ξθ’. Γέροντας πού δαιμονίστηκε
Κάποιος Γέροντας φιλοξενοῦσε στό Καλύβι του νέο δαιμονισμένο καί ἀπό συμπόνια προσπαθοῦσε νά τόν βοηθήση. Ὁ Γέροντας νήστευε πολύ καί σχεδόν δέν κοιμόταν καθόλου. Κάποια μέρα, ἐνῶ νουθετοῦσε τό νέο, εἶδε ξαφνικά πάνω στό κεφάλι του ἕνα περιστέρι. Ἀμέσως σκέφθηκε ὅτι αὐτό εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔπεσε καί τό προσκύνησε. Τήν ἴδια στιγμή ἔνιωσε ὅτι εἶχε δαιμονισθῆ καί ἔτρεξε σέ γειτονικό Κελλί. Τούς διηγήθηκε τό πάθημά του καί ζητοῦσε νά τοῦ διαβάσουν ἐξορκισμούς. Ἀπό τήν σωματική του ἐξάντληση ἔπεσε λιπόθυμος. Δυστυχῶς ἐνήργησε βεβιασμένα καί ἀδιάκριτα καί δέν ἔλαβε ὑπ᾿ ὄψη του τόν λόγον τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου: «Μή παντί πνεύματι πιστεύετε, ἀλλά δοκιμάζετε τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν»[1][1]. Ὁ Θεός νά γίνη ἵλεως στόν ἀδελφό. Ἀμήν.
ο’. Ὁ ὑποτακτικός πού δέν ἀνέπαυσε τόν Γέροντά του
Κάποιος Γέροντας στήν ἔρημο εἶχε δύο ὑποτακτικούς. Ὁ ἕνας ἦταν θεληματάρης καί παρήκοος, γι᾿ αὐτό δέν ἀνέπαυε τόν Γέροντά του. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς κοιμήσεως τοῦ Γέροντα πῆγαν οἱ ὑποτακτικοί του νά πάρουν τήν εὐχή του. Ρώτησε τόν πρῶτο ποιός ἦταν. Τόν συγχώρεσε καί τοῦ ἔδωκε τήν εὐχή του. Ὅταν πῆγε ὁ ἄλλος, ὁ θεληματάρης, καί εἶπε τό ὄνομά του, ὁ Γέροντας δέν τόν γνώριζε. «Ποιός εἶσαι δέν σέ ξέρω. Ἐγώ τέτοιο ὑποτακτικό μ᾿ αὐτό τό ὄνομα δέν εἶχα», τοῦ εἶπε. Καί ἔτσι δέν τοῦ ἔδωσε τήν εὐχή του.
Αὐτός ὁ ὑποτακτικός ἀργότερα ἔπεσε σέ πλάνη καί σέ αἵρεση.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα