Δημοσιεύσεις ετικέτας «Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση»

Ζ’. Ἐρημίτης παπα–Τύχων

Στήν Λει­τουρ­γί­α ἔ­βλε­παν νά ἀλ­λοι­ώ­νε­ται τό πρό­σω­πό του. Τά μά­τια του μέ­σα στό σκο­τά­δι ἦ­ταν πο­λύ φω­τει­νά. Πάν­τα λει­τουρ­γοῦ­σε μέ κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α. Τήν ὥ­ρα τῆς θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τό δι­ά­βα­ζε μέ δά­κρυ­α. Μέ δά­κρυ­α σή­κω­νε τά Ἅ­για καί ἔ­κα­νε τήν Εἴ­σο­δο, ἐ­κτός βέ­βαι­α ἀ­πό τίς ἁρ­πα­γές καί τίς θεῖ­ες ὀ­πτα­σί­ες πού εἶ­χε.

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση. νε΄. Οἱ ἅ­γιοι Τα­ξιά­ρχες ἐ­πι­σκέ­φθη­καν ἀ­σθε­νῆ , νς΄. Φο­βε­ρός πό­λε­μος μέ δαι­μό­νια ὑ­πε­ρη­φα­νε­ί­ας

Στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Με­γί­στης Λαύ­ρας ζοῦ­σε πα­λαι­ό­τε­ρα ἕ­να γε­ρον­τά­κι, ὀ­νό­μα­τι Μᾶρ­κος.  Στόν κό­σμο ἦ­ταν χω­ρο­φύ­λα­κας. Ἔ­γι­νε μο­να­χός καί τοῦ ἔ­δω­σαν τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ βορ­δο­νά­ρη (φρόν­τι­ζε τά ζῶ­α). Στήν ἀρχή κά­πνι­ζε κα­νέ­να τσι­γά­ρο καί ἔ­πι­νε κα­νέ­να κρα­σά­κι ἀλ­λά ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­δει­ξε με­τά­νοι­α καί ἔ­γι­νε με­γα­λό­σχη­μος. Ὕστε­ρα ἀρ­ρώ­στη­σε καί ἔ­πε­σε στό κρεβ­βά­τι.

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Ἡ με­τά­νοι­α εἶ­ναι με­γά­λη ἀ­ρε­τή», ἔ­λε­γαν οἱ πα­λαι­οί, «καί χω­ρίς αὐ­τήν δέν σω­ζό­μα­στε».    
«Ὅ­σοι ἔ­με­ναν στήν με­τά­νοιά τους μέ­χρι τέ­λους, ἔ­κα­ναν ἀ­ρε­τή». 

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – ξθ’. Γέροντας πού δαιμονίστηκε – ο’. Ὁ ὑποτακτικός πού δέν ἀνέπαυσε τόν Γέροντά του

Κάποιος Γέροντας φι­λο­ξε­νοῦ­σε στό Κα­λύ­βι του νέ­ο δαι­μο­νι­σμέ­νο καί ἀ­πό συμ­πό­νι­α προ­σπα­θοῦ­σε νά τόν βο­η­θή­ση. Ὁ Γέροντας νή­στευ­ε πο­λύ καί σχε­δόν δέν κοι­μό­ταν κα­θό­λου. Κάποια μέ­ρα, ἐ­νῶ νου­θε­τοῦ­σε τό νέ­ο, εἶ­δε ξαφ­νι­κά πά­νω στό κε­φά­λι του ἕ­να πε­ρι­στέ­ρι. Ἀ­μέ­σως σκέ­φθη­κε ὅ­τι αὐ­τό εἶ­ναι τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί ἔ­πε­σε καί τό προ­σκύ­νη­σε. Τήν ἴ­δια στιγμή ἔ­νι­ω­σε ὅ­τι εἶ­χε δαι­μο­νι­σθῆ καί ἔ­τρε­ξε σέ γει­το­νι­κό Κελ­λί.

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ἡ Πα­να­γί­α πα­ρη­γο­ρεῖ νέ­ο μο­να­χό – Ἡ Πα­να­γί­α το­ύς ἤ­θε­λε

Πα­λαιά ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί λα­ϊ­κοί πού ζοῦ­σαν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἦ­ταν φτω­χοί, δέν δο­ύ­λευ­αν καί ζοῦ­σαν ἀ­πό τίς εὐ­λο­γί­ες τῶν πα­τέ­ρων. Κάποτε ἡ Κοι­νό­τη­τα ἀ­πε­φά­σι­σε νά το­ύς δι­ώ­ξη ἀ­πό τό Ὄ­ρος. Το­ύς συγ­κέν­τρω­σε ὅ­λους, ἦ­ταν 50 μέ 60. Ὑ­πῆρ­χε ἕ­νας πα­λαι­ός φω­το­γρά­φος καί το­ύς ἔ­βγα­λε μί­α ἀ­να­μνη­στι­κή φω­το­γρα­φί­α μπρο­στά στό Πρω­τᾶ­το.

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Οἱ δαί­μο­νες ἐμ­πο­δί­ζουν ἀ­πό τόν κα­νό­να – Ὁ πλα­νε­μέ­νος ἀ­σκη­τής – Ὑ­πο­στο­λή εὐ­ω­δί­ας ἁ­γί­ου Λει­ψά­νου

Καί οἱ πα­τέ­ρες τοῦ Κελ­λιοῦ στήν ἀρ­χή, ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζαν Ἑ­σπε­ρι­νό, ἄ­κου­γαν ἔ­ξω φω­νές καί κτύ­πους σάν νά γκρε­μι­ζό­ταν τό σπί­τι γιά ἐκ­φο­βι­σμό. Ὕ­στε­ρα στα­μά­τη­σαν αὐ­τά καί ἄ­κου­γαν τίς δαι­μο­νι­κές φω­νές στίς 2 με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Αὐ­τήν τήν ὥ­ρα ἔρ­χον­ταν γιά νά ἐμ­πο­δί­σουν τούς πα­τέ­ρες ἀ­πό τόν κα­νό­να τους, για­τί τό­τε ξυ­πνοῦ­σαν γιά νά κά­νουν τόν κα­νό­να τους.

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση. Πόλεμος καί βοήθεια Ἱερομονάχου – Ὁ γερω–Ἰωσήφ διώχνει τόν πειρασμό

Κα­τά θε­ί­α πρό­νοι­α συ­νέ­βη νά ἀ­πο­κτή­ση ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό Λει­ψα­νά­κι τοῦ γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ τοῦ Σπη­λαι­ώ­του. Μέ εὐ­λά­βεια τό με­τέ­φε­ρε στόν κῆ­πο καί πα­ρα­κά­λε­σε: «Θέ­λω νά μοῦ τό ἀ­πο­δεί­ξης, γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ, ἄν ἔ­χης παρ­ρη­σί­α στόν Θε­ό, δι­ό­τι τό­σο και­ρό βα­σα­νί­ζο­μαι μέ τήν σκιά πού τήν βλέ­πω καί τήν ἀ­κού­ω, καί μέ τόν σει­σμό». Ἀ­πό τό πρῶ­το βρά­δυ ἔ­πα­ψαν ὅ­λα. Ἀ­πό τό­τε βε­βαι­ώ­θη­κε ὁ κη­που­ρός ὅ­τι ὁ γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ ἔ­χει παρ­ρη­σί­α στόν Θε­ό.

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση. «Πά­τερ, ἐ­σύ μ᾿ ἔ­κα­νες Χρι­στια­νό» – Ἡ ὑ­πα­κο­ή ὑ­πέρ τή νη­στεί­αν – Ὁ πα­ρή­κο­ος φο­βᾶ­ται

Μή μπο­ρών­τας νά τόν ἀν­τέ­ξη, ἔ­ψα­ξε, βρῆ­κε τά σπίρ­τα καί ἄ­να­ψε φῶς. Τό­τε ἔκ­πλη­κτος δι­α­πί­στω­σε ὅ­τι ὁ θό­ρυ­βος, πού τό­σο τόν τρό­μα­ξε, ὠ­φει­λό­ταν στά πον­τί­κια πού ἦρ­θαν νά φᾶν τό πί­του­ρο πού εἶ­χε βά­λει μέ­σα στό κου­τί μέ τά ἐρ­γα­λεῖ­α τῆς ξυ­λο­γλυ­πτι­κῆς. «Τα­λαί­πω­ρε», σκέ­φθη­κε, «ἐ­δῶ σέ τρό­μα­ξαν με­ρι­κά πον­τί­κια, ποῦ νά ἔρ­θουν καί οἱ δαί­μο­νες;».