Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Εἶ­πε Γέρων: «Πα­λαιά στά Καυ­σο­κα­λύ­βια ἦ­ταν δι­α­κό­σιοι πα­τέ­ρες. Ὡς ἀρχή τους εἶ­χαν τήν ὑπα­κοή, τήν σι­ω­πή, τήν εὐ­χή καί τό ἐρ­γό­χει­ρο. Ὅ­λοι ἐρ­γά­ζον­ταν σι­ω­πη­λοί στό ἐρ­γό­χει­ρό τους, λέ­γον­τας νο­ε­ρά τήν εὐ­χή· νό­μι­ζε κα­νε­ίς ὅ­τι ἡ Σκή­τη εἶ­ναι ἔ­ρη­μος, για­τί δέν ἀ­κο­ύ­γον­ταν φω­νές. Ὅ­ταν  δύο πα­τέ­ρες συ­ναν­τι­όν­ταν, ἔ­βα­ζαν με­τά­νοι­α καί ἦταν τυ­πι­κό ἡ ἑ­ξῆς στι­χο­μυ­θί­α:

–Εὐ­λο­γεῖ­τε.

–Ὁ Κύριος.

–Τί κά­νει ὁ Γέροντας;

–Δι᾿ εὐ­χῶν σας κα­λά. Χω­ρίς πε­ριτ­τά λό­για.

»Οἱ πα­λαι­οί πα­τέ­ρες μας ἐ­δῶ στήν Σκή­τη ἦ­ταν βια­στές. Στίς ἀ­γρυ­πνί­ες ὅ­λη τή νύ­χτα στό Κυ­ρια­κό το­ύς ἔ­βλε­πες ἀ­κί­νη­τους σάν κο­λῶνες, σκυ­φτοί νά τρα­βᾶ­νε κομ­πο­σχο­ί­νι. Δέν ἦ­ταν ἄλ­λη κρά­ση, πιό γε­ροί ἀ­πό μᾶς· οἱ πιό πολ­λοί ἦ­ταν γε­ρον­τά­κια καί ἄρ­ρω­στοι, ἀλ­λά εἶ­χαν πο­λύ ζῆ­λο καί ἦ­ταν ἀ­γω­νι­στές.

»Στό Κυ­ρια­κό ἔρ­χον­ταν μέ τό κου­κο­ύ­λι. Τι­μοῦ­σαν καί τη­ροῦ­σαν τά τυ­πι­κά· ἦ­ταν ἄ­ξιοι σε­βα­σμοῦ, για­τί σέ­βον­ταν καί οἱ ἴ­διοι τά τυ­πι­κά.

»Στίς Συ­νά­ξεις θά μι­λοῦ­σε πρῶ­τα ὁ γε­ρον­τό­τε­ρος, με­τά ὁ ἑ­πό­με­νος κ.ο.κ. Νε­ώ­τε­ρος πο­τέ δέν ἔ­παιρ­νε τόν λό­γο, πρίν ἔρ­θη ἡ σει­ρά του. Σήμερα πά­ει, χά­θη­κε καί αὐ­τό.

»Πα­λαιά ὑ­πῆρ­χε τό ”εὐλόγησον”. Ὑ­πῆρ­χαν βέ­βαι­α καί τά ἀν­θρώ­πι­να, ἀλ­λά ἴ­σχυ­ε τό ”εὐλόγησο­ν”. Καί ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­κό­μα ἔ­βα­ζε με­τά­νοι­α στόν μι­κρό­τε­ρο καί ἔ­λε­γε ”εὐλόγησον”.

»Πα­λαι­ά στά Καυ­σο­κα­λύ­βια ὑ­πῆρ­χαν Γέ­ρον­τες εὐ­λα­βεῖς, ἐ­νά­ρε­τοι καί ἀ­γω­νι­στές. Ἔ­κα­ναν στό Κυ­ρια­κό μέ­χρι ἑ­ξῆν­τα ἀ­γρυ­πνί­ες ὁ­λο­νύ­κτι­ες τόν χρό­νο. Γε­ρον­τά­κια ὑ­πε­ρή­λι­κες ἔρ­χον­ταν μέ δυ­σκο­λί­α λό­γῳ γή­ρα­τος καί ἀ­σθε­νεί­ας, καί πε­ρί­με­ναν στό Κυ­ρια­κό μι­σή ὥ­ρα, μέ­χρι νά χτυ­πή­ση ἡ καμ­πά­να. Τη­ροῦ­σαν ἀ­λου­σί­α καί εὐ­ω­δί­α­ζαν. Με­τά τήν κοί­μη­σή τους, κα­τά τήν ἀ­να­κο­μι­δή, οἱ κά­ρες τους ἦ­ταν κα­τα­κί­τρι­νες».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα