεν υπάρχει ταμείο, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο, αλλ’ όλα είναι γεμάτα από προσευχή, όλα από ύμνους, όλα από ευωδία πνευματική, και τίποτε δεν υπάρχει εκεί σαρκικό.

Δε φοβούνται εφόδους των ληστών, γιατί δεν έχουν κάτι που θα ζημιώνονταν. Χρήματα δεν υπάρχουν, μόνο σώμα και ψυχή υπάρχει· αν αφαιρέσουν αυτήν, δεν τους ζημίω­σαν, αλλά τους ωφέλησαν. Γιατί λέγει, «για μένα η ζωή, είναι ο Χριστός, και ο θάνατος είναι κέρδος». Ελευθέρωσαν τους εαυτούς τους από όλα τα δεσμά. «Πραγματικά επικρατεί φωνή αγαλλιάσεως σε σκηνές δικαίων». Εκεί δεν είναι δυνατό να ακούσεις ποτέ θρήνους, ούτε οδυρμούς· ο όροφος είναι καθαρός από αυτές τις αηδίες, καθαρός από αυτή την κραυγή.

Πεθαίνουν βέβαια και ανάμεσά τους· γιατί δεν είναι αθάνατοι στο σώμα· αλλά δε θεωρούν θάνατο το θάνατο.

Προπέμπουν τους νεκρούς με ύμνους· αυτό το ονομάζουν προπομπή, όχι κηδεία. Κι αν ανακοινωθεί ότι ο τάδε πέθανε, είναι μεγά­λη η αγαλλίαση, μεγάλη η ηδονή· ή καλύτερα ούτε τολμά να ειπεί κανείς ότι ο τάδε πέθανε, αλλά ο τάδε τελείωσε.

Έπειτα ακολουθεί ευχαριστία, δόξα πολλή, ευφροσύνη, κι ο καθένας εύχεται να έχει τέτοιο τέλος, έτσι να περατώσει αυτόν τον αγώνα, ν’ αναπαυθεί από τους κόπους και τους αγώνες, να δει το Χριστό.

Και αν αρρωστήσει κάποιος δεν υπάρχουν δάκρυα, ούτε θρήνοι, αλλά προσευχές πάλι· πολλές φορές τον άρρωστο τον έκαναν καλά όχι τα χέρια των γιατρών, αλλά μόνο η πίστη. Και αν χρειασθεί για­τρός, και εδώ η φιλοσοφία είναι πολλή, η υπομονή πολλή. Δεν πα­ραβρίσκεται γυναίκα λύνοντας τα μαλλιά της, ούτε παιδιά κλαίγοντας για την ορφάνια που δεν έγινε ακόμη, ούτε δούλοι παρακαλώντας αυτόν που ξεψυχάει να τους εμπιστευθεί σε κάποιον με ασφάλεια, αλλ’ η ψυχή, ελευθερωμένη από όλα αυτά, ένα μόνο σκέπτεται στην έσχατη αναπνοή, να φύγει αγαπητή στο Θεό. Κι αν συμβεί κάποια αρρώστια, δεν συμβαίνει από γαστριμαργία, ούτε από κεφαλόπονο, αλλά κι αυτές οι αιτίες των ασθενειών είναι γεμάτες από ύμνους, όχι κατηγορίες όπως αυτές· ή επίταση της αγρυπνίας ή της νηστείας ή κάτι τέτοιο προξενεί τις αρρώστιες, και γι’ αυτό και απαλλάσσονται εύκολα· αρκεί να μην κοπιάσουν με τον ίδιο τρόπο, για να απαλλαγούν από όλα τα δεινά.

ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ- ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 23 – ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1986 – ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΣΤΗΝ Α’ ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ (ΟΜΙΛΙΑ ΙΔ’) – σελ. 367·375 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ- ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ