Ο παπα–Νικόλαος Σαββανῆς ἀπό τό Παντοκρατορινό Κελλί τοῦ Ἁγίου Νικολάου, κοντά στό Κουτλουμούσι, ἦταν ἀπό τήν Κορακάνα τῆς Κέρκυρας. Ἔζησε ἕντεκα χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος ἀλλά τό 1943 γύρισε στό χωριό του καί ἔγινε ἐφημέριος. Δέν ἄφησε τόν κανόνα του ποτέ καί κάθε μέρα πήγαινε σέ κάποια ἀπό τίς τριάντα Ἐκκλησίες πού ἔχει τό χωριό του καί ἔκανε τήν ἀκολουθία. Ἦταν σωστός καλόγερος. Μετάνοιωσε ὅμως πού ἔφυγε ἀπό τόν Ἅγιον Ὄρος καί ἔλεγε: «Κάλλιο νἄχα σπάσει τά δυό μου πόδια, παρά πού ἔφυγα. Τόσα χρόνια θά εἶχα γιάνει καί θἄμουν στό Ἅγιον Ὄρος πιό καλά». Ἐκοιμήθη τό 1968.
*
Ο Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ’ σέ μία ἀγρυπνία στό Πρωτᾶτο εἶδε ἕναν μοναχό νά μήν πατᾶ στήν γῆ. Ρώτησε ποιός εἶναι αὐτός καί τοῦ εἶπαν «ὁ διακο Ὀνούφριος ἀπό τό Κελλί τοῦ Μαρουδᾶ». Τόν κάλεσε ἰδιαιτέρως καί τόν ρώτησε πῶς πορεύεται. Διεπίστωσε ὅτι κάνει ἀδιάκριτη ὑπακοή. Ἀργότερα ἔγινε ἱερέας καί Πνευματικός καί βοήθησε πολλούς.
*
Ο γερω Παΐσιος ὁ Καρακαλληνός, ὁ Κύπριος, ἦταν νοσοκόμος στό Μοναστήρι. Περιποιεῖτο μέ πολλή ἀγάπη τά ἄρρωστα γεροντάκια καί κοιμόταν κοντά στό γηροκομεῖο. Ἦταν ὅμως καί ἀγωνιστής. Ὅλη τή νύχτα τήν περνοῦσε λέγοντας τήν εὐχή πότε νοερῶς καί πότε ἐκφώνως γιά νά πολεμᾶ τόν ὕπνο.
*
Ο π. Παΐσιος ἀπό τό Κελλί τῶν Ἁγίων Πάντων τῆς Κουτλουμουσιανῆς Σκήτης τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος διηγήθηκε: «Ὅταν ἤμουν μικρός καί ἔβοσκα τά πρόβατα, ἔμαθα μέ δυσκολία νά συλλαβίζω. Βρῆκα τότε μία Ἁγία Γραφή καί τήν ἄνοιξα νά διαβάσω. Ἐκεῖ ἔμαθα γιά τήν ἄλλη ζωή, τήν μετά θάνατον. Μοὖρθε μία χάρι, ὅταν διάβαζα. Μία μέρα μέ ἐπεσκίασε μία νεφέλη, ὅταν διάβαζα τήν Ἁγία Γραφή∙ φοβήθηκα καί τήν σταμάτησα γιά λίγο καιρό. Μετά τήν ξανάρχισα νά τήν διαβάζω. Μοὖρθε λογισμός νά γίνω καλόγερος. Εἶχα ἀκούσει ὅτι οἱ καλόγεροι ἀγωνίζονται γιά τήν ψυχή τους, δέν ἤξερα ὅμως τί εἶναι αὐτοί οἱ καλόγεροι. Ἕνα βράδυ μοῦ παρουσιάστηκε ἡ ἁγία Παρασκευή στόν ὕπνο μου καί μοῦ εἶπε νά μήν τρώγω γάλα καί τυρί τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή».
«Μετά πού ἀπολύθηκα ἀπό στρατιώτης ἦρθα καί ἔμεινα σ᾿ αὐτό τό Κελλί. Κάθησα λίγον καιρό καί μοῦ εἶπαν οἱ Γεροντάδες νά μέ κάνουν καλόγερο· μοῦ ἔδωσαν κάτι παλιόρασα πού οὔτε γιά σκιάχτρο δέν ἔκαναν. Ἔλειπε τό μανίκι ἀπό τό ἀντερί, ἦταν σχισμένα καί βρώμικα. Ἀπό τήν στενοχώρια μου δέν μίλησα καθόλου μία βδομάδα. Μετά μέ ρώτησαν πῶς πάω. “Καλά”, εἶπα. Μοῦ λένε: “Ἐπειδή δέν μίλησες, κάνεις γιά μοναχός. Ἄν μιλοῦσες, θά σέ διώχναμε”. Καί τότε μοῦ φόρεσαν τά καλά ράσα πού εἶχαν σ᾿ ἕνα κουτί».
«Ἦταν καλοί οἱ Γεροντάδες μου. Ὅταν κάποτε τούς εἶπα ὅτι θέλω νά πάω στόν κόσμο νά γίνω ἔγγαμος παπᾶς, πρίν λάβω τό Σχῆμα, αὐτοί δέν μοῦ ἔφεραν ἀντίρρηση. Τήν ἡμέρα πού ἤθελα νά φύγω μοῦ ἔδωσαν χρήματα. Μοῦ εἶπαν: “Παιδί μου, τόσο καιρό κάθησες μαζί μας, δούλεψες γιά μᾶς, αὐτά τά χρήματα σοῦ ἀνήκουν”. Συγκινήθηκα ἀπό τό γεγονός αὐτό καί κάθησα κοντά τους καί δέν ἔφυγα. Ἄλλες συνοδεῖες, ὅταν τούς ἔλεγαν τά καλογέρια ὅτι θά φύγουν, τούς ἔβγαζαν τά ράσα καί αὐτοί μοῦ ἔδωσαν καί χρήματα. Οἱ Γεροντάδες μου ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα