Κυριακή των Μυροφόρων: Μελέτη στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: «Ἰησοῦν ζητεῖτε τον Ναζαρηνόν τον ἐσταυρωμένον∙ ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὦδε»

Γέροντος Δωροθέου

Ναζαρηνός, ὁ Ἰησοῦς ἐκλήθη ὡς προερχόμενος ἀπό ἄσημη καταγωγή καί πόλη. «Ἐσταυρωμένος», εἶναι συνώνυμο τοῦ περιφρονητέος, καταραμένος σύμφωνα μέ τόν Νόμο  (Δευτ. 21,23). Οἱ ἄσημοι καί περιφρονημένοι ριγήσατε. Ἡ ἀνθρώπινη περιφρόνηση καί τό μέχρι σταυρικοῦ θανάτου μῖσος δέν σταμάτησαν τόν Θεό νά μᾶς κάνει τό μέγιστο δῶρο: τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι καί δική μας ἀνάσταση καί τήν δυνατότητα τῆς θέωσης.

Στό σημερινό εὐαγγέλιο τιμῶνται δύο ὁμάδες μαθητῶν: οἱ κηδευτές καί οἱ μυροφόρες. Καί οἱ δύο ἔχουν κάτι κοινό: τήν τόλμη, πού πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη τους στόν Χριστό. Οἱ κηδευτές, Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας καί Νικόδημος ὁ νυχτερινός μαθητής, ἐνταφίασαν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀνήμερα τῆς Σταύρωσης, μετά ἀπό αἴτηση στόν Πιλᾶτο. Ποιός δέν ζηλεύει τήν πράξη τους, νά ἀποκαθηλώσουν τό ἄχραντο σῶμα, νά τό καθαρίσουν  ἀπό τά αἵματα, νά τό τυλίξουν μέ ἀρώματα. Ἡ ἀποκαθἠλωση εἶναι μία βουβή μυσταγωγία. Ὅποιος ἄγγιξε τόν Ἰησοῦ, ὅπως ἡ γυναίκα μέ ρεύση αἵματος καί ὁ ἐπιπεσών μαθητής, γέμισε χάρη. Αὐτῶν τό κίνητρο δέν ἦταν ἠ χάρη ἀλλά ἡ ξεχειλίζουσα, σχεδόν ἀνυπόφορη κατά τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, ἀγάπη πρός τόν Διδάσκαλο. «Ἡ ἀγάπη ἔξω  βάλλει τόν φόβο». Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι συνώνυμη τῆς θυσίας. Ὅπως ὁ Θεός ἀπό τήν ἀγάπη του γιά τό πλάσμα του κάνει ἔκτακτα πράγματα, σαρκοῦται, πεθαίνει, χωρίς νά τό θεωρεῖ θυσία, κατά παρόμοιο τρόπο ἡ ἀγαπώσα τόν Θεό καρδιά κινεῖται, ἐνεργεῖ, χωρίς νά τό λογίζεται σάν θυσία. Ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη προσθέτει κάλλος στόν κόσμο, ὁμορφαίνει τά σύμπαντα.  

 Οἱ μυροφόρες δέν εἶχαν κἄν σχέδιο («τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;»), ὅμως κινήθηκαν, ὠθούμενες ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Διδάσκαλο. Γιά τήν ἀρετή τῆς ἀνδρείας ἀξιώθηκαν νά λάβουν πρῶτες τό μήνυμα τῆς Ἀνάστασης.

Ἡ Εὔα κλήθηκε ἀπό τόν Ἀδάμ «ἀνδρίς». Σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ἡ ἀνθρώπινη ψυχή χρειάζεται νά καλλιεργήσει τέσσερις ἀρετές προκειμένου νά προσεγγίσει τόν Θεό: φρόνηση, σωφροσύνη, ἀνδρεία, δικαιοσύνη. Κατά τόν Παῦλο «οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ» ( Β΄ Τιμ. 1,7). Στά χαρίσματα πού λαμβάνουμε στήν βάπτιση-μύρωμά μας εἶναι καί ἡ ἀνδρεία. Ὅταν ἐναρμονίζεται μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν θεία χάρη φέρνει τά θαυμαστά ἀποτελέσματα πού διαβάζουμε στήν ἄθληση τῶν μαρτύρων. Ὁ φόβος, ὅπως στήν περίπτωση τῶν μαθητῶν πού κρύβονταν στό ὑπερῶο, εἶναι ἐκδήλωση  φιλαυτίας, ἔλλειψης χάρης, ἀνθρώπινης  αὐτάρκειας, καί κλείνει ἔξω τόν Χριστό.

¨Ο Χριστός ἐπειδή γεννήθηκε ἀπό γυναίκα, τήν Παρθένο Μαρία, ἁγίασε τήν γυναικεία φύση. Κανείς δέν δικαιοῦται νά θεωρεῖ ὅτι φέρει εὐθύνη γιά τήν πτώση. Ἡ γυναικεία φύση μετέχει στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου, ἁγιάζεται, θεώνεται. Ἡ γυναίκα εἶναι ὄχι ἴση ἀλλά ἰσότιμη, δηλαδή ἔχει τήν ἴδια τιμή, μέ τόν ἄνδρα. Στήν περίπτωση τῶν μυροφόρων ἡ γυναικεία φύση ἀνυψώνεται, ἀξιούμενη νά λάβει πρώτη τό ἄγγελμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποκαθίσταται ἡ σχέση ἰσοτιμίας μέ τόν ἄνδρα. Στόν χριστιανισμό ἡ γυναίκα δέν θεωρεῖται «πρᾶγμα» ὅπως στόν ρωμαϊκό νόμο, οὔτε περιουσία τοῦ ἄνδρα, ἀλλά πρόσωπο. Ἡ γυναίκα ἔχει τήν ἰδιαιτερότητα καί μοναδικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, πλασμένη κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Ἄρα, ἔχει σάν πρόσωπο ἀνυπολόγιστη ἀξία. Ἔχει, βέβαια, βιολογική ἰδιαιτερότητα προκειμένου νά ἐπιτελέσει τήν μητρότητα, πού εἶναι συνδημιουργία, ἀλλά, κατά τόν Παῦλο,  «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ». Ὅλα εἶναι Χριστός, «τά πάντα ἐν πᾶσι», ἄρα καί ἡ γυναίκα μέ μυστηριακή ζωή εἶναι Χριστός. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο «δέν πρέπει μόνο ὁ ἄνδρας νά λέγεται εἰκόνα Θεοῦ, ἀλλά καί ἡ γυναίκα. Γιατί καί τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας ὁ τύπος καί ὁ χαρακτήρας καί ἡ ὁμοίωση εἶναι μία». Στόν μέλλοντα αἰώνα καταργεῖται ἡ διάκριση τοῦ φύλου ἀλλά ἤδη ἀπό τόν νῦν αἰώνα μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος ἄνδρας ἤ γυναίκα νά θεωθεῖ. 

Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι μυροφόρος. Ἐφόσον προσφέρει σάν μύρο τόν ἁγιασμένο του βίο καί τήν προσευχή εἶναι μυροφόρος. Ἄλλωστε καί στήν θεία Λειτουργία προσφέρουμε τά τίμια δῶρα «εἰς ὁσμήν εὐωδίας πνευματικῆς». Πολλοί Ἅγιοι ἔχουν ζῶντες τό χάρισμα τῆς εὐωδίας ἀλλά καί πολλά λείψανα Ἁγίων εὐωδιάζουν ἤ μυροβλύζουν. Τό μύρο εἶναι ἔνδειξη τῆς χάριτος. Ἡ παρουσία Ἁγίων μᾶς γίνεται γνωστή ἀπό τήν ὀσμή μύρου.  Ἐφόσον ὁ Λόγος προσέλαβε ὅλη τήν κτίση στήν ὑπόστασή του τήν θέωσε. Ὅλη ἡ κτίση στήν ἀποκαραδοκία της προσμένει νά προσφέρει τό μύρο της στόν Εὐεργέτη. Ὁ καλύτερος οἰκολόγος εἶναι ὁ ἅγιος, ὁ κάθε φιλότιμα ἀγωνιζόμενος χριστιανός. Αὐτός ἐργάζεται γιά τήν τελείωση τῆς κτίσης, γιά τήν ἐλευθέρωση τῆς μυρόβλησής της πρός τόν εὐεργέτη Θεό.

‘ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”

ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια

Θεσσαλονίκη, 2015